Ένας άνδρας με μακριά κόκκινη κάπα πάνω από το μανδύα του, σαρίκι και φαρδύ ζωνάρι στη μέση, ετοιμάζεται να κάνει τα ψώνια του. Αθήνα 1825, στην περιοχή της Πλάκας. Η Ακρόπολη φαίνεται στο βάθος. Επιβλητική πάντα, απίστευτα όμορφη. Οι πωλητές κάθονται στις πλάκες της συνοικίας των θεών και προσπαθούν να πουλήσουν την πραμάτεια τους. Η Αθήνα τον 19ο αιώνα. Μετά την οθωμανική κυριαρχία η Ελλάδα παρέμενε μια ισχνή οικονομία με περιορισμένη τοπική αγορά. Με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους στις αρχές της δεκαετίας του 1830, ξεκίνησε η αλλαγή στο αστικό περιβάλλον της χώρας.
Η επιλογή της Αθήνας ως πρωτεύουσας της Ελλάδας το 1834, οδήγησε σε ραγδαία δημογραφική αλλαγή, ενώ η οικονομία παρέμενε απόλυτα εξαρτημένη από τον πρωτογενή τομέα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1838 περισσότερο από το 75% των απασχολούμενων στην Ελλάδα ανήκαν στον τομέα της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, ενώ μόλις το 8,24% ασχολούνταν με το εμπόριο. Μέσα σε τρεις δεκαετίες, ο πληθυσμός της πόλης δεκαπλασιάστηκε και στις αρχές του 20ού αιώνα, το 40% του αστικού πληθυσμού της χώρας είχε εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα. Οι εμπορικοί δρόμοι της Αθήνας, έτσι όπως τις παρουσιάζουν μαυρόασπρες κυρίως εικόνες, θυμίζουν σκηνές από κινηματογραφικές ταινίες, βγαλμένες από ένα παρελθόν που σε κάποιους φαντάζει μαγικό. Εικόνες «ήσυχες», όμορφες, μιας πολιτείας που μερικές φορές μοιάζει παραμυθένια. Η πρώτη αγορά της πόλης, το λεγόμενο Πάνω Παζάρι, που λειτουργούσε από την εποχή της Τουρκοκρατίας, ήταν ένα συγκρότημα από ξύλινες κατασκευές, ανατολικά της βιβλιοθήκης του Αδριανού στο Μοναστηράκι. Κατά τα οθωμανικά χρόνια λειτουργούσε επίσης το Κάτω Παζάρι, το λεγόμενο «Τσαρσί», στη σημερινή θέση των Αγίων Ασωμάτων, ενώ μετά την οθωμανική περίοδο συνέχισε να λειτουργεί το εποχιακό σταροπάζαρο δίπλα στη Ρωμαϊκή αγορά.
Ένας άλλος εμπορικός Αθηναϊκός δρόμος τώρα, το έτος 1860. Φουστανελοφόροι, γυναίκες με μαντήλια να ψωνίζουν, άνδρες πάνω σε γαϊδουράκια. Σε κάποιες άλλες εικόνες βοσκοί να μεταφέρουν τα ζώα τους στην αγορά μέσα από τους δρόμους της πόλης. Το γάλα που παραγόταν στην Αθήνα και στα προάστιά της ήταν υδαρές γιατί οι αγελάδες εκτρέφονταν με γιγάντιες κυρίως κολοκύθες, προφανώς όχι ιδιαίτερα θρεπτικές. Το βούτυρο ήταν άπαχο και το τυρί, το λεγόμενο τουλουμίσιον, αλμυρό και ανούσιο, σύμφωνα με τον Εμμανουήλ Ροϊδη…
Ο Ροϊδης, ο Σουρής και ο Παναγιώτης Θανόπουλος
Στην παρουσίαση του βιβλίου οι Περικλής Θανόπουλος, Δημήτρης Θανόπουλος Τέλης Θανόπουλος
Με αφορμή την διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 στην Αθήνα, ο Εμμανουήλ Ροϊδης μας δίνει λεπτομερέστατα στοιχεία για τις διατροφικές συνήθειες των Αθηναίων στα τέλη του 19ου αιώνα. «Το καλό όνομα που είχαν τα κριάρια και τα αρνιά οφειλόταν περισσότερο στα …κλέφτικα τραγούδια, παρά στην πραγματικότητα», σημειώνει ο Ροϊδης. «Το βέβαιον είναι ότι πρόβατα γιγάντια και ολοστρόγγυλα ως τα αγγλικά του Δούρχαμ, ή λιπαρά μπούτια ως τα των αλμυρών Λιβαδίων της Γαλλίας δεν δύναταί τις ούτε να ίδη ούτε να φάγη εν Ελλάδι» συνέχιζε στα κείμενά του. Αντίθετα, αγέλες από κατσίκια κυκλοφορούσαν στο κέντρο της Αθήνας και στους γύρω αγρούς με αποτέλεσμα να προκαλούν καταστροφές στη βλάστηση και στα νεοφύτευτα δένδρα. Έτσι τα φίμωναν σαν τα σκυλιά.
Τα ψάρια πάλι δεν ήταν επαρκή. Δυσεύρετα και ακριβότερα από τις αγορές παραθαλάσσιων πόλεων της Ευρώπης με τις συναγρίδες να αποτελούν την αδυναμία αυτών που έδιναν το παρόν στις δεξιώσεις της εποχής. Η κατάσταση στο λιανικό εμπόριο τροφίμων έμελλε να αλλάξει, χάρη στο προσωπικό όραμα και το επιχειρηματικό ταλέντο εμπόρων της εποχής, με πρωτοπόρο τον Παναγιώτη Θανόπουλο. Ξεκινώντας το 1877 από τις παράγκες της Παλιάς αγοράς, η επιχείρηση που δημιούργησε αποτέλεσε πρότυπο εφαρμογής των ευρωπαϊκών δεδομένων στην υγιεινή των προϊόντων, στις πρακτικές πώλησης και στην αισθητική της προώθησής τους.
Έτσι δημιουργήθηκε το περίφημο «Μέγα εδωδιμοπωλείον» του Παναγιώτη Θανόπουλου. Ο Θανόπουλος γεννημένος σε περιοχή κοντά στη Βυτίνα το 1852 ξεκίνησε την λαμπρή πορεία του που μοιάζει με μυθιστόρημα, δουλεύοντας ως «μπακαλόγατος» σε παντοπωλείο της Αθήνας. Μπακαλόγατους αποκαλούσαν τους παραγιούς που διεκπεραίωναν τις δουλειές του καταστήματος. Το πρώτο του κατάστημα ο Θανόπουλος το άνοιξε στην Αιόλου το 1877. Ακολούθησε μια εντυπωσιακή πορεία στο χώρο του εμπορίου τροφίμων. Ο επιχειρηματίας ήταν τόσο πετυχημένος, που ακόμα και αυτοί οι συγγραφείς και ποιητές ασχολήθηκαν μαζί του. Οι καταχωρήσεις μάλιστα του καταστήματος ήταν έμμετρες στο δημοφιλές σατιρικό περιοδικό «Ο Ρωμηός». Δηλαδή η εφημερίς που την έγραφε (έτσι ήταν ο τίτλος) ο Σουρής.
Μπύρα στην μπουκάλα, χαβιάρι Γέλβας, κουλουράκια και η εντυπωσιακή πορεία του παντοπωλείου της Αιόλου
Χαβιάρι Γέλβας και τυριά με μπύρα στην μπουκάλα, σαμπάνια ανεκτίμητη καθώς και τόσα άλλα, τουτέστιν αυγοτάραχα και του κουτιού σαρδέλαις του Θανόπουλου, το λαμπρόν κοσμούν παντοπωλείον που κείται στο Βασιλικόν εκεί φωτογραφείον, έλεγε ο Σουρής. Τι έβρισκαν λοιπόν εκεί οι Αθηναίοι; Κουλουράκια και παξιμάδια βανίλλας, biscuits, γαλετάκια απαράμιλλα των ευρωπαϊκών. Κρασί Αϊγιωργίτικο, μπρούσκο και γλυκό πρώτης, όπου μπορεί να ξανανιώσει και εκατό χρονών γέρο!, σημείωνε ο συγγραφέας. Χαβιάρι σπουδαίον ως λόγος ιεροκήρυκος κατά την εβδομάδα των Παθών, έφθασε στο ονομαστόν παντοπωλείον. Γλυκύτατον, μόνον 18 δραχμάς την οκάν και δι’ αυτού επομένως δεν κοστίζει πολύ ακριβά, εις σας τους νηστεύοντας, η σωτηρία των ψυχών υμών.
Το μικρό παντοπωλείο της οδού Αιόλου, κοντά στη Βαρβάκειο, αγαπημένο των Αθηναίων που γνώριζαν από εξαιρετικής ποιότητας προϊόντα αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα. Μέσα σε λίγα χρόνια άνοιξαν και άλλα καταστήματα σε διάφορες περιοχές της πόλης και στα βόρεια προάστια. Μια εντυπωσιακή πορεία για τον Παναγιώτη Θανόπουλο, το «μπακαλόπαιδο» που μέσα από πολλή δουλειά και έξυπνες κινήσεις έγινε μεγαλοεπιχειρηματίας στον τομέα των τροφίμων. Ένας δρόμος μακρύς με περιπέτειες, επιτυχίες και σημαντικά επιτεύγματα. Μια λαμπρή πορεία 140 χρόνων για την οικογένεια Θανόπουλου. Τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονα του «εκ Μαγουλιάνων Αρκαδίας» Παναγιώτη.
Η ιστορία του υλικού πολιτισμού της Αθήνας και τα πολύτιμα στοιχεία του βιβλίου
Η οικογένεια Θανοπούλου έκλεισε 140 χρόνια λειτουργίας. Οι κυρίες Λυδία Σαπουνάκη-Δρακάκη και Μαρία-Λουϊζα Τζόγια-Μοάτσου προσφέρθηκαν να «καταδυθούν» στο αρχείο της σημαντικής επιχειρηματικής οικογένειας, για να αναδείξουν σημαντικές πτυχές από την ιστορία του λιανεμπορίου στην Ελλάδα, καταγράφοντας παράλληλα την πορεία των Θανόπουλων από το 1877 μέχρι σήμερα. Το βιβλίο φέρει τον τίτλο «Από τα Εδώδιμα-Αποικιακά στα Σούπερ Μάρκετ» (Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ). Το πολύ καλό αυτό βιβλίο δεν περιορίζεται στην απλή παράθεση στοιχείων που αφορούν στη διαχρονική εξέλιξη μιας επιχείρησης, αλλά υπακούει σε μια συνολική αντίληψη της κοινωνικής ιστορίας της Αθήνας και διαγράφει κομμάτια της ιστορίας του υλικού πολιτισμού της.
Η πλούσια έκδοση παραθέτει λεπτομερή στοιχεία, μην ξεχνάμε ότι μέχρι την λειτουργία της Βαρβακείου Αγοράς το 1886, ένα πολύβουο πλήθος κατέκλυζε καθημερινά το Πάνω Παζάρι. Κυριαρχούσαν τα «δυσειδή» και «οιζώδη» παντοπωλεία, μέχρι τη στιγμή που ο Παναγιώτης Θανόπουλος άνοιξε το «λαμπρό» εδωδιμοπωλείο που οδήγησε στον εξευρωπαϊσμό του λιανικού εμπορίου τροφίμων στην Ελλάδα.
Ακολούθησαν αρκετά χρόνια αργότερα τα καταστήματα σελφ σέρβις που μεταπολεμικά άνοιξαν στις ΗΠΑ και τη Δυτική Ευρώπη. Πολύτιμα στοιχεία οι συγγραφείς έχουν αντλήσει από το αρχείο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών και το Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας. Τα φωτογραφικά τεκμήρια έγιναν από το ΕΛΙΑ, το Ίδρυμα Λασκαρίδη, το Φωτογραφικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, όπως και από το προσωπικό αρχείο της οικογένειας Θανοπούλου. Η λαμπρή παρουσίαση πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Γουλανδρή στην Κηφισιά με σημαντικές προσωπικότητες και βέβαια όλα τα μέλη της οικογένειας, να δίνουν το παρόν.