Ο Τζο Νέσμπο αγαπά τις στατιστικές. Τις παραθέτει σε βιβλία του, τις χρησιμοποιεί σε συνεντεύξεις του και σε φέρνει απέναντι από το σχεδόν αδιαμφισβήτητο. Δύσκολο να πας κόντρα στα νούμερα, ιδίως όταν έχουν τόσο πολλά και εντυπωσιακά να πουν. Οπως ότι τα βιβλία του έχουν μια ανοδική τάση αναγνωσιμότητας που μαρτυρεί ότι το status του είναι αντίστοιχο με εκείνο ενός διαπλανητικού ροκ σταρ. Μια ενδεικτική τελευταία καταμέτρηση: πωλήσεις της τάξεως των 33 εκατομμυρίων. Οχι ότι το διαφημίζει ο ίδιος, ξέρει άλλωστε πολύ καλά ότι οι αριθμοί θα κάνουν τη δουλειά. Εκείνος φροντίζει να γράφει χορταστικά, εθιστικά αστυνομικά μυθιστορήματα με τα οποία κοιμάσαι και ξυπνάς εντυπωσιασμένος, αν μη τι άλλο, από την οργιώδη φαντασία του 57χρονου συγγραφέα.
Καθώς μάλιστα ξεκινάς τις πρώτες σελίδες του τελευταίου του βιβλίου με τίτλο «Η δίψα» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, όπως και το σύνολο του έργου του), μπορεί να χρειαστεί να κοιτάξεις ξανά το εξώφυλλο για να σιγουρευτείς ότι διαβάζεις τον σωστό συγγραφέα. Γιατί στη ζωή του Χάρι Χόλε, του διαβόητου αλκοολικού, σκοτεινού, αυτοκαταστροφικού αστυνομικού επιθεωρητή που πρωτογνωρίσαμε το 1997 με το παρθενικό πόνημα του Νέσμπο, «Η Νυχτερίδα», συμβαίνει κάτι το αδιανόητο: Είναι επιτέλους ευτυχισμένος! Ο χολερικός (βασικά με τον εαυτό του) Χόλε ζει την ευδαιμονία στο πλευρό της αγαπημένης του Ράκελ και έχει παρατήσει την ενεργό δράση. Εντάξει, αυτή η αίσθηση πληρότητας δεν πρόκειται να διαρκέσει και πολύ. Τα πράγματα γρήγορα θα μπουν στη «θέση» τους όταν ο δολοφόνος που δεν κατάφερε να συλλάβει στο προηγούμενο βιβλίο του, «Αστυνομία», επιστρέφει για να αναλάβει αιματηρή δράση.
Αυτή θα πρέπει να ήταν μια πρόκληση για τον Νέσμπο. Θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να γράφεις για τη χαρά ενός ανθρώπου που έχει σχεδιαστεί να μένει αμετακίνητος στη δυστυχία του. «Δεν ξέρω αν ήταν πιο δύσκολο, είναι σίγουρα διαφορετικό» θα πει ο Νέσμπο από το Οσλο λίγες ημέρες προτού επισκεφθεί την Ελλάδα, αρχικά για αναρρίχηση στην Κάλυμνο και στη συνέχεια, στις 17 Οκτωβρίου, για μια βραδιά στη σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. «Είναι πιο εύκολο να διαβάζεις και να γράφεις για απόγνωση και δυστυχία, εξάλλου όλες οι ιστορίες περιγράφουν συγκρούσεις και διαμάχες. Οταν πρέπει να περιγράψεις ευτυχισμένους ανθρώπους τα πράγματα είναι πιο περιορισμένα. Να, για παράδειγμα, στην αρχή του βιβλίου ο Χάρι είναι στο κρεβάτι με τη γυναίκα του και προκειμένου να δημιουργηθεί μια ένταση, προκειμένου να γίνει «σκηνή», που κάπως θα ζωντανέψει τα πράγματα, μιλούν περί υποθετικής απιστίας, χωρίς στην ουσία να το εννοούν. Το γεγονός ότι ξεκινάω το βιβλίο με τον χαρούμενο Χάρι έχει πιο πολύ να κάνει με το γεγονός ότι στο τέλος του προηγούμενου βιβλίου παντρευόταν, όπως και με το ότι χρειαζόμουν μια ενδιαφέρουσα αρχή για το τωρινό βιβλίο».
Tώρα, το αν η συζυγική γαλήνη και το ήρεμο σπιτικό συνιστούν ευτυχία είναι κάτι που μάλλον πρέπει να ερευνάται κατά περίπτωση, αν και οι κοινωνικές επιταγές δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για αμφισβητήσεις. «Αν ανατρέξετε στις στατιστικές και στις έρευνες, οι singles είναι πιο χαρούμενοι απ’ ό,τι τα ζευγάρια και οι οικογένειες» θα πει ο χωρισμένος και πατέρας μιας κόρης Νέσμπο. «Ωστόσο, υπάρχουν και τύποι όπως ο Χόλε για τους οποίους η ευτυχία, η πληρότητα, δεν είναι η συνηθισμένη συναισθηματική κατάσταση. Δεν είναι αυτό το «default setting» (οι αρχικές ρυθμίσεις) τους. Η ζωή τους τελικά καθορίζεται από αυτό το εσωτερικό μελαγχολικό υπόγειο ρεύμα, το οποίο τους δημιουργεί την επιθυμία για κάτι που δεν μπορούν να το προσδιορίσουν».
«Δίψα» για Tinder
Οι περισσότεροι από εμάς, όμως, όπως και οι υπόλοιποι ήρωες του βιβλίου του Νέσμπο, αποποιούμαστε τη μοναχικότητα και προσπαθούμε να ζευγαρώσουμε πάση θυσία. Στην περίπτωση των χαρακτήρων της «Δίψας» αυτό συμβαίνει μέχρι τελικής πτώσεως. Κυριολεκτικά. Γιατί στην πόλη του Οσλο κυκλοφορεί ένας serial killer ο οποίος δρα και μέσω Tinder, της δημοφιλούς εφαρμογής για διαδικτυακή επαφή με σκοπό τη διά ζώσης γνωριμία, και εν συνεχεία τον θάνατο –ας μην ξεχνιόμαστε ότι παρ’ όλες τις ανατροπές βρισκόμαστε πάντα μέσα σε ένα βιβλίο του Νέσμπο.
«Οταν έγραφα τη «Δίψα», στο Οσλο γινόταν ένας μικρός χαμός με το Tinder» λέει στο BHMAgazino. «Με συνεπήρε κι εμένα η τάση γιατί το έβρισκα εντυπωσιακό ότι έχεις δύο ανθρώπους, δύο απόλυτους ξένους, οι οποίοι συναντιούνται και ρισκάρουν την αξιοπρέπειά τους, φλερτάρουν με την απόρριψη, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζουν τους εαυτούς τους με όλη την ομορφιά ή την ανειλικρίνεια που μπορούν να επιστρατεύσουν. Είναι μια κατάσταση ιδανική για τη λογοτεχνία, γιατί οι διάλογοι που διαμείβονται εμπεριέχουν πολλές συμπυκνωμένες πληροφορίες. Θυμάμαι ότι όταν πήγαινα στο café της γειτονιάς μου εκείνη την εποχή ένιωθα πως γίνονταν ραντεβού τριγύρω μου αλλά μου πήρε λίγο καιρό να καταλάβω ότι ήταν κλεισμένα μέσω Internet. Οταν τελικά το πήρα είδηση, άρχισα να κάθομαι κοντά στα ζευγάρια και προσπαθούσα να ακούσω τι έλεγαν, γιατί αυτή η συνθήκη μού προκαλούσε μεγάλη περιέργεια. Μπορούσα να διακρίνω την αμηχανία στη στάση και στη φωνή τους, αλλά ταυτόχρονα με εντυπωσίαζε το θάρρος τους. Δεν μπορώ να πω, υπήρξα μάρτυρας και σε κάποιες όμορφες στιγμές».
Επειδή όμως βιβλίο του Νέσμπο δεν νοείται χωρίς έρευνα σε βάθος, ο τέως δημοσιογράφος (μεταξύ άλλων περιστασιακών ιδιοτήτων, όπως αυτή του χρηματιστή) και νυν συγγραφέας συνέλεξε το υλικό του με πολλή προσοχή. Οχι εν τέλει στήνοντας αφτί, αλλά ούτε και τον εαυτό του απέναντι σε άγνωστες γυναίκες. «Δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό σε ανθρώπους που ήθελαν όντως να συναντήσουν κάποιον, γιατί θα ήμουν ένας απατεώνας, θα τους ξεγελούσα» λέει χαρακτηριστικά. Τελικά μια φίλη του η οποία είχε χωρίσει και σκεφτόταν να καταφύγει στο Internet για το επόμενο ρομαντικό βήμα της βρήκε στον Νέσμπο ένα ευήκοον ους για να καταθέσει τις εμπειρίες της. Εκείνη του έδινε αναφορά για τις περιπέτειές της στο Tinder και εκείνος είχε στη διάθεσή του αρκετό υλικό για να στήσει τις σκηνές του. Μια κατάσταση «win win» και για τους δυο τους, αν και στην περίπτωση της φίλης η νίκη μοιάζει πύρρειος αν αναλογιστεί κανείς ότι αποτελεί έκφραση μιας εποχής όπου η ανάγκη για επαφή εκδηλώνεται πολύ πιο άνετα δίχως τη σωματική παρουσία.
«Είναι λίγο «σοκαριστικό» να προσεγγίζονται οι άνθρωποι κατ’ αυτόν τον τρόπο γιατί η συνδήλωση είναι φανερή και σε κοινή θέα: «Είμαι εδώ για να γνωρίσω κάποιον και να γίνει εν δυνάμει σύντροφός μου». Δεν ξέρω όμως αν είναι πολύ διαφορετικό από ένα κορίτσι στη βικτωριανή εποχή η οποία καθόταν με την «dance card» της ανά χείρας στην αίθουσα χορού εξετάζοντας όλους τους νεαρούς άνδρες και τις πιθανότητές της. Νομίζω ότι είναι απλώς διαφορετικό» σχολιάζει ο Νέσμπο.
Ο υπηρέτης του Δράκουλα
Πάντως, δεν θα ήταν λίγοι εκείνοι που θα πέταγαν την εφαρμογή στη ψηφιακή κάλαθο αχρήστων αν, όπως στην περίπτωση του βιβλίου του Νέσμπο, μάθαιναν ότι ένας βαμπιριστής τη χρησιμοποιεί έστω και περιστασιακά για να ψαρεύει τα θύματά του. Προσοχή, ένας βαμπιριστής και όχι ένας βρικόλακας, γιατί εννοείται ότι ο Νέσμπο δεν αποφάσισε ετεροχρονισμένα να συγχρονιστεί με το λογοτεχνικό ρεύμα της σύγχρονης αναβίωσης των βαμπίρ, του οποίου ηγείτο αρκετά πρόσφατα η Στέφανι Μέγερ.
Απλώς, καθώς έκανε (άλλη μία) έρευνα, συγκεκριμένα πάνω σε ψυχιατρικές παθήσεις, σκόνταψε σε ένα φαινόμενο που του κίνησε την περιέργεια. Λέγεται κλινικός βαμπιρισμός και πιο συχνά αποκαλείται «σύνδρομο του Ρένφιλντ», έχει δηλαδή δανειστεί το όνομά του από τον υπηρέτη του κόμη Δράκουλα στο βιβλίο του Μπραμ Στόκερ.
Η διαταραχή αυτή σχετίζεται με μια εμμονή για κατανάλωση αίματος, από ζώα, από ανθρώπους, από τον ίδιο τον εαυτό του βαμπιριστή, συχνά με στόχο τη σεξουαλική διέγερση. Δεν είναι επίσημα ενταγμένη στον Διαγνωστικό και Στατιστικό Οδηγό Ψυχολογικών Διαταραχών, αλλά αναφέρεται στο εγχειρίδιο «Psycopathia Sexualis» του Ρίχαρντ Φράιερ φον Κραφτ-Εμπινγκ ήδη από το 1886.
Η διαταραχή αυτή σχετίζεται με μια εμμονή για κατανάλωση αίματος, από ζώα, από ανθρώπους, από τον ίδιο τον εαυτό του βαμπιριστή, συχνά με στόχο τη σεξουαλική διέγερση. Δεν είναι επίσημα ενταγμένη στον Διαγνωστικό και Στατιστικό Οδηγό Ψυχολογικών Διαταραχών, αλλά αναφέρεται στο εγχειρίδιο «Psycopathia Sexualis» του Ρίχαρντ Φράιερ φον Κραφτ-Εμπινγκ ήδη από το 1886.
«Ο βαμπιρισμός παραπέμπει σε θρύλους, όμως το συγκεκριμένο σύνδρομο συνδυάζει τον μύθο με την πραγματικότητα, και αυτό είναι που μου άρεσε πολύ. Γιατί τα πράγματα που με ενθουσιάζουν δεν αρκεί να είναι απλώς «τρομακτικά» αλλά πρέπει να περιγράφουν με τον τρόπο τους μια υποδόρια ανθρώπινη κατάσταση ή ανάγκη. Οπως το ερώτημα που προκύπτει από το φαινόμενο της πόσης των υγρών του σώματος ενός ανθρώπου: «Είναι αυτός ο υπέρτατος τρόπος για να βρεθείς κοντά σε κάποιον;». Γιατί το Τinder, υπό μία έννοια, βρίσκεται στον αντίποδα. Είναι μια αποστασιοποιημένη μέθοδος να συναντήσεις κάποιον με έναν στημένο, οργανωμένο τρόπο».
Οι 50 αποχρώσεις του κακού
Πάντως, μετά από τόσα βιβλία, έντεκα τον αριθμό, μόνο όσον αφορά τις περιπέτειες του Χάρι Χόλε, όπου o Νέσμπο περιγράφει τους πιο διεστραμμένους δολοφόνους, αλλά και μετά από τόση έρευνα προκειμένου να ανακαλύψει τι τους παρακινεί, θα έλεγε κανείς ότι ο νορβηγός συγγραφέας πρέπει να έχει γίνει εξπέρ στο «κακό». Περίπου όπως ο σκωτσέζος μετρ του νουάρ Ιαν Ράνκιν, ο οποίος μάλιστα είχε γυρίσει και ένα σχετικό ντοκιμαντέρ για την πρώτη ύλη που τον τροφοδοτεί.
«Θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες προκειμένου να διευκρινίσουμε τι εννοούμε όταν μιλάμε για «το κακό» (σ.σ.: evil)» θα πει ο Νέσμπο. «Εάν, φέρ’ ειπείν, «το κακό» εκδηλώνεται όταν διαρρηγνύεις ηθικούς και κοινωνικούς κώδικες που έχουμε δημιουργήσει προκειμένου να είναι λειτουργικές οι κοινωνίες μας. Μολονότι αυτός είναι ένας πρακτικός όσο και ουσιαστικός τρόπος για να το κάνουμε, με τον καιρό αρχίζουμε και τους επιχρίουμε με συναισθήματα, οπότε τελικά καταλήγουμε να πιστεύουμε ακράδαντα ότι υπάρχει ένας διαχρονικός κώδικας, θεόσταλτος, ο οποίος μπορεί να καταπατηθεί μόνο από το κακό. Από συναισθηματικής πλευράς, αυτό που αποκαλούμε «κακό» συχνά είναι η έλλειψη συμπόνιας και οίκτου. Οπότε έχει να κάνει περισσότερο με το τι λείπει και όχι με το τι βρίσκεται εκεί, στην αποκαλούμενη «πηγή του κακού»».
Ο Νέσμπο ανατρέχει σε μνήμες από την εμπειρία του στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό όπου είχε ταξιδέψει μαζί με το Νορβηγικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, περίπου δύο χρόνια προτού κυκλοφορήσει η «Λεοπάρδαλη» (2009). Ακόμη και εκεί έψαχνε υλικό για το βιβλίο του, οπότε έγινε μέρος μιας αποστολής των Ηνωμένων Εθνών που είχε ως στόχο να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για τα στρατόπεδα προσφύγων στην Γκόμα, την πόλη που βρίσκεται στα σύνορα της χώρας με τη Ρουάντα, και βρέθηκε στη δίνη του κυκλώνα στη διάρκεια του Α’ και Β’ Πολέμου του Κονγκό. Εκεί λοιπόν θυμάται ανθρώπους οι οποίοι καθώς προσπαθούσαν να φύγουν από τη χώρα είχαν την έγνοια τους στα αγαπημένα τους πρόσωπα, ενώ παράλληλα προσπερνούσαν δίχως να βοηθούν ανθρώπους πιο αδύναμους, τραυματισμένους ή ανήμπορους.
«Αυτό το κάνεις γιατί νιώθεις συμπόνια για τον εαυτό σου και την οικογένειά σου, οπότε υπό μία έννοια πρόκειται για μια εγωκεντρική πράξη. Εγώ λοιπόν θα ρωτήσω: πού βρίσκεται η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο «κακό» και στο πρακτικό πνεύμα της αυτοσυντήρησης που σε οδηγεί να σώσεις μόνο τον εαυτό σου και την οικογένειά σου; Δεν ξέρω να σας απαντήσω. Γιατί από τη μία είχες αυτούς που προσπερνούσαν τους ανήμπορους ανθρώπους και από την άλλη είχες και εκείνους που σταματούσαν για να τους κλωτσήσουν. Υπήρχαν άνθρωποι δηλαδή που ξόδευαν ενέργεια για να προκαλέσουν πόνο. Σίγουρα υπάρχει ψυχολογική εξήγηση για αυτή τη συμπεριφορά, αλλά νομίζω ότι βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από το εγγενές κακό. Αυτό είναι που με ενδιαφέρει και γι’ αυτό γράφω άλλωστε. Για τους δολοφόνους κατ’ εξακολούθηση, τους άρρωστους ανθρώπους για τους οποίους νιώθεις πως πρέπει να βρεις μια εξήγηση στο ερώτημα: «Γιατί κάνουν ό,τι κάνουν;»».
Η σκανδιναβική περίπτωση
Το σίγουρο είναι πάντως ότι οι άνθρωποι που φεύγουν από το Κονγκό, και από όλες τις θερμές ζώνες του πλανήτη, σε μια χώρα σαν τη Νορβηγία θέλουν να ζήσουν, όλοι τους αγκαλιά με το όνειρο για μια καλύτερη ζωή. Και κάποιοι το καταφέρνουν. Διαπερνά και τις σελίδες του Νέσμπο αυτό το πολιτισμικό mélange, θες με τον χαρακτήρα ενός τούρκου μπάρμαν που βρέθηκε στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή, θες με την ιατροδικαστή που φοράει μαντίλα. Θες ακόμη και με τον άγνωστο περαστικό με σκούρα απόχρωση δέρματος που προκαλεί ρίγη ανησυχίας σε έναν φιλήσυχο Νορβηγό. Δύσκολο να μη σκεφτείς την πρόσφατη είδηση ότι η υπουργός Μετανάστευσης της χώρας προειδοποιούσε πως η χώρα δεν θα επιτρέψει να αναπτυχθούν «σουηδικές συνθήκες», δηλαδή «πυροβολισμοί, πυρπολήσεις αυτοκινήτων και άλλα προβλήματα αφομοίωσης», στις τρεις μεγαλύτερες πόλεις της, όπως έγραφαν χαρακτηριστικά οι «Financial Times».
«Δεν είναι μεγάλο πρόβλημα η μετανάστευση» θα πει ο Νέσμπο. «Στο Οσλο υπάρχουν άνθρωποι από διαφορετικές κουλτούρες και πολιτισμούς, αλλά δεν θα έλεγα ότι είναι κάτι που σκέφτεσαι σε καθημερινή βάση. Τα προβλήματα τα αντιμετωπίζουν όσοι έρχονται, γιατί πρέπει να προσαρμοστούν στην κουλτούρα και να δημιουργήσουν μια νέα ζωή και όχι εκείνοι που ήδη μένουν εδώ και είναι αφομοιωμένοι. Ακούγονται μεγαλοστομίες ότι ο κόσμος που έρχεται στη Νορβηγία θα καταλάβει τη χώρα. Είναι υπερβολές. Η ζωή μου όπως και η ζωή των υπόλοιπων κατοίκων του Οσλο δεν έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία είκοσι χρόνια».
Ή τουλάχιστον οι αλλαγές δεν προήλθαν από τους πρόσφυγες, θα πρόσθετε κάποιος. Το μεγάλο σοκ για τη νορβηγική κοινωνία ήταν και θα παραμείνει για πολλά χρόνια η σφαγή της Ουτόγια από τον Αντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ (2011). Για τους γείτονες Σουηδούς η απότομη επαφή με την κυνική πραγματικότητα (που βιώνουν άλλες, λιγότερο προνομιούχες χώρες σε καθημερινή βάση) έγινε το 1986 με τη δολοφονία του Ούλοφ Πάλμε. Σύμφωνα με παλαιότερο άρθρο του «New Yorker», αυτός ήταν και ένας λόγος που θα οδηγούσε στην αναβίωση του αστυνομικού μυθιστορήματος στη Σκανδιναβία, ένα είδος που «έπλασαν» οι συγγραφείς Μάι Σγεβάλ και Περ Βαλέε τη δεκαετία του ’60 και σήμερα έχει γίνει πλέον «ό,τι ήταν το σονέτο για την Ελισαβετιανή Αγγλία: η λογοτεχνική μορφή σήμα-κατατεθέν της χερσονήσου».
«Τι να πω, εξαρτάται» λέει ο Νέσμπο. «Τα ποσοστά των δολοφονιών στις σκανδιναβικές χώρες αλλά και αλλού στον κόσμο έχουν έντονα πτωτική τάση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα ΜΜΕ δημιουργούν την αντίθετη εντύπωση, όμως στην ουσία μετακινούμαστε σταθερά προς –και δεν απομακρυνόμαστε από –μια εποχή αθωότητας. Οσον αφορά όμως την ψυχολογία και την πνευματική κατάστασή μας, πηγαίνουμε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Παίρνουμε περισσότερες πληροφορίες, είμαστε εκτεθειμένοι στη βία, οι νέοι άνθρωποι είναι απόλυτα εκτεθειμένοι στο σεξ και στην πορνογραφία σε ολοένα μικρότερες ηλικίες. Είμαστε εκτεθειμένοι γενικώς. Στις φυσικές καταστροφές, στους τυφώνες, και μάλιστα σε απευθείας μετάδοση. Δεν λέω, η τρομοκρατία μοιάζει να είναι πανταχού παρούσα, όμως πιστεύω ότι παράλληλα διαθέτουμε έναν πιο αναπτυγμένο πολιτισμό από ό,τι παλαιότερα, ο οποίος εν τέλει θα επικρατήσει». l
*Ο Τζο Νέσμπο θα βρίσκεται στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση (λεωφ. Συγγρού 107) την Τρίτη 17 Οκτωβρίου, στις 7 μ.μ. Είσοδος ελεύθερη, με δελτίο εισόδου (η διανομή των δελτίων ξεκινά μία ώρα πριν από την έναρξη της εκδήλωσης).
*Η κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου του «Ο χιονάνθρωπος» θα προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από τις 12 Οκτωβρίου.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 1 Οκτωβρίου2017.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ