Η κυβέρνηση μπορεί να προετοιμάζεται από τώρα για τις γιορτές της εξόδου από το μνημόνιο το καλοκαίρι του 2018, αλλά αυτό που θέλει να ξεχάσει είναι οι …περιοριστικοί όροι που επιβάλονται στη χώρα τουλάχιστον ως το 2022.
Στο πολιτικό της αφήγημα μπορεί να υπερτονίζει τον όρο «clean exit», δηλαδή «καθαρή έξοδος», αλλά σύντομα θα κληθεί να πει τι σημαίνει αυτό.
Κι όπως γνωρίζουν πολύ καλά οι ευρωπαίοι εταίροι και δανειστές και όλοι όσοι παρακολουθούν από κοντά την οκταετή πλέον δοκιμασία της χώρας ξέρουν και τι κρύβει και τι σημαίνει αυτή η επιλογή. Τρία πράγματα:
1. Η Ελλάδα δεν θα έχει χρηματοδότηση από πουθενά (ούτε από το ESM, ούτε από το ΔΝΤ) πλήν των αγορών.
2. Θα συνεχιστούν οι τριμηνιαίοι έλεγχοι από την τρόικα ή τους θεσμούς, όπως αρέσκεται να αποκαλεί τους επιτρόπους των δανειστών.
3. Θα πρέπει να τηρήσει πιστά τους όρους του Δημοσιονομικού Συμφώνου Σταθερότητας που επιβάλουν το ετήσιο δημοσιονομικό έλλειμα να συγκρατηθεί κάτω από 3% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος να βρίσκεται σε πτωτική τροχιά και να μειώνεται κάθε χρόνο ώστε σε μια εικοσαετία να υποχωρήσει από το 176% του ΑΕΠ στο 60% του ΑΕΠ.
Με άλλα λόγια τα επόμενα 20 χρόνια το χρέος θα πρέπει να μειωθεί τουλάχιστον κατά ένα ΑΕΠ (!!!)
Ο «κορσές»
Ο βασικός όμως όρος που αλλοιώνει την έννοια της «καθαρής εξόδου» – εκτός από τη σκληρή πραγματικότητα ότι χωρίς επιτάχυνση των αναπτυξιακών ρυθμών και χωρίς επιτάχυνση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων που θα δώσουν έσοδα να καλύπτεται τουλάχιστον το ετήσιο βάρος των τόκων – είναι η υποχρέωση για επίτευξη πρωτογενούς πελονάσματος 3,5% του ΑΕΠ ως και το 2022.
Είναι άλλωστε η προυπόθεση για να προχωρήσουν οι Ευρωπαίοι κοντάστο καλοκαίρι του 2018 στην αναγκαία, όπως φαίνεται από τα νούμερα, ελάφρυνση της εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους.
Με αυτά τα δεδομένα «καθαρή έξοδος» δεν υπάρχει, παρά μόνο ένα ιδιότυπο καθεστώς απελευθέρωσης της χώρας από τα σκληρά δεσμά των μνημονίων.
Αλλωστε και η νέα πολιτική πραγματικότητα στη Γερμανία οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα. Ο νέος σύμμαχος της Ανγκελα Μέρκελ, αρχηγός των Ελεύθερων Δημοκρατών Κρίστιαν Λίντνερ δήλωσε ευθύς εξ αρχής:
-«Η θέση για την Ελλάδα είναι ότι το FDP θα πει «ναι» σε πακέτα διάσωσης, εφόσον συμμετέχει το ΔΝΤ και με αυτό να καθίσταται σαφές ότι υπάρχει βιωσιμότητα χρέους» υπενθυμίζοντας ότι αυτή ήταν και η γραμμή της γερμανικής κυβέρνησης μέχρι το καλοκαίρι του 2015.
Η εποπτεία
Με αυτά τα όχι ευχάριστα δεδομένα, έγκυρες πηγές των Βρυξελλών μιλώντας πρός «το Βήμα» επισημαίνουν ότι ο χρόνος εποπτείας θα παραταθεί μετά και το 2022, με την υλοποίηση των μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.
Ετσι η έξοδος από το μνημόνιο δεν θα σημάνει σε καμμιά περίπτωση την πλήρη απεξάρτηση από τον έλεγχο των δανειστών, αλλά θα διατηρηθεί μέχρι να αποπληρωθεί το 75% των δανείων που έχει λάβει από τους Μηχανισμούς Στήριξης (EFSF και ESM).
Οπως είναι γνωστό το είδος της εποπτείας για τα κράτη-μέλη που δανείζονται από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς προσδιορίστηκε από το 2013, όταν η Ελλάδα είχε ήδη δανειστεί 186 δισ. ευρώ (53 δισ. ευρώ από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης και 133 δισ. ευρώ από τον τότε EFSF).
Το πλαίσιο οριοθετήθηκε με τον Κανονισμό 472/2013 όπου διευκρινίζεται πως η ένταξη στο πρόγραμμα μπορεί να είναι και αναγκαστικού χαρακτήρα για ένα κράτος-μέλος, εάν κριθεί ότι λόγω της οικονομικής του κατάστασης απειλείται η οικονομική υγεία των άλλων χωρών της Ευρωζώνης.
Το δεύτερο άρθρο του Κανονισμού προβλέπει ότι «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να θέσει υπό ενισχυμένη εποπτεία ένα κράτος-μέλος το οποίο αντιμετωπίζει ή απειλείται από σοβαρές δυσκολίες αναφορικά με τη χρηματοοικονομική του σταθερότητα, που ενδέχεται να έχουν δυσμενείς δευτερογενείς επιπτώσεις σε άλλα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ».
Στο άρθρο 14 προσδιορίζεται η «μετά-μνημονιακή» εποχή.
Όπως αναφέρει, τα κράτη-μέλη παραμένουν υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα εφόσον δεν έχει εξοφληθεί τουλάχιστον το 75% της χρηματοδοτικής βοήθειας.
Η Επιτροπή πραγματοποιεί, σε συνεννόηση με την ΕΚΤ, τακτικές αποστολές ελέγχου προκειμένου να εκτιμήσει την οικονομική, δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική του κατάσταση.
Το Συμβούλιο με πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να συστήσει σε κράτος-μέλος υπό εποπτεία, μετά το πρόγραμμα, να λάβει διορθωτικά μέτρα.