Πόσο μπορεί ένας ενθουσιώδης γάλλος πρόεδρος να πείσει μια επιφυλακτική γερμανίδα καγκελάριο να προχωρήσει στις βαθιές μεταρρυθμίσεις που ο ίδιος οραματίζεται για την Ευρώπη; Το αποτέλεσμα των εκλογών της 24ης Σεπτεμβρίου στη Γερμανία έκανε την απάντηση στο, ούτως ή άλλως δύσκολο, ερώτημα ακόμη πιο περίπλοκη. Η Ανγκελα Μέρκελ κέρδισε τη θέση της στην Ιστορία με την τέταρτη συνεχόμενη εκλογική της επικράτηση, αλλά βγήκε από αυτήν «τραυματισμένη». Το ποσοστό του κόμματός της μειώθηκε και πλέον δεν έχει στη διάθεσή της την επιλογή μιας νέας συγκυβέρνησης με τους Σοσιαλδημοκράτες, η οποία θα διασφάλιζε ήρεμα νερά στο εγχείρημα ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων στην Ευρωπαϊκή Ενωση και κυρίως στον πυρήνα της, στην ευρωζώνη.
Πλέον, η συγκρότηση ενός τριπλού συνασπισμού με τους επανακάμψαντες Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP) και τους Πρασίνους βρίθει εκ των προτέρων δύσκολων συμβιβασμών. Μια στροφή προς τα δεξιά, τροφοδοτούμενη παράλληλα από την κατακόρυφη άνοδο της ακροδεξιάς «Εναλλακτικής για τη Γερμανία» (AfD), δεν θα πρέπει να αποκλειστεί για την κυρία Μέρκελ, που την τελευταία 12ετία έσπρωξε το κόμμα της τόσο πολύ προς τα αριστερά ώστε να κυριαρχήσει στον χώρο του Κέντρου. Η ίδια έχει, αρχικά, ταχθεί υπέρ της επιθυμίας του Εμανουέλ Μακρόν για τομές στην Ευρώπη, αλλά ίσως τα περιθώρια ελιγμών της να είναι πια περιορισμένα. Η πραγματικότητα είναι ότι σε αρκετά από τα ζητήματα που έχουν τεθεί επί τάπητος, όπως π.χ. η θέσπιση ενός προϋπολογισμού της ευρωζώνης, το Βερολίνο και το Παρίσι δεν έχουν απαραίτητα ταυτόσημες θέσεις και η γερμανική μετεκλογική περιπλοκή δύναται να ορθώσει υψηλότερα εμπόδια.
Η φιλοδοξία απέναντι στην αβεβαιότητα
Οι γερμανικές εκλογές ήταν το τελευταίο κομμάτι ενός παζλ που όλοι όσοι κοιτούν μπροστά για μια αναμόρφωση της ΕΕ στη «μετά το Brexit εποχή» ανέμεναν για να πάρουν μπροστά οι… μηχανές των ευρωπαϊκών μεταρρυθμίσεων. Η πραγματικότητα είναι βέβαια ότι σε αντίθεση με τη Γαλλία, «η ευρωπαϊκή πολιτική δεν συζητήθηκε στη γερμανική προεκλογική αντιπαράθεση. Δεν μίλησε για αυτήν ούτε η Ανγκελα Μέρκελ ούτε ο Μάρτιν Σουλτς» τονίζει στο «Βήμα» ο Χένινγκ Χοφ, αναλυτής του Γερμανικού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων. «Το ζήτημα «Ευρώπη» προκαλεί νευρικότητα και δεν θεωρείται ότι κερδίζει εκλογές» προσθέτει.
Από αυτή την άποψη, το αποτέλεσμα των εκλογών της 24ης Σεπτεμβρίου δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι προσφέρει στην καγκελάριο Μέρκελ την εντολή για ριζοσπαστικές αλλαγές στη μορφή της ΕΕ και της ευρωζώνης. Η δε παρουσία του FDP σε έναν μελλοντικό κυβερνητικό συνασπισμό δεν προμηνύεται επαναστατικές κινήσεις, καθώς το κόμμα του «φωτογενούς» Κρίστιαν Λίντνερ έχει δημοσίως ταχθεί κατά της χαλάρωσης των περιοριστικών πολιτικών που ακολούθησε το Βερολίνο την περίοδο της κρίσης του ευρώ και της άκριτης διοχέτευσης κονδυλίων προς τα κράτη του ευρωπαϊκού Νότου. Σε πρόσφατο δε άρθρο της εφημερίδας «Le Monde», ο Εμανουέλ Μακρόν φέρεται να εκμυστηρεύθηκε σε συνεργάτη του ότι αν η Μέρκελ «συνεργαστεί με τους Φιλελευθέρους, τότε είμαι νεκρός!». Δεν υπάρχει όμως μόνο το FDP. Οι βαυαροί σύμμαχοι της Μέρκελ, οι Χριστιανοκοινωνιστές του CSU, ενδέχεται να σκληρύνουν τις θέσεις τους όχι μόνο στο Προσφυγικό (καθώς θεωρούν ότι έχασαν ψήφους προς το AfD) όσο και στο μέτωπο της ευρωζώνης.
«Ολα πλέον θα κινηθούν πιο αργά, είναι αναπόφευκτο» παρατηρούσε στο «Βήμα» ευρωπαϊκή διπλωματική πηγή από το Ταλίν, όπου πραγματοποιήθηκε η Σύνοδος Κορυφής για την Ψηφιακή Οικονομία την περασμένη Πέμπτη και Παρασκευή. Η επισήμανση αυτή προφανώς και δεν συνάδει με την πανηγυρική ομιλία του προέδρου Μακρόν στις 27 Σεπτεμβρίου στη Σορβόνη, όπου και ξεδίπλωσε το όραμά του –με ισχυρά φεντεραλιστικά στοιχεία. «Δεν έχω κόκκινες γραμμές, μόνο ορίζοντες» ήταν μία από τις οραματικές φράσεις με τις οποίες ο Μακρόν διάνθισε την ομιλία του. Ωστόσο, με δεδομένο το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών, ο γάλλος πρόεδρος απέφυγε να αναλύσει εις βάθος τις ιδέες του για την αλλαγή της αρχιτεκτονικής και της διακυβέρνησης της ευρωζώνης. Εδωσε περισσότερη έμφαση σε θέματα άμυνας και ασφάλειας, καθώς επίσης στο Μεταναστευτικό αλλά και σε μια κοινωνική διάσταση της ανάπτυξης που «κουμπώνει» με το σύνθημά του για «Μια Ευρώπη που προστατεύει».
Ο Μακρόν επανέλαβε τη σημασία της συνεργασίας Παρισιού – Βερολίνου και κάλεσε για μια αναθεώρηση της Συμφωνίας των Ηλυσίων του 1963, που αποτελεί την κορωνίδα του γαλλογερμανικού άξονα. Η καγκελάριος Μέρκελ δήλωσε στο Ταλίν ότι υπάρχει «υψηλός βαθμός» συναίνεσης των δύο πρωτευουσών επί της αναγκαιότητας αλλαγών στην ΕΕ, αν και προειδοποίησε ότι «πρέπει να συζητήσουμε για τις λεπτομέρειες». Αλλωστε, οι διαπραγματεύσεις για τη συγκρότηση της νέας γερμανικής κυβέρνησης δεν πρόκειται να εκκινήσουν ουσιαστικά πριν από τις 15 Οκτωβρίου, όταν θα διεξαχθούν και οι τοπικές εκλογές στο κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας.
Η πραγματικότητα είναι ότι το Βερολίνο εμφανίζεται αρκετά συγκρατημένο στα φιλόδοξα σχέδια του Εμανουέλ Μακρόν. Υψηλόβαθμες διπλωματικές πηγές στο γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών σημείωναν τις τελευταίες ημέρες ότι «υπάρχουν σημεία στα οποία οι δύο χώρες συμφωνούν ότι απαιτούνται μεταρρυθμίσεις, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι συμφωνούν στον τρόπο με τον οποίο αυτές θα πραγματοποιηθούν». Οπως είναι αναμενόμενο, η δύσκολη συζήτηση (η οποία θα γίνει με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να μη βρίσκεται πλέον επικεφαλής του υπουργείου Οικονομικών, καθώς… αναχωρεί για την προεδρία της Μπούντεσταγκ) αφορά την ευρωζώνη. Τρία είναι τα ζητήματα στα οποία κορυφαίοι γερμανοί διπλωμάτες εστιάζουν την προσοχή τους. Αυτά αφορούν α) τη δημιουργία θέσης ευρωπαίου υπουργού Οικονομικών, β) τη θέσπιση αυτόνομου προϋπολογισμού της ευρωζώνης και γ) τον μετασχηματισμό του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM).
Ο Βόλφγκανγκ Γκιμπόφσκι, έμπειρος αναλυτής των γερμανικών πολιτικών πραγμάτων και άλλοτε συνεργάτης του καγκελαρίου Χέλμουτ Κολ, τονίζει σε συνομιλία του με «Το Βήμα» ότι «η γερμανική κοινή γνώμη, και όχι μόνο αυτή, δεν είναι διατεθειμένη να εγκαταλείψει την εθνική πολιτική». Η επισήμανσή του συνδεόταν με ερώτηση σχετικά με τη δημιουργία ενός ευρωπαίου υπερυπουργού Οικονομικών. Ο κ. Γκιμπόφσκι εκτιμά ότι η ιδέα που διατύπωσε στην πρόσφατη ομιλία του για την «Κατάσταση της Ενωσης» ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, ότι το πρόσωπο αυτό θα πρέπει να συγκεντρώνει τις αρμοδιότητες του επιτρόπου με αρμοδιότητα τις οικονομικές υποθέσεις και να είναι παράλληλα αντιπρόεδρος της Κομισιόν και επικεφαλής του Eurogroup, είναι ανέφικτη. Ανάλογη άποψη διατυπώνουν και στελέχη της γερμανικής διπλωματίας.
Ο προϋπολογισμός της ευρωζώνης αποτελεί βασικό πυλώνα των απόψεων Μακρόν. Ο γάλλος πρόεδρος έχει πει ότι θα ήθελε να είναι μεγάλος, ύψους αρκετών μονάδων του ΑΕΠ της ευρωζώνης. Γερμανικές πηγές θέτουν επ’ αυτού μια σειρά ερωτήματα. Δεν είναι σαφές, λέγουν, αν απλά θα λειτουργεί ως ανάχωμα σε μελλοντικές οικονομικές υφέσεις –κάτι που αυτομάτως θα καταρριπτόταν αν το FDP ενταχθεί στην κυβέρνηση. Επιπλέον, ποια θα είναι η σχέση του με τον κοινοτικό προϋπολογισμό; Εν όψει της συζήτησης που θα διεξαχθεί τον Δεκέμβριο, σε επίπεδο κορυφής, για την εμβάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης η Κομισιόν φέρεται να εξετάζει ο προϋπολογισμός της ευρωζώνης να αποτελεί κομμάτι του προϋπολογισμού της ΕΕ. Στο Βερολίνο δεν έχει επίσης εγκαταλειφθεί η ιδέα να συνδέεται ένας τέτοιος προϋπολογισμός με «συμβόλαια μεταρρυθμίσεων», ώστε να περιορίζεται ο κίνδυνος μόνιμων δημοσιονομικών μεταβιβάσεων.
Διελκυστίνδα για το μέλλον του ESM
Το «ιερό δισκοπότηρο» όμως είναι το μέλλον του ESM. Πρόκειται για ένα ζήτημα που θα μπορούσε, εν πολλοίς, να καθορίσει όλη τη μελλοντική πολιτική της ευρωζώνης. Στο παρασκήνιο αλλά και σε ομιλίες υψηλόβαθμων παραγόντων της ευρωζώνης, όπως του ίδιου του επικεφαλής του ESM, του Κλάους Ρέγκλινγκ, έχουν αρχίσει να διατυπώνονται διάφορες απόψεις. Ουσιαστικά όμως όλα περιστρέφονται γύρω από το δίλημμα αν η επόμενη εκδοχή του ESM θα είναι η μετατροπή του σε ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο (EMF), το οποίο θα αναλαμβάνει τις διασώσεις κρατών-μελών της ευρωζώνης σε περίπτωση πιθανής πτώχευσης ή και ανάγκης αναδιάρθρωσης χρεών, ή θα μετατραπεί σε κανονικό «υπουργείο Οικονομικών» της ζώνης του ευρώ, εποπτεύοντας τους εθνικούς προϋπολογισμούς και αφαιρώντας ουσιαστικά τη συγκεκριμένη αρμοδιότητα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η διελκυστίνδα για το μέλλον του ESM μπορεί να εξελιχθεί σε «μητέρα των μαχών», καθώς το Παρίσι θα επιθυμούσε την απλή μετατροπή του ESM σε ένα ευρωπαϊκό ΔΝΤ ως εργαλείο έσχατης ανάγκης.
Το σκηνικό για όλα αυτά θα στηθεί ξανά τον Δεκέμβριο όταν, όπως ανακοίνωσε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, θα συγκληθεί Σύνοδος Κορυφής της ευρωζώνης. Σε αυτήν η Κομισιόν αναμένεται να παρουσιάσει εξειδικευμένες προτάσεις για το μέλλον της ΟΝΕ. Ο κ. Τουσκ έγραψε στην τελευταία επιστολή του προς τους ευρωπαίους ηγέτες ότι «δεν υπάρχει μία μοναδική λύση για να ολοκληρωθεί μεμιάς η ΟΝΕ». Ο σκοπός είναι οριστικές αποφάσεις να ληφθούν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου 2018. Ως τότε, η συζήτηση θα έχει ανάψει για τα καλά…
Τι θα πρέπει να αναμένει η Αθήνα από τις εξελίξεις στη Γερμανία
Η Αθήνα παρακολουθεί με έκδηλο ενδιαφέρον τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία και την επίδραση που αυτές θα έχουν στα επόμενα βήματα για τις μεταρρυθμίσεις στην Ευρώπη. Είναι σαφές ότι η ελληνική κυβέρνηση θα επιθυμούσε ένα καλύτερο αποτέλεσμα για το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) –για μία σειρά λόγων.
Κατ’ αρχήν, υπήρχε η ελπίδα ότι αν το SPD είχε ένα καλό ποσοστό θα μπορούσε να διεκδικήσει ακόμη και το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Οικονομικών. Πλέον, στο άχρωμο και παγερό κτίριο της οδού Βίλελμστρασε θα εγκατασταθεί πιθανότατα κάποιος από το FDP, ο ηγέτης του οποίου, Κρίστιαν Λίντνερ, είχε εκφραστεί σκληρά για την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Επιπλέον, ο Αλέξης Τσίπρας είχε επενδύσει στην προσωπική του σχέση με τον Μάρτιν Σουλτς από την εποχή που ο δεύτερος ήταν πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ο κ. Σουλτς είναι πια πολύ αποδυναμωμένος στο κόμμα του και η νέα ισχυρή φιγούρα είναι η πρώην υπουργός Εργασίας Αντρέα Νάλες, η οποία εξελέγη επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του SPD.
Τέλος, η συνέχιση του «μεγάλου συνασπισμού» θα διευκόλυνε την ευρωπαϊκή ατζέντα της Ανγκελα Μέρκελ. Αυτό είναι πλέον παρελθόν και σε συνδυασμό με την άνοδο τόσο του FDP όσο και του AfD μια δεξιά στροφή της καγκελαρίου δεν μπορεί να αποκλειστεί. Αυτό θα μπορούσε, σύμφωνα με ενημερωμένες πηγές, να σημαίνει δύο πράγματα. Το πρώτο έχει βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις και συνδέεται με τη στάση που θα ακολουθήσει το Βερολίνο στο ζήτημα της τρίτης αξιολόγησης και στο Προσφυγικό. Οσοι γνωρίζουν, επιμένουν ότι πλέον η Αθήνα πρέπει να επιταχύνει ακόμη περισσότερο τις προσπάθειες για την όσο το δυνατόν ταχύτερη ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης ώστε να προλάβει τη συγκρότηση της νέας γερμανικής κυβέρνησης, στην οποία, εφόσον επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για συνασπισμό τύπου «Τζαμάικα», θα συμμετέχει το FDP. Κατά ορισμένες πηγές, αν η ελληνική κυβέρνηση καθυστερήσει τότε δεν αποκλείεται η επόμενη γερμανική κυβέρνηση να εμφανιστεί θετικότερη στην αξιοποίηση του ΔΝΤ ως μέσου πίεσης, σε μια στιγμή μάλιστα που το Ταμείο δεν έχει απολύτως ευθυγραμμιστεί με τις ευρωπαϊκές απόψεις για τις ελληνικές τράπεζες –ιδιαίτερα για όσους διάβασαν «πίσω από τις γραμμές» της πρόσφατης δήλωσης του Πόουλ Τόμσεν… Επιπλέον, η Αθήνα δεν μπορεί να επαναπαυθεί ότι στο Προσφυγικό οι πιέσεις δεν θα ενταθούν, καθώς οι Βαυαροί του CSU θα το ανεβάσουν κι άλλο στην ατζέντα, ενώ η «σκιά» του AfD θα πλανάται…
Το δεύτερο στοιχείο αφορά, πιο μακροπρόθεσμα, την εξέλιξη των μηχανισμών επιτήρησης της ευρωζώνης. Η κυβέρνηση επιδιώκει μια «καθαρή έξοδο» μετά το πέρας του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018, αλλά είναι σαφές σε κοινοτικούς κύκλους ότι χρειάζεται να υπάρχει κάποιου είδους επιτήρηση. Το ερώτημα είναι αν η Αθήνα θα πρέπει να υπογράψει κάποιου είδους πρόγραμμα (έστω στο πλαίσιο μιας πιστωτικής γραμμής ECCL) ή απλώς θα ενταχθεί σε έναν μηχανισμό εποπτείας. Είναι όμως σαφές ότι θα είναι πολύ διαφορετικό η εποπτεία αυτή να ασκείται από την Κομισιόν και πολύ διαφορετικό από έναν ενισχυμένο ESM με βάση τις γερμανικές ιδέες που σίγουρα θα αφήσει στο συρτάρι του γραφείου ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε…
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ