Την περασμένη Κυριακή, αμέσως μετά τη λήξη του ντέρμπι ΑΕΚ – Ολυμπιακός (3-2), έγινε γνωστό ότι απολύθηκε από τον πρωταθλητή ο προπονητής Μπέσνικ Χάσι και ότι στην ομάδα επιστρέφει ο Τάκης Λεμονής, που ήταν και πέρυσι στον Ολυμπιακό το τελευταίο δίμηνο της σεζόν. Τίποτα από τα δύο δεν ξάφνιασε κανέναν.
Η καλή εμφάνιση του Ολυμπιακού στο Τορίνο την Τετάρτη με αντίπαλο τη Γιουβέντους δικαίωσε και τις δύο επιλογές. Ομως το γεγονός ότι αυτή η αλλαγή προπονητή ήταν η δωδέκατη από το καλοκαίρι του 2010 που ανέλαβε τον Ολυμπιακό ο κ. Βαγγέλης Μαρινάκης μαρτυρεί ότι κάποιο πρόβλημα υπάρχει. Πόσο μάλλον αν σκεφτεί κανείς ότι από το 2010 μέχρι σήμερα ο Ολυμπιακός έχει κερδίσει όλα τα πρωταθλήματα στα οποία έλαβε μέρος!
Ολοι αλλάζουν πολλούς
Υπάρχει κάποιο πρόβλημα έλλειψης υπομονής ή άδικων κρίσεων στον Ολυμπιακό και την πληρώνουν οι προπονητές; Πιθανότατα, αλλά αν αυτά υπάρχουν αφορούν όλο το ελληνικό ποδόσφαιρο: όλοι στην Ελλάδα αλλάζουν εύκολα προπονητές.
Από το 2011 μέχρι σήμερα ο Παναθηναϊκός έχει τελειώσει δύο μόλις σεζόν με τον ίδιο προπονητή: συνέβη μόνο τη διετία 2013-2015, όταν ο κ. Γιάννης Αλαφούζος εμπιστεύθηκε τον Γιάννη Αναστασίου –όλα τα άλλα χρόνια έχει αλλάξει δύο και κάποιες φορές τρεις προπονητές.
Η ΑΕΚ έχει αλλάξει έξι τεχνικούς στα τρία χρόνια που έχει επιστρέψει στη Σούπερ Λίγκα: Δέλλας, Πογέτ, Μανωλάς, Κετσπάγια και Μοράις προηγήθηκαν του Μανόλο Χιμένεθ, με τον οποίο σήμερα η Ενωση μοιάζει ευχαριστημένη.
Ο ΠΑΟΚ, τα πέντε χρόνια του Ιβάν Σαββίδη, μόνο πέρυσι άρχισε και τελείωσε τη σεζόν με τον ίδιο προπονητή –τον Βλάνταν Ιβιτς. Εφέτος άλλαξε προπονητή πριν το πρωτάθλημα αρχίσει, αφού καλοκαιριάτικα ο Στανόγεβιτς παραχώρησε τη θέση του στον Λουτσέσκου. Αν ανυπομονησία υπάρχει, υπάρχει παντού.
Ολες οι αλλαγές προπονητών που έγιναν στον Ολυμπιακό δεν ήταν ίδιες. Ο Μαρινάκης δεν συγχωρεί αποτυχίες στα προκριματικά ευρωπαϊκών διοργανώσεων: το 2010 ο Λίνεν (αποκλεισμός από τη Μακάμπι Τελ Αβίβ) και το καλοκαίρι του 2016 ο Βίκτορ (αποκλεισμός από τη Χάποελ Μπερ Σεβά) αυτές πλήρωσαν.
Κάποιοι έφυγαν γιατί το ζήτησαν. Ο Ερνέστο Βαλβέρδε, που έμεινε δύο σεζόν, θέλησε να γυρίσει στην Ισπανία το καλοκαίρι του 2012. Ο Βίκτορ Περέιρα, που κέρδισε ένα νταμπλ ως διάδοχος του Μίτσελ, ζήτησε να φύγει το καλοκαίρι του 2015: πήγε στη Φενέρμπαχτσε. Ο Μάρκο Σίλβα, που ήρθε τότε στη θέση του, αποχώρησε οικειοθελώς έναν χρόνο αργότερα: κανείς δεν τον έδιωξε. Ο συμπατριώτης του Πορτογάλος Μπέντο πέρυσι ουσιαστικά προκάλεσε την απόλυσή του κάνοντας δημόσια επίθεση στη διοίκηση για τη μεταγραφική πολιτική της, μετά από μια ήττα του Ολυμπιακού από τον ΠΑΟΚ στην Τούμπα: δεν εκτίμησε ότι, μία μόλις εβδομάδα πριν, η διοίκηση τον είχε στηρίξει παρότι το «Καραϊσκάκης» είχε ξεσηκωθεί εναντίον του μετά την ισοπαλία του Ολυμπιακού (0-0) με την τουρκική Οσμάνλισπορ.
Η διοίκηση του Ολυμπιακού μάλλον μετάνιωσε για την απόλυση του Ζαρντίμ το 2013 –ειδικά βλέποντας τη δουλειά του στη Μονακό. Ο καλός Πορτογάλος πλήρωσε τις συγκρίσεις με τον Βαλβέρδε, τον οποίο και διαδέχτηκε. Τέλος, όλοι στον Ολυμπιακό μιλάνε ακόμα με τα καλύτερα λόγια για τον Μίτσελ: το διαζύγιο με τον Ισπανό υπήρξε τον Φεβρουάριο του 2015 ένα από τα πιο δύσκολα. Μάλιστα το καλοκαίρι του 2016, μετά το αντίο του Μάρκο Σίλβα, υπήρξε μια συζήτηση με σκοπό την επιστροφή του: η εκτίμηση παραμένει.
Ντέρμπι και εύκολα ματς
Οι πολλές αλλαγές προπονητών οφείλονται στην ιδιαιτερότητα του ελληνικού πρωταθλήματος, στο οποίο υπάρχουν για τις μεγάλες ομάδες μας δύο ειδών ματς: ντέρμπι που δεν επιτρέπεται να χάσεις (και για λόγους γοήτρου) και παιχνίδια με αντιπάλους κατά κανόνα αδύναμους, στα οποία αν δεν κερδίσεις κάτι έχεις κάνει λάθος. Και στις δύο περιπτώσεις οι ήττες είναι ασυγχώρητες. Κυρίως οι αλλαγές προπονητών είναι σημάδι στην ομάδα ότι ο εφησυχασμός δεν επιτρέπεται: άλλοτε λειτουργούν (στον Ολυμπιακό συχνά μετά τη φυγή του προπονητή οι παίκτες αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους…), άλλοτε όχι. Στην Ελλάδα κάνεις πρωταθλητισμό μόνο κερδίζοντας και δεν μπορείς να κατακτήσεις το πρωτάθλημα με επτά και οκτώ ήττες, όπως στην Αγγλία ή στην Ισπανία. Το στρες είναι μεγάλο για όλους –ακόμα και για τους διοικητικούς παράγοντες. Και για αυτό συχνά την πληρώνουν οι έτσι κι αλλιώς αγχωμένοι προπονητές…
Η περίπτωση Τάκη ΛεμονήΟ Τάκης Λεμονής είναι μια ειδική περίπτωση στην ιστορία του Ολυμπιακού: μοιάζει ένας άνθρωπος για όλες τις δουλειές και κάπως έτσι εξηγούνται οι τέσσερις επιστροφές του στον Ολυμπιακό. Οσοι έχουν δουλέψει μαζί του λένε ότι είναι ένα είδος άγγλου μάνατζερ – περισσότερο διοικητής, παρά κόουτς, αληθινός Sir Takis. «Ο Λεμονής δεν είναι μια προπονητική ιδιοφυΐα και δεν χτυπά το χέρι στο τραπέζι, αλλά είναι καλός ψυχολόγος, ζητάει συγκεκριμένα πράγματα και ξέρει να βάζει τους παίκτες μπροστά στις ευθύνες τους» έλεγε ένας διοικητικός παράγοντας που έχει δουλέψει μαζί του. Αν επιστρέφει εύκολα στον Ολυμπιακό είναι γιατί κατά καιρούς έχει φέρει άμεσα αποτελέσματα: δεν χρειάζεται χρόνο προσαρμογής. Οι παίκτες τον σέβονται ως διοικητικό παράγοντα – η παρουσία του σημαίνει ότι τα ψέματα τελείωσαν. Είναι επίσης καλύτερος στη διαχείριση μιας ομάδας από ό,τι στο χτίσιμό της και παρακολουθεί πάντα τον Ολυμπιακό μανιωδώς, ακόμα κι όταν σε αυτόν δεν δουλεύει. Και ίσως για αυτό στον δύσκολο πάγκο του Ολυμπιακού τα έχει καταφέρει καλύτερα από οπουδήποτε αλλού. Ξέρει καλά τι τον περιμένει…
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ