Είναι γνωστό ότι κατά τη διάρκεια του τελευταίου πολέμου ο μεγάλος γερμανός συγγραφέας Τόμας Μαν απευθυνόταν με ραδιοφωνικά μηνύματα στους συμπατριώτες του, από το εξωτερικό όπου βρισκόταν αυτοεξόριστος, γιατί δεν μπορούσε να ανεχθεί την υποδούλωση της πατρίδας του στη συμμορία των Εθνικοσοσιαλιστών. Στα μηνύματά του εξόρκιζε τους Γερμανούς να συνέλθουν από τα λόγια που τους είχαν παραπλανήσει πριν είναι πολύ αργά. Πολύ συχνά, στα είκοσι πέντε συνολικά μηνύματα, επαναλαμβάνεται η ευχή του συγγραφέα: Μακάρι ο πόλεμος αυτός να τελείωνε. Μακάρι να είχε ήδη συμβεί, αυτό που μια μέρα θα συνέβαινε με τρόπο αναπόφευκτο. Μακάρι αυτοί οι φρικτοί άνθρωποι που οδήγησαν τη Γερμανία εκεί που βρίσκεται σήμερα να είχαν εκδιωχθεί και να μπορούσαμε να σκεφτούμε μια συμφιλίωση με τους άλλους λαούς και μια κοινή ζωή με αξιοπρέπεια. Ο πόλεμος όμως συνεχιζόταν και οι Γερμανοί στην πλειονότητά τους δεν έμοιαζαν να εύχονται το τέλος του, πάντως δεν κατάλαβαν τα μηνύματα που έστελνε για αυτούς ο συγγραφέας τους, αυτός ο συγγραφέας που για πολλά χρόνια θεωρήθηκε η λογοτεχνική φωνή της Γερμανίας. Ως προς το σημείο αυτό θλιβερή αλλά και ενδεικτική είναι η υποδοχή του Τόμας Μαν στην ηττημένη και κατεστραμμένη Γερμανία αμέσως μετά το τέλος του πολέμου: διαδηλώσεις εναντίον του, απειλητικές επιστολές, από ανθρώπους οι οποίοι ζούσαν μέσα στα ερείπια που δημιούργησαν οι ηγέτες τους.
Σήμερα, όλο και ταχύτερα πλησιάζει ο καιρός που θα μας απασχολήσουν εκ νέου οι Γερμανοί, με την ελπίδα, υποθέτω, ότι θα τους εμποδίσουμε να ασχοληθούν αυτοί με την Ευρώπη, με τον τρόπο που το έχουν κάνει ήδη δύο φορές στο παρελθόν: τη γνωστή μέθοδο του συλλογικού τουρισμού σε ερπυστριοφόρα οχήματα, μέθοδος που αυτή τη φορά θα ακολουθήσει την τεχνική του οικονομικού στραγγαλισμού. Θα φανεί ίσως περίεργο ότι ένας συγγραφέας είχε ήδη διαβλέψει, στο τέλος του πολέμου, ίχνη μιας νοοτροπίας και μιας συμπεριφοράς που όχι μόνο δεν άλλαξαν αλλά έμειναν και επέμειναν οι ίδιες.
Πράγματι, στο τελευταίο από τα μηνύματά του, στις 10 Μαΐου 1945, ο Τόμας Μαν δηλώνει την πικρία του, γιατί η χαρά του κόσμου οφείλεται στην ήττα και στην πιο βαθιά ταπείνωση της πατρίδας του. Ακόμη, δηλώνει τη φρίκη με την οποία βλέπει, για μια φορά ακόμη, την άβυσσο που έχει ανοίξει ανάμεσα στη Γερμανία, πατρίδα των προγόνων και των δασκάλων μας, και στον πολιτισμένο κόσμο. Τέλος, αναρωτιέται μήπως η ήττα της Γερμανίας αποβεί κάπως χρήσιμη για τους ίδιους τους Γερμανούς, καταστρέφοντας την ψευδαίσθηση που τους θέλει υπεράνθρωπους. Ισως μάλιστα η ήττα οδηγήσει στην εσωτερική παραίτηση από τη μεγαλομανία και από τη βεβαιότητα ότι οι Γερμανοί είναι ανώτεροι από τους άλλους λαούς, καθώς και από την επαρχιώτικη ξιπασιά που εχθρεύεται τον κόσμο.
Ας υποθέσουμε, εύχεται ο Τόμας Μαν, ότι ο κόμης Schwerin-Krosigk, μέλος της γερμανικής Επιτροπής παράδοσης, δεν θέλησε μόνο να κολακέψει τους νικητές δηλώνοντας ότι στο εξής το δίκαιο και η δικαιοσύνη θα ήταν ο υπέρτατος νόμος της εθνικής ζωής στη Γερμανία. Αν επρόκειτο για αποκήρυξη, τούτη ‘δώ ήταν έμμεση και διατυπωμένη με πάρα πολύ προσοχή για την ηθική βαρβαρότητα στην οποία έζησε η Γερμανία τα τελευταία δώδεκα χρόνια. Θα ευχόμουν μια αποκήρυξη πολύ πιο άμεση, πολύ πιο εκφραστική –καταλήγει ο συγγραφέας.
Και είχε δίκιο, όπως μπορούμε να το διαπιστώσουμε ύστερα από 72 χρόνια με τη γνωστή δήλωση του Γκάουλαντ, ηγετικού στελέχους του νεοναζιστικού κόμματος της Γερμανίας που πέτυχε την είσοδό του στο Κοινοβούλιο: «Αν οι Γάλλοι είναι δικαίως υπερήφανοι για τον αυτοκράτορά τους και οι Βρετανοί για τονΝέλσονακαι για τονΤσόρτσιλ, έχουμε το δικαίωμα να είμαστε κι εμείς υπερήφανοι για τα επιτεύγματα των γερμανών στρατιωτών σε δύο παγκόσμιους πολέμους».
Ανάμεσα σε άλλους, εμείς στην Ελλάδα διεκδικούμε ένα σημαντικό ποσοστό από τις στρατηγικές νίκες των Γερμανών εναντίον του άμαχου πληθυσμού, κυρίως παιδιών, γυναικών και γερόντων, μάχες που είναι χαραγμένες με χρυσά γράμματα στις στρατιωτικές ακαδημίες της Γερμανίας.
Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ