«Τι μπορεί να συμβεί όταν η αγκαλιά σου είναι το χειρότερο μέρος για να πεθάνει κάποιος;». Το παράδοξο αυτό ερώτημα είναι η αφετηρία της ταινίας «Μια φανταστική γυναίκα» του χιλιανού σκηνοθέτη Σεμπαστιάν Λέλιο, η οποία έχει κάνει τρομερή αίσθηση μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο Φεστιβάλ Βερολίνου (προσφάτως έκανε την πανελλήνια πρώτη της στο φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας). Γνωστός από την προηγούμενή του, επίσης μεγάλη επιτυχία, την «Γκλόρια», ο 43χρονος Λέλιο, ο οποίος εδώ και μερικά χρόνια ζει στο Βερολίνο, αποφάσισε να βάλει μια transsexual στην αγκαλιά εκείνου που πεθαίνει. Και άμεσα, μα ποιητικά, έφτιαξε μια ταινία-καταδίκη της προκατάληψης και της μισαλλοδοξίας. Η «Φανταστική γυναίκα» αφηγείται την ιστορία της Μαρίνα (Ντανιέλα Βέγκα), μιας transsexual η οποία από τη στιγμή που ο σύντροφός της Ορλάντο (Φρανσίσκο Ρέιες Μοράντε) ξεψυχά στα χέρια της παλεύει με το απίστευτο μίσος που προέρχεται (κυρίως αλλά όχι μόνο) από την οικογένειά του. Οι πάντες αντιμετωπίζουν τη Μαρίνα σαν να έχει εκείνη την ευθύνη του θανάτου του.
Η απόφαση του Σεμπαστιάν Λέλιο να βάλει μια transsexual στην αγκαλιά του πεθαμένου ήταν μεν μια πολύ έξυπνη και γενναία ιδέα, δεν ήταν ωστόσο καθόλου εύκολη στον χειρισμό της. «Ημουν παντελώς άσχετος με αυτό το ζήτημα και ήθελα να γνωρίσω κόσμο στο Σαντιάγο» μας είπε στο Βερολίνο ο σκηνοθέτης, αφού στον κύκλο των συναναστροφών του δεν υπήρχαν transgenders. Η τύχη τον βοήθησε και συνάντησε την Ντανιέλα Βέγκα, η οποία αρχικώς δεν επρόκειτο να παίξει αλλά να λειτουργήσει ως σύμβουλος. Υπήρξε τόσο καλή σύμβουλος όμως, που κάποια στιγμή ήταν ο Λέλιο που «πολύ φυσικά, πολύ οργανικά» της είπε ότι εκείνη θα έπρεπε να υποδυθεί τη Μαρίνα.
Η Βέγκα, η οποία πριν από μερικές ημέρες επισκέφθηκε την Αθήνα για τις Νύχτες Πρεμιέρας, είχε ήδη εμπειρία στο τραγούδι, στον χορό αλλά και στην υποκριτική. Το ποιος θα έπρεπε να υποδυθεί τη Μαρίνα ήταν προτεραιότητα του Λέλιο. «Ενας ηθοποιός με τη συμβατική έννοια του όρου με έκανε να νιώσω περίεργα, μου θύμισε τα πρώτα χρόνια του σινεμά, όταν οι λευκοί ηθοποιοί βάφονταν μαύροι για να υποδυθούν μαύρους επειδή δεν επιτρεπόταν στους πραγματικούς μαύρους να εμφανίζονται στον κινηματογράφο. Κάτι τέτοιο δεν θα μου άρεσε καθόλου! Χρειαζόμουν ένα πραγματικό πρόσωπο».
Οταν ο Λέλιο έγραφε το σενάριο, οι transgenders ήταν μια πραγματικότητα που «δεν είχε γίνει ακόμη ορατή. Οταν όμως το «Vanity Fair» έκανε εξώφυλλο την Κέιτλιν Τζένερ, κάτι φάνηκε να αλλάζει. Ξαφνικά το trans έγινε ποπ κουλτούρα σε παγκόσμιο επίπεδο!». Φυσικά, ο Λέλιο γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν είναι όλος ο κόσμος cool με το θέμα trans. Ρατσισμός, μισαλλοδοξία, προκατάληψη υπάρχουν ακόμη. «Το ενοχλητικό αλλά συγχρόνως γοητευτικό στοιχείο εδώ είναι ότι τελικά η ταινία αναρωτιέται: Ποιο το πρόβλημα; Γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι επηρεάζονται τόσο πολύ από την ύπαρξη της Μαρίνα; Γιατί είμαστε τόσο γαμ… περίπλοκοι; Τα πράγματα μπορούν να είναι ευκολότερα, απλούστερα». Ο Λέλιο έχει πάρει φόρα, τα γαλανά μάτια του έχουν γουρλώσει, μιλάει παθιασμένα. «Ειλικρινά, τι είναι προτιμότερο; Να ζούμε εγκλωβισμένοι σε σύνορα, με μικρές ταμπελίτσες και σε μικρά κουτάκια, ή να αγκαλιάσουμε την πολυπλοκότητα, να αγκαλιάσουμε τη ζωή, να γίνουμε απλούστεροι. Σαν τα σκυλιά!».
Το δίλημμα είναι υπαρξιακό, πολιτικό και βαθύ, γι’ αυτό και η «Φανταστική γυναίκα» είναι μια επίκαιρη ταινία που «γραπώνει κάτι που βρίσκεται αυτή τη στιγμή στον αέρα». Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό το ότι ο πιο συντηρητικός από τους συγγενείς του Ορλάντο είναι ο γιος του. «Ο συντηρητισμός, η βλακεία, ο φασισμός βρίσκονται ολόγυρά μας και πάντα θα βρίσκονται. Δείτε τον Τραμπ. Η εκλογή του τι άλλο μπορεί να σημαίνει από το ότι ο κόσμος δεν μαθαίνει από τα λάθη του παρελθόντος;».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ