Η προσέγγιση στο έργο του Μάνου Χατζιδάκι δεν είναι εύκολη. Πολύ δε περισσότερο όταν αυτό πρέπει να παρουσιαστεί ζωντανά, χρόνια μετά την πρώτη παρουσίασή του, σε διαφορετικές κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες. Ο Γιώργος Χατζιδάκις συνεχίζει τη συστηματική παρουσίαση του έργου του συνθέτη στο Ηρώδειο στις 30 Σεπτεμβρίου, στην παράσταση «Ελλάς, η χώρα των ονείρων και τραγούδια από το θέατρο».
Στο πρώτο μέρος της συναυλίας θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά το έργο «Ελλάς, η χώρα των ονείρων». Η μουσική του γράφτηκε για το γερμανικό ντοκιμαντέρ του «Wolfrang Mueller-Sehn» (1960-1961) που είχε θέμα την Ελλάδα. Η μηχανή τριγύριζε μέσα στους κάμπους και στα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας, περνούσε από την Αθήνα και κατέληγε σε όλα τα νησάκια που συνθέτουν την οικογένεια του Αιγαίου. Το έργο περιέχει μουσικούς ελληνικούς αυτοσχεδιασμούς και τραγούδια. Το δεύτερο μέρος της συναυλίας αποτελείται από τέσσερις κύκλους τραγουδιών που γράφτηκαν για το θέατρο αλλά στη συνέχεια αυτονομήθηκαν ως ολοκληρωμένα έργα. Πρόκειται για τα: «Ο κύκλος με την κιμωλία», «Παραμύθι χωρίς όνομα», «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε», «Οδός Ονείρων».
Τέσσερα κλασικά έργα που έχουν αφήσει το σημάδι τους όχι μόνο στην ελληνική μουσική αλλά κυρίως στον ελληνικό πολιτισμό. Τέσσερα έργα που το καθένα έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, τα οποία παρουσιάζουν έναν ενιαίο Χατζιδάκι. Πολιτικό, βαθιά ανθρώπινο και αναρχικό, με την έννοια ότι αρνείται κάθε αρχή που θέλει να εγκλωβίσει τον νου, την ψυχή και τη λογική. Χωρίς φυσικά να απουσιάζει το όνειρο. «Ο κύκλος με την κιμωλία» του Μπρεχτ είναι μια αλληγορία, μια παραβολή για τον πειρασμό της καλοσύνης. Πρόκειται για ένα γοητευτικό λαϊκό παραμύθι, μια τρυφερή ιστορία μητρότητας, που, ταυτόχρονα, αποτελεί και μια σαρκαστική κωμωδία πάνω στη δικαιοσύνη και την εξουσία. Οσον αφορά το «Παραμύθι χωρίς όνομα», όπως έχει σημειώσει ο ίδιος ο συνθέτης, γράφτηκε για να κερδίσει 8.000 δρχ. και συνεχίζει: «Πήρα τις τέσσερις χιλιάδες, μα τις υπόλοιπες, όσες φορές κι αν πήγα δεν τις έλαβα ποτέ, μια και το θέατρο δεν έβγαλε ούτε τα έξοδά του εκείνη τη χρονιά. Και έτσι αποφάσισα να τις ξεχάσω και τις ξέχασα. Ομως μαζί ξέχασα και το έργο και την παράσταση και τα τραγούδια που είχα γράψει. Το ’63 θέλησα να ολοκληρώσω αυτόν τον κύκλο και άρχισα να ενορχηστρώνω και να ηχογραφώ πρώτα το μέρος της ορχήστρας (…). Ισαμε που ‘ρθε ο Οκτώβρης του ’65… Η ιστορία τέλειωσε καλά. Μόνο τοΠΑΡΑΜΥΘΙέμεινε οριστικάΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ».
Στο «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» ο Μάνος Χατζιδάκις βρίσκει στη ναπολιτάνικη ατμόσφαιρα του έργου ευκαιρία να καταπιαστεί ακόμη μία φορά με την προσωπική του οπτική πάνω στο τι πραγματικά σημαίνει «λαϊκό τραγούδι». Οπως εξηγεί ο ίδιος: «Σκοπός μου ετούτη τη φορά, και μ’ αφορμή ένα θαυμάσιο έργο, ίσως το πιο θαυμαστό του Pirandello, είναι να φτιάξω πάλι τραγούδια, μα που να πηγαίνουν πιο μπροστά απ’ ό,τι μέχρι τώρα έχω φτιάξει… Τώρα, αν τα τραγούδια μου αυτά είναι λαϊκά ή όχι, το θέμα χωράει συζήτηση…».
Τέλος, στην «Οδό Ονείρων» ο συνθέτης είχε στόχο να παρουσιάσει μια διαφορετική επιθεώρηση που στην εποχή της, όταν δηλαδή παρουσιάστηκε στο κοινό, δεν είχε την ανταπόκριση που περίμεναν οι συντελεστές της. Κάτι φυσικά που δεν μειώνει την αξία της. Ισως από τις πλέον τρυφερές στιγμές του έργου, ο πρόλογος του Μάνου Χατζιδάκι: «Γεια σας / Ηρθα για να σας δείξω ο ίδιος την οδό Ονείρων / Δεν ξεχωρίζει / Είναι ένας δρόμος σαν όλους τους άλλους δρόμους της Αθήνας / Είναι ας πούμε –ο δρόμος που κατοικούμε / Μικρός, ασήμαντος, λυπημένος, τυραννικός μα κι απέραντα ευγενικός / Εχει πολύ χώμα, πολλά παιδιά / πολλές μητέρες, μα και πολλή σιωπή».

HeliosPlus