Δυστυχώς οι μεγάλοι σεισμοί είναι αδύνατον να προβλεφθούν, τουλάχιστον με τις μεθόδους που διαθέτουμε αυτή τη στιγμή. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει μια νέα μελέτη, η οποία εξέτασε τους μεγάλους σεισμούς και τον τρόπο που αυτοί ανιχνεύονται από τα υπάρχοντα πειραματικά συστήματα προειδοποίησης. Το βασικό πρόβλημα, όπως διαπιστώνουν οι επιστήμονες που τη διεξήγαγαν, είναι ότι στα πρώτα δευτερόλεπτα – αυτά που «πιάνει» ο σεισμογράφος για να στείλει το σήμα του – όλοι οι σεισμοί, ανεξάρτητα από το μέγεθός τους, είναι ακριβώς ίδιοι. Αυτό σημαίνει ότι με τις παρούσες μεθόδους δεν μπορούμε να ξέρουμε ποιος σεισμός θα είναι καταστρεπτικός και ποιος όχι, ώστε να υπάρξει σωστή προειδοποίηση.
Προειδοποίηση δευτερολέπτων
Τα υπάρχοντα πειραματικά συστήματα προειδοποίησης που δοκιμάζονται από τους σεισμολόγους βασίζονται στις πρώτες ενδείξεις που ανιχνεύουν οι σεισμογράφοι: αμέσως μόλις η συσκευή αρχίσει να καταγράφει μια δόνηση, θεωρείται ότι πρέπει να σημάνει συναγερμός για επικείμενο σεισμό στις περιοχές που βρίσκονται κοντά στο επίκεντρο. Προς το παρόν η δυνατότητα πρόγνωσης είναι μόλις μερικά δευτερόλεπτα, τα οποία ωστόσο οι ειδικοί πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να σώσουν ζωές αν τα συστήματα ήταν πιο αξιόπιστα. Για παράδειγμα τα πειραματικά συστήματα «έπιασαν» 10-15 δευτερόλεπτα νωρίτερα τον σεισμό των 7,1 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ που έπληξε την περασμένη εβδομάδα την Πόλη του Μεξικού. Αυτό όμως δεν είχε ιδιαίτερη αξία, εφόσον, παρά το γεγονός ότι μπορούν να ανιχνεύουν ότι θα γίνει σεισμός, προς το παρόν δεν είναι σε θέση να προσδιορίσουν το μέγεθός του.
Σε μια προσπάθεια να βελτιώσουν αυτό το κενό επιστήμονες από το Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνιας (Caltech) στις ΗΠΑ εξέτασαν τις καταγραφές των σεισμογράφων σε παλαιότερους πολύ μεγάλους σεισμούς με στόχο να βρουν ενδείξεις οι οποίες θα μπορούσαν να σχετίζονται με το μέγεθός τους. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν κατέστη δυνατόν – οι επιστήμονες δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν ούτε ένα στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να διαφοροποιεί τους μεγάλους σεισμούς από τους μικρούς. «Δυστυχώς τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι οι προσδοκίες μας δεν ήταν ρεαλιστικές» δήλωσε στο περιοδικό «New Scientist» ο Μεν-Αντριν Μάιερ, πρώτος συγγραφέας της σχετικής μελέτης η οποία δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Science».
Παντού το ίδιο μοτίβο
Οπως περιγράφουν στο άρθρο τους, οι επιστήμονες από το Caltech εξέτασαν περισσότερους από 100 μεγάλους σεισμούς, μεγέθους των 7 Ρίχτερ και πάνω, που έχουν σημειωθεί στο παρελθόν σε όλον τον πλανήτη. Διαπίστωσαν ότι σε όλες τις περιπτώσεις η δόνηση ακολουθεί σε γενικές γραμμές ένα παρόμοιο γραμμικό μοτίβο, το οποίο είναι το ίδιο και στους μικρούς σεισμούς: ο σεισμός ξεκινάει, η δόνηση αρχίζει να γίνεται πιο ισχυρή, φθάνει σε ένα ανώτατο όριο και μετά αρχίζει να μειώνεται. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι κάποιος δεν μπορεί να ξέρει πότε ο σεισμός φθάνει στο μέγιστο μέγεθός του παρά μόνο όταν οι δονήσεις αρχίσουν να γίνονται πιο ασθενείς (ουσιαστικά δηλαδή όταν έχει σχεδόν τελειώσει).
Αν και η έρευνα δεν έφερε τα αποτελέσματα που περίμεναν οι ερευνητές, η δουλειά τους είναι παραπάνω από χρήσιμη. «Θεωρώ ότι πρόκειται για μια πάρα πολύ σημαντική μελέτη» δήλωσε στο περιοδικό «Popular Science» ο Κρίστοφερ Σολτς, γεωφυσικός στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια των ΗΠΑ ο οποίος δεν συμμετείχε στη συγκεκριμένη εργασία. Στόχος των επιστημόνων του Caltech είναι να μελετήσουν τώρα και άλλες ενδείξεις, πέρα από αυτές των σεισμογράφων, με την ελπίδα να μπορέσουν να ανιχνεύσουν κάποιες διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις μεγάλες και στις μικρές σεισμικές δονήσεις.