Τα βλέμματα των ευρωπαϊκών πρωτευουσών, ανάμεσα στις οποίες φυσικά και η Αθήνα, είναι σήμερα ευθέως στραμμένα στο Βερολίνο. Το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών, και ιδιαίτερα η συγκρότηση του νέου συνασπισμού που θα κυβερνήσει την ισχυρότερη χώρα της Ευρώπης θα μπορούσαν να έχουν καταλυτικές επιπτώσεις για την πορεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά και για τις σχέσεις της με τους γείτονές της. «Το Βήμα» βρέθηκε τις τελευταίες ημέρες στη γερμανική πρωτεύουσα, προσκεκλημένο μαζί με επιλεγμένα μέσα ενημέρωσης από όλον τον κόσμο από το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών και την Ευρωπαϊκή Ακαδημία του Βερολίνου (ΕΑΒ), για να καλύψει τις εκλογές μιλώντας με στελέχη όλων των κομμάτων και αναλυτές. Το συμπέρασμα ήταν ότι κάτω από την επιφανειακή σταθερότητα, κατά πολλούς ακινησία, υφίστανται υπόγεια ρεύματα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν εκτενώς τη γερμανική πολιτική σκηνή τα επόμενα χρόνια.
Στην πρώτη θέση
Η μόνη βεβαιότητα που υπήρχε μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές ήταν ότι η Ανγκελα Μέρκελ και η Ενωση του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) με τους συντηρητικούς Χριστιανοκοινωνιστές (CSU) της Βαυαρίας θα καταλάβουν την πρώτη θέση, έστω και με μειωμένα ποσοστά σε σχέση με την προηγούμενη αναμέτρηση του 2013. Από εκεί και πέρα όμως τα σενάρια, οι προβλέψεις και οι αναλύσεις «δίνουν και παίρνουν», καθώς η επόμενη Μπούντεσταγκ αναμένεται να είναι εξακομματική.
Η δεύτερη σταθερά της εξίσωσης είναι ότι το SPD, το άλλοτε κραταιό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα που ακόμη βιώνει τις συνέπειες των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, γνωστές ως «Ατζέντα 2010», που εφάρμοσε η ερυθροπράσινη κυβέρνηση του Γκέρχαρντ Σρέντερ και του επικεφαλής των Πρασίνων Γιόσκα Φίσερ, θα βρίσκεται στη δεύτερη θέση. Το ερώτημα είναι αν θα υποχωρήσει κάτω από το 25,7%, ποσοστό που έλαβε στις εκλογές του 2013, με τις περισσότερες δημοσκοπήσεις να του δίνουν 20%-23%. Ακόμη κρισιμότερο όμως είναι αν ο υποψήφιος για την καγκελαρία και πρόεδρος του κόμματος Μάρτιν Σουλτς θα επιλέξει να επανασυμμετάσχει σε μια κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού με το CDU/CSU.
Η μάχη για την τρίτη θέση
Η μεγάλη μάχη δίνεται για την τρίτη θέση, την οποία διεκδικούν τρία κόμματα. Πρόκειται για τους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP), το κόμμα με το οποίο δοξάστηκε ένας από τους ιστορικότερους γερμανούς πολιτικούς, ο Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ, το αριστερό Die Linke και βέβαια η ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD). Το κόμμα αυτό, αν και απομονωμένο από τα υπόλοιπα κόμματα, έχει σε σημαντικό βαθμό επηρεάσει την προεκλογική ατζέντα. Πολλοί χαρακτηρίζουν την κατάληψη της τρίτης θέσης από το AfD ως εφιάλτη, καθώς για πρώτη φορά εδώ και σχεδόν 70 χρόνια (δηλαδή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) ένα ακροδεξιό κόμμα θα εισέλθει στο ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο.
Οι μετεκλογικές επιλογές για την Ανγκελα Μέρκελ δεν είναι πολλές. Βασικά –και με δεδομένο ότι δεν θα υπάρξει κάποια σοβαρή έκπληξη της τελευταίας στιγμής, όπως π.χ. μια… εκτόξευση του ποσοστού του FDP –η επί μια 12ετία καγκελάριος έχει δύο επιλογές. Η πρώτη (στην οποία μάλιστα το γνωστό Eurasia Group δίνει πιθανότητες 60%) είναι μια επανάληψη του μεγάλου συνασπισμού με το SPD. Η δεύτερη είναι η συμμαχία με το FDP και τους Πρασίνους, γνωστή πλέον με την κωδική ονομασία «Τζαμάικα». Πάντως, σύμφωνα με αναλυτές, δύσκολα θα υπάρξουν εξελίξεις στον σχηματισμό κυβέρνησης πριν και από τις τοπικές εκλογές στην Κάτω Σαξονία στις 15 Οκτωβρίου.
Οι όροι του Σουλτς
Ενας μεγάλος συνασπισμός θα διασφάλιζε μια άνετη πλειοψηφία στην Ανγκελα Μέρκελ. Οι εκτιμήσεις στο επιτελείο των Χριστιανοδημοκρατών, σύμφωνα με αξιωματούχο του κόμματος που ήθελε να διατηρήσει την ανωνυμία του, είναι ότι το CDU θα κινηθεί περί το 36%. Εξέφρασε πάντως τον προβληματισμό του διότι η βεβαιότητα της κατάληψης της πρώτης θέσης από την κυρία Μέρκελ ίσως οδηγήσει σε μια πιο χαλαρή ψήφο και την κατεύθυνση ψήφων προς το FDP. Από την πλευρά του, ο Μάρτιν Σουλτς, που εμφανίζεται αρκετά αποδυναμωμένος, έθεσε πρόσφατα τέσσερις όρους για συμμετοχή σε μεγάλο συνασπισμό: α) ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση, β) ισότητα και δικαιοσύνη στους μισθούς, γ) όχι αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης πέραν του 67ου έτους και δ) προστασία των γερμανικών και ευρωπαϊκών αξιών σε μία σταθερή ΕΕ. Η ηγεσία του SPD δεν μοιάζει να διάκειται αρνητικά σε έναν μεγάλο συνασπισμό. Κάτι τέτοιο θα διασφάλιζε την πρόσβαση στην εξουσία. Ωστόσο, νεότερα στελέχη όπως ο υποψήφιος για το Μπούντεσταγκ στο Βερολίνο, ο Τιμ Ρένερ, θεωρούν ότι ίσως η θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης να μην είναι και τόσο άσχημη. Μόνο έτσι θεωρεί ότι οι Σοσιαλδημοκράτες «μπορούν να βρουν ένα αφήγημα και να ενσταλάξουν λίγο συναίσθημα στον πολιτικό διάλογο, στέλνοντας ένα πιο καθαρό σήμα σχετικά με το ποιοι είναι».
Οι προσδοκίες Λίντνερ
Ο επικεφαλής του FDP Κρίστιαν Λίντνερ, επικοινωνιακός και φωτογενής, θεωρεί ότι το κόμμα του, που το 2013 υπέστη το σοκ να πέσει κάτω από το όριο του 5% για είσοδο στο Μπούντεσταγκ, μπορεί να ανέλθει στην τρίτη θέση και να διεκδικήσει ακόμη και το χαρτοφυλάκιο του υπουργού Οικονομικών από τον 75χρονο και πολύπειρο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Η συνδρομή του κ. Λίντνερ δεν θα είναι επαρκής για την κυρία Μέρκελ, που θα επιθυμούσε και τη συμμετοχή των Πρασίνων. Το κόμμα αυτό όμως παραμένει διχασμένο μεταξύ των «Fundis» και των «Realos», δηλαδή των ορθοδόξων που θέλουν να μείνουν πιστοί σε αρχές όπως η προστασία του περιβάλλοντος, και των ρεαλιστών που δεν θέλουν να χάσουν την ευκαιρία που τους έδωσε η Ανγκελα Μέρκελ να συγκυβερνήσουν το 2013 αλλά εκείνοι την αρνήθηκαν. Εχει η Μέρκελ προτίμηση; «Δεν νομίζω» παρατηρεί ο Αντρέας Ρίνκε, ανταποκριτής του πρακτορείου Reuters στο Βερολίνο. «Ολα τα μικρά κόμματα, με την εξαίρεση του AfD, παραμένουν φιλοευρωπαϊκά. Απλά, με έναν συνασπισμό τύπου Τζαμάικα, οι ισορροπίες ίσως είναι δυσκολότερες, λόγω των διαφωνιών του CSU και του FDP με τους Πρασίνους». Αλλωστε, η κυρία Μέρκελ θα μπορεί και πάλι να προβάλλει την εικόνα της σταθερής ηγέτιδος. Στο ενδεχόμενο ενός μεγάλου συνασπισμού, η ανησυχία είναι ότι θα αφεθεί χώρος δράσης στα άκρα του πολιτικού φάσματος.
Πιέσεις από τη Νεολαία για πιο συντηρητικές θέσεις Υποδόρια παρατηρούνται πάντως ορισμένες πολύ ενδιαφέρουσες τάσεις. Στον συντηρητικό χώρο, είναι ξεκάθαρο ότι το CDU θα δεχθεί μετεκλογικά την πίεση του CSU για σκλήρυνση της πολιτικής του στο Προσφυγικό μετά την ανακωχή λόγω ομοσπονδιακών εκλογών. Ο επικεφαλής του, ο Χορστ Ζέεχοφερ, έχει μπροστά του τοπικές εκλογές στη Βαυαρία το 2018 και δεν θέλει να διακινδυνεύσει την απόλυτη πλειοψηφία. Παράλληλα, ενημερωμένες πηγές σημείωναν στο «Βήμα» ότι ακόμη και στο εσωτερικό του CDU υπάρχουν φωνές, προερχόμενες από τη Νεολαία του κόμματος, για πιο συντηρητικές θέσεις λόγω και της ανόδου του AfD. Σε αυτό το πλαίσιο, ίσως να είναι δύσκολο για την κυρία Μέρκελ να θυσιάσει τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε που παραμένει εξαιρετικά δημοφιλής και συγκρατεί τη δεξιότερη πτέρυγα του CDU.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πολιτικό σκηνικό στη Γερμανία αλλάζει με τα δύο μεγάλα κόμματα να συγκεντρώνουν πλέον συνολικά περί το 60% των ψήφων, όταν τη δεκαετία του 1970 συγκέντρωναν περί το 90%. Σύμφωνα με έρευνα του ιδρύματος Bertelsmann, το 80% των ψηφοφόρων αυτοτοποθετούνται στο Κέντρο σε αντίθεση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που είναι 66%. Κατά ορισμένους, όπως ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν Αντρέας Μπουστς, αυτή η υπερσυγκέντρωση στο Κέντρο χαλαρώνει επικίνδυνα την πολιτική αντιπαράθεση και αφήνει περιθώριο ανάπτυξης σε κόμματα που κινούνται στα άκρα, όπως το AfD. Το παράδειγμα της Αυστρίας, όπου η Κεντροδεξιά και η Κεντροαριστερά συγκατοικούσαν στην εξουσία για πολλά χρόνια, με αποτέλεσμα να εμφανιστεί το Κόμμα της Ελευθερίας που παρ’ ολίγον να κερδίσει πέρυσι την προεδρία της χώρας, θα έπρεπε να λειτουργεί προειδοποιητικά για το CDU και το SPD.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ