Για μια χώρα όπως η Ελλάδα, που βρίσκεται διαρκώς σε πολιτική υπερδιέγερση, οι εκλογές στη Γερμανία προσφέρουν ένα χρήσιμο αντιπαράδειγμα: πώς λειτουργεί η πολιτική σε μια θεσμικώς ώριμη δημοκρατία, στην οποία κυριαρχεί η άρρητη συναίνεση στα θεμελιώδη, όπου η πολιτική διαμάχη είναι πολιτισμένη, διαλογική και εκλογικευμένη.
Η μεταπολεμική Γερμανία βασίστηκε σε συναίνεση γύρω από κεντρώες πολιτικές (π.χ. η έννοια της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς») και ένα αίσθημα ηθικής ενοχής για το ναζιστικό παρελθόν που λειτούργησε προωθητικά και υπεύθυνα για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Σε μια χώρα στην οποία το 80% ορίζει τον εαυτό του ως «κεντρώο», δεν είναι περίεργο που η Γερμανία ως brand ταυτίζεται με τη σταθερότητα και τον πραγματισμό.
Η πολιτική όμως δεν είναι άσκηση βελτιστοποίησης, ούτε καλών τρόπων – εμπεριέχει τη σύγκρουση. Μπορεί τα παραδοσιακά κόμματα να συμφωνούν με την απόφαση της καγκελαρίου Μέρκελ να υποδεχθεί η χώρα ένα εκατομμύριο πρόσφυγες το 2015, αλλά ένα μέρος του γερμανικού λαού την απορρίπτει ηχηρά, ενώ ένα άλλο την αντιμετωπίζει βουβά με δυσπιστία. Μια τόσο σημαντική απόφαση έδωσε τεράστια ώθηση στο νεότευκτο ακροδεξιό κόμμα (το AfD), ώστε να αξιώνει βάσιμα να είναι το τρίτο κόμμα στη Βουλή! Αν μάλιστα επαναληφθεί το σενάριο του μεγάλου συνασπισμού, το AfD θα καταστεί η αξιωματική αντιπολίτευση, απολαμβάνοντας θεσμικά προνόμια, όπως η προεδρία της Επιτροπής Προϋπολογισμού, κ.λπ. Στη Βουλή του Πολλάκη και του Καμμένου αυτό δεν είναι είδηση, στην Μπούντεσταγκ όμως είναι.
Δεν πρόκειται μόνο για το γεγονός ότι κλονίζεται η παραδοσιακή πολιτική συναίνεση. Ο τρόπος που κλονίζεται είναι αξιοσημείωτος. Για πρώτη φορά μεταπολεμικά ο πολιτικός λόγος γίνεται επικίνδυνα τοξικός, απηχώντας (και εντείνοντας) αντίστοιχα αρνητικά συναισθήματα μέρους της κοινής γνώμης. Η κυρία Βέιντελ, συμπρόεδρος του AfD, δήλωσε ότι «η Γερμανία έχει γίνει παράδεισος για εγκληματίες και τρομοκράτες από όλον τον κόσμο». Ο έτερος συμπρόεδρος, κ. Γκάουλαντ, ζήτησε από τους Γερμανούς να είναι «περήφανοι για τα επιτεύγματα των στρατιωτών τους στους δύο παγκοσμίους πολέμους»! Τέτοιας κοπής πολιτικοί θα καταλάβουν περίπου 80 έδρανα στη μετεκλογική Μπούντεσταγκ! Οπως αντίστοιχα και στην Ολλανδία, ήδη ο άξονας της συζήτησης για την ενσωμάτωση των προσφύγων έχει μετατοπισθεί προς τα δεξιά, ενώ ενισχύεται συμβολικά η ευρύτερη οικογένεια εννοιών στην οποία νοηματικά εντάσσεται το «Προσφυγικό» – «εφαρμογή των κανόνων», καχυποψία στον «άλλο», δυσπιστία σε υπερεθνικούς οργανισμούς, εθνική αναδίπλωση.
Η Γερμανία θα βρεθεί για πρώτη φορά ξεκάθαρα αντιμέτωπη με το πολιτικό παράδοξο κάθε ισχυρής χώρας σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης: βραχυχρόνια, ο λαός θέλει ευημερία και ησυχία, αλλά, για να τα διασφαλίσει αυτά μακροχρόνια, πρέπει να είναι διατεθειμένος να τα διακινδυνεύει! Τι λένε οι αφίσες των Χριστιανοδημοκρατών; «Για μια Γερμανία στην οποία να ζούμε καλά κι ευτυχισμένοι». Δεν είναι άσχημη ιδέα, μόνο που, όπως και στην προσωπική ζωή, η ευημερία μιας πολιτικής κοινότητας εξαρτάται από την ικανότητά της να αλλάζει – να προσαρμόζεται, να αναθεωρεί, να διακινδυνεύει.
Η Γερμανία λ.χ. χρειάζεται νέο εργατικό δυναμικό – είναι η πιο γερασμένη χώρα της Ευρώπης. Η ενσωμάτωση των προσφύγων συνιστά, συν τοις άλλοις, οικονομική αναγκαιότητα. Η ενσωμάτωση όμως δημιουργεί προβλήματα σύγκρουσης συνηθειών, αντιλήψεων και πολιτιστικών προτύπων, τα οποία απαιτούν σύνθετη διαχείριση. Επίσης: η Γερμανία είναι, εκ των πραγμάτων, η ηγέτιδα δύναμη της Ευρώπης. Για να διαπεραιώσει τον ηγετικό της ρόλο επιτυχώς, για να αποκτήσει δηλαδή την «ήπια δύναμη» που αποφέρει ηθική νομιμοποίηση και οικειοθελή αποδοχή, χρειάζεται ένα πνεύμα φωτισμένης μεγαλοσύνης, το οποίο προέρχεται από ένα ευρύτερο συνεγερτικό όραμα που οφείλει να διαθέτει η πολιτική ελίτ.
Η γερμανική σταθερότητα, όμως, δεν οικοδομήθηκε τόσο με «οράματα» όσο με προσήλωση σε κανόνες, σκληρή δουλειά, πραγματισμό, και ενοχές. Στην τέταρτη θητεία της ως καγκελαρίου η κυρία Μέρκελ θα κληθεί να πολιτευθεί με οραματική εξωστρέφεια και αυτοπεποίθηση σε μια χώρα που γίνεται όλο και πιο εσωστρεφής. Το πιθανότερο είναι ότι θα βαδίσει την πεπατημένη με τον κλασικά γερμανικό τρόπο: εφαρμογή των κανόνων, βαθμιαίες αλλαγές, διασφάλιση της σταθερότητας. Η Μέρκελ που θα δούμε δεν θα διαφέρει πολύ από τη Μέρκελ που ξέρουμε!
Η αξιοθαύμαστα υπεύθυνη, όσο και απρόβλεπτη, μαζική αποδοχή προσφύγων ήταν η εξαίρεση. Εχοντας τακτοποιήσει τη συνείδηση της γερμανικής ψυχής και εξιλεωθεί στους υπόλοιπους Ευρωπαίους για την ανηλεή λιτότητα που επέβαλε στους «προβληματικούς» της ευρωζώνης, η κυρία Μέρκελ θα επιστρέψει στη συνήθη προτεσταντική διαχείριση. Θα προσχωρήσει τη δημοσιονομική ένωση της ευρωζώνης αλλά αργά, προσεκτικά, και με βάση τους φετιχοποιημένους «κανόνες». Το ελληνικό χρέος δεν θα το αντιμετωπίσει ρηξικέλευθα –θεωρεί ότι η αλληλεγγύη ήδη έχει φτάσει στα όριά της. Με τον Μακρόν θα συμφωνήσει σε βαθύτερη ευρωπαϊκή ενοποίηση, αφού όμως δει πρώτα τα έργα του στη γαλλική οικονομία.
Είναι απαιτητικό να είσαι ισχυρός και πλούσιος: χρειάζεται σύνεση και τόλμη μαζί. Η ηγεσία κοστίζει. Στη νέα Γερμανική Βουλή, με μια ξενοφοβική και ευρωσκεπτικιστική Ακροδεξιά να κάνει διαρκώς θόρυβο, το κόστος θα είναι ακόμη υψηλότερο. Οι απαιτήσεις από τη νέα κυβέρνηση συνασπισμού θα είναι μεγάλες σε όλα τα μέτωπα –από την τρομοκρατία ως την κρίση στην ευρωζώνη, τις σχέσεις με τη Ρωσία και την κοινωνική συνοχή. Το σταθερό χέρι της κυρίας Μέρκελ στο τιμόνι παρέχει ασφάλεια, αλλά δεν αρκεί. Θα χρειαστεί και τολμηρή οδήγηση, με την αντίστοιχη πολιτική δεξιοτεχνία που απαιτείται. Στην εποχή του απρόβλεπτου Τραμπ και των κλόουν του Brexit, μακάρι η κυρία Μέρκελ να έχει την τόλμη του Βίλι Μπραντ, τη στιβαρότητα του Χέλμουτ Σμιτ και την έμπνευση του Χέλμουτ Κολ! Η καλή της τύχη θα είναι η καλή τύχη όλων των υπόλοιπων Ευρωπαίων.
Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick (www.htsoukas.com).
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ