Είμαι σίγουρος ότι θα αναρωτιέστε για την επιλογή του τίτλου. Τι σχέση μπορεί να έχει η Τοσκάνη με τα ελληνικά δρώμενα; Η σύντομη απάντηση είναι ότι στη χώρα μας δεν χρειάζεται να ανακαλύπτουμε την πυρίτιδα συνεχώς.
Και αναφέρομαι φυσικά στην εκμετάλλευση του πλούτου της αγροτικής παραγωγής και της σύνδεσής της με τον τουρισμό. Αν τα δούμε αυτά τα δύο ως ένα ενιαίο προϊόν προώθησης της χώρας, τότε μια χώρα όπως η Ελλάδα είναι βέβαιο ότι θα πρωτοπορούσε παγκοσμίως. Μπορεί να ακούγεται αυτονόητο, όμως όλοι ξέρουμε ότι δεν είναι. Τι χρειάζεται λοιπόν; Ας αντλήσουμε συμπεράσματα από την Τοσκάνη, η οποία μπορεί να βρίσκεται γεωγραφικά κοντά μας, απέχει όμως έτη φωτός σε αποτελέσματα σε σύγκριση με τη χώρα μας.
Εκεί, η κυβέρνηση είχε -εδώ και αρκετές δεκαετίες- αναγνωρίσει ότι η αγροτική παραγωγή αποτελούσε την ‘ψυχή’ της χώρας. Και για το λόγο αυτό προστάτευσε και οργάνωσε νομικά τον αγροτικό πλούτο με νέες κατευθυντήριες, οδηγίες και κανονισμούς για κάθε περιφέρεια, για κάθε δραστηριότητα, για κάθε προϊόν. Αυτό το πλαίσιο που δημιουργήθηκε από το 1985 και ύστερα, όχι μόνο έγινε σεβαστό από όλους του φορείς που συνδιαμορφώνουν την αγροτική παραγωγή και τη φυσιογνωμία κάθε τόπου, αλλά ενισχύθηκε δυναμικά με τη συμπερίληψη όλο και περισσότερων κριτηρίων και παραγόντων που ξεπερνούν τα στενά εσκαμμένα της αγροτικής παραγωγής. Στο κάδρο ανάδειξης της αγροτικής ταυτότητας ‘μπήκε’ και η μεσαιωνική φυσιογνωμία της περιοχής, τα μοναστήρια, οι πύργοι, οι φάρμες, οι αγροικίες, τα εστιατόρια, οι υπαίθριες αγορές και τα χειροποίητα προϊόντα. Το αποτέλεσμα είναι ότι μετά από 35 χρόνια μια μάλλον περιθωριοποιημένη περιοχής της Ιταλίας αποτελεί πόλο έλξης εκατομμυρίων τουριστών και συμβάλλει ουσιαστικά στην οικονομία της Ιταλίας. Την εμπειρία της Τοσκάνης μιμήθηκαν και οι υπόλοιπες περιφέρειες της χώρας, οι οποίες προσάρμοσαν τη νομοθεσία στις ιδιαιτερότητες της τοπικής αγροτικής παραγωγής και του πολιτιστικού πλούτου της κάθε περιοχής με πολλαπλασιαστικό όφελος για τη συνολική τουριστική ανάπτυξη ολόκληρης της Ιταλίας.
Αναρωτιέται λοιπόν κανείς: εμάς τι μας λείπει; Γιατί τα προϊόντα μας δεν έχουν την ίδια παγκόσμια απήχηση με τα προϊόντα της Τοσκάνης; Είναι χειρότερα τα κρασιά μας; Είναι χειρότερο τα λάδι μας; Είναι χειρότερα τα φρούτα και τα λαχανικά μας; Είναι χειρότερα τα χειροποίητα προϊόντα μας; Γιατί η χώρα μας δεν αποτελεί πόλο έλξης ποιοτικού τουρισμού που θα έρθει να ζήσει εμπειρία ανάλογη με αυτή της Τοσκάνης; Είναι πιο πλούσια η ιστορική ταυτότητα της Τοσκάνης από αυτή της Θεσσαλίας, της Ηπείρου ή της Μακεδονίας; Είναι λιγότερο ελκυστικές οι φυσικές ομορφιές ή η ποικιλότητα της φυσιογνωμίας κάθε γωνιάς της Ελλάδας; Είναι λιγότερο ελκυστικός ο θησαυρός της εκκλησιαστικής κληρονομιάς σε κάθε γωνιά της Ελλάδας; Ασφαλώς και όχι. Το γεγονός ότι η Τοσκάνη έχει εξελιχθεί σε μια καταξιωμένη δύναμη στον αγροτουρισμό και αποφασιστικό παράγοντα κίνησης της ιταλικής οικονομίας δεν οφείλεται στην ανωτερότητα των προϊόντων της.
Αυτό που διαφοροποιεί το παράδειγμα της Τοσκάνης από αυτό των περισσοτέρων περιφερειών της Ελλάδας είναι το ζήτημα της συνολικής αποτύπωσης του δυναμισμού τους. Είναι η έλλειψη συγκροτημένης και μακρόπνοης στρατηγικής, για τον αγροτουρισμό μας, τον εκκλησιαστικό τουρισμό μας και συνολικά του ποιοτικού τουρισμού της χώρας μας. Μιας προσέγγισης η οποία δεν αντιμετωπίζει κάθε ένα από τα προϊόντα ως αντικείμενο που τυγχάνει διαφορετικής εκμετάλλευσης, αλλά μιας αντίληψης η οποία συνενώνει τόσο σε επίπεδο σχεδιασμού αλλά και σε επίπεδο επικοινωνίας το σύνολο των προϊόντων, του φυσικού τοπίου και της ιστορίας τους ως ενός συνολικού τουριστικού προϊόντος.
Αυτό οφείλει να μας προβληματίσει. Πέρα ωστόσο από αυτό οφείλει να μας δώσει το έναυσμα να ξεκινήσουμε επιτέλους μια δυναμική, συνολική και αποτελεσματική διαχείριση του ελληνικού τουριστικού προϊόντος με τρόπο που να αναδεικνύει τις ιδιαιτερότητες κάθε τόπου αλλά και να ενισχύει το συνολικό μπραντ του τουρισμού και της αγροτικής παραγωγής της χώρας μας.
Θα κάνω μια πρόταση που μπορεί να φαντάζει απλοϊκή. Ας βάλουμε ως στόχο ότι τα πενήντα (50.000.000) εκατομμύρια των τουριστών που θα κατακλύσουν τη χώρα μας τα επόμενα χρόνια πρέπει να παραγγείλουν σε μια τοπική ταβέρνα που θα επισκεφτούν τουλάχιστον μια απλή ελληνική χωριάτικη σαλάτα φτιαγμένη από την τοπική παραγωγή του χώρου που επισκέπτονται. Απλό, θα πείτε. Όχι θα σας πω. Για να γίνει αυτό θα πρέπει να καταστήσουμε το συγκεκριμένο πιάτο ως ‘ελληνικό’ με πατέντα και με την κατάλληλη επικοινωνιακή καμπάνια διεθνώς. Οι τουρίστες που επισκέπτονται τη χώρα μας, να αναζητούν την ελληνική χωριάτικη σαλάτα, τη φέτα μας, τα κρασιά μας, τα γλυκά του κουταλιού μας και όλα τα χειροποίητα είδη που παράγονται με μεράκι στη χώρα μας. Να αναζητούν να επισκεφτούν τις εκκλησιές μας και τα μοναστήρια μας (Μετέωρα, Άγιο Όρος και πολλά άλλα μοναστήρια), όπως επίσης να περπατήσουν τα χιλιάδες σοκάκια της χώρας μας και να κολυμπήσουν στις χιλιάδες πανέμορφες παραλίες μας.
Πρέπει λοιπόν να σχεδιάσουμε την παραγωγή μας με ανταγωνιστικό τρόπο ανάλογα με την προσδοκία της κατανάλωσης, ώστε να χρησιμοποιούν οι τουρίστες την τοπική παραγωγή και έτσι, οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις να μην καταφεύγουν σε εισαγωγή προϊόντων, πολλές φορές δε, χαμηλής ποιότητας. Θα πρέπει να συνεννοηθούμε όλοι μας και μαζί με τους φορείς να συναποφασίσουμε σε τοπικό, περιφερειακό και κεντρικό πολιτικό επίπεδο ότι θα στηρίξουμε με συνέπεια και συνέχεια και με την ίδια έμφαση όλους αυτούς τους στόχους και όχι με εξαιρέσεις και ιδιοτέλειες.
Η Ελλάδα και οι Έλληνες πρέπει να ενωθούμε, πρέπει να γίνουμε μια γροθιά, εάν θέλουμε να δούμε άσπρη μέρα σε αυτή την πατρίδα. Και πρέπει να το κάνουμε αυτό με όλα τα προϊόντα μας και σε όλα τα επίπεδα των παρεχόμενων υπηρεσιών αυτής της χώρας. Ενωμένοι να προχωρήσουμε στην ανάπτυξη.
Τροφή για σκέψη.