Οι σημερινές γερμανικές εκλογές προκαλούν δικαιολογημένα πανευρωπαϊκό ενδιαφέρον. Και τούτο διότι η στρεβλή αρχιτεκτονική της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπου τον πρώτο λόγο εξακολουθούν να έχουν οι εθνικές κυβερνήσεις και όχι τα κατά κυριολεξία ενωσιακά όργανα (Ευρωκοινοβούλιο και Επιτροπή), καταλήγει στην υπέρμετρη ενίσχυση του «ειδικού βάρους» του πληθυσμιακά και οικονομικά μεγαλύτερου κράτους, δηλ. της Γερμανίας. Συνεπώς η έκβαση των εκλογών για τη γερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή και η σύνθεση της κυβέρνησης που θα προκύψει μέσα από αυτές θα επηρεάσουν καθοριστικά τις εξελίξεις και στα άλλα κράτη-μέλη της Ενωσης και ειδικότερα –ακόμη περισσότερο –της ευρωζώνης.
Τα προγνωστικά όμως, όπως αυτά προκύπτουν από το σύνολο των σχετικών δημοσκοπήσεων, δεν είναι ευοίωνα για την ευρωπαϊκή υπόθεση. Φαίνεται ότι θα υπάρξει σημαντική ενίσχυση τόσο της Ακροδεξιάς (Εναλλακτική για τη Γερμανία AfD) όσο και των Φιλελευθέρων (FDP), με αποτέλεσμα αμφότερα τα κόμματα αυτά να ξεπεράσουν το όριο του 5% του συνόλου των ψήφων και να εισέλθουν στην ομοσπονδιακή Βουλή, η οποία από τετρακομματική σήμερα (Ενωση Χριστιανοδημοκρατών / Χριστιανοκοινωνιστών, Σοσιαλδημοκράτες, Αριστερά και Πράσινοι) θα γίνει εξακομματική. Ειδικά μάλιστα οι Φιλελεύθεροι έχουν αρκετές πιθανότητες να εισέλθουν και στη νέα γερμανική κυβέρνηση.
Η Εναλλακτική για τη Γερμανία υποστηρίζει σαφώς αντιευρωπαϊκές / εθνικιστικές θέσεις, με ισχυρή δόση ξενοφοβίας. Ομως και οι Φιλελεύθεροι, αν και παραδοσιακά παρουσιάζονταν ως κεντρώο κόμμα, τοποθετημένο στον χώρο μεταξύ της Κεντροδεξιάς (Χριστιανοδημοκράτες / Χριστιανοκοινωνιστές) και της Κεντροαριστεράς (Σοσιαλδημοκράτες), τα τελευταία ιδίως χρόνια έχουν διολισθήσει προς τα δεξιά και από ορισμένη οπτική γωνία φαίνονται πια να βρίσκονται δεξιότερα από τους Χριστιανοδημοκράτες. Τούτο ισχύει ιδιαίτερα για ζητήματα όπως το Μεταναστευτικό, όπου υποστηρίζουν μια αυστηρότερη πολιτική και άρα ουσιαστικά λιγότερη αλληλεγγύη προς τις χώρες του ευρωμεσογειακού Νότου, όσο όμως και για την οικονομία. Εκεί η «κόκκινη γραμμή» τους είναι η άρνησή τους να αποδεχθούν έναν κοινό προϋπολογισμό της ευρωζώνης με κάποιας μορφής δημοσιονομικές μεταβιβάσεις από τα οικονομικά ισχυρότερα προς τα ασθενέστερα κράτη-μέλη, όπως αντιθέτως επιδιώκει ο νέος πρόεδρος της Γαλλίας.
Ειδικά ως προς την Ελλάδα, κοινή γραμμή AfD και FDP είναι ότι η χώρα μας πρέπει να εξοβελιστεί με κάποιον τρόπο από την ευρωζώνη και μόνο υπό την προϋπόθεση αυτή θα ήταν διατεθειμένοι να συζητήσουν για περαιτέρω ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Τούτο συνοδεύεται με ισχυρές δόσεις παραπληροφόρησης και αρνητικών στερεοτύπων ως προς τους Ελληνες και θα κατέληγε επί της ουσίας σε μια μεταχείριση ακόμη πιο τιμωρητική από ό,τι μας επιφύλαξαν οι ως σήμερα γερμανικές κυβερνήσεις. Αρα το περισσότερο που θα μπορούσαμε ρεαλιστικά να αναμένουμε από το επικείμενο εκλογικό αποτέλεσμα θα ήταν μάλλον το να μην αλλάξουν σε βάρος μας τα θεμελιώδη δεδομένα και όχι το να βελτιωθούν αυτά.
Ανεξάρτητα πάντως από την έκβαση των σημερινών εκλογών, υπάρχουν δύο σταθερές παράμετροι του γερμανικού πολιτικού συστήματος που πρέπει να επισημανθούν. Η πρώτη είναι ότι οι γερμανικές κυβερνήσεις είναι κυβερνήσεις συνασπισμού και η δεύτερη ότι σχηματίζονται ύστερα από διαπραγμάτευση ουσίας σχετικά με τις ακολουθητέες πολιτικές και όχι μόνο παζάρι για τα υπουργικά χαρτοφυλάκια. Η απόφαση για τη συγκρότηση του κυβερνητικού συνασπισμού λαμβάνεται κάθε φορά έπειτα από συζήτηση και ψηφοφορία στα αρμόδια σύμφωνα με το καταστατικό συλλογικά όργανα καθενός από τα εμπλεκόμενα κόμματα και όχι αυθαίρετα από τους αρχηγούς τους. Ισως αυτά θα μπορούσαν να μας δώσουν τροφή για σκέψη και εδώ στην Ελλάδα.
Ο κ. Κώστας Χ. Χρυσόγονος είναι καθηγητής Νομικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ