Ο Ευάγγελος Βενιζέλος υποστηρίζει, ορθώς, ότι η συζήτηση για την Κεντροαριστερά εστιάζει σε θέματα οργανωτικού και διαδικαστικού χαρακτήρα. Κανείς δεν γνωρίζει αν ο νέος επικεφαλής θα είναι ηγέτης ενός νέου ή ενός παλαιού κόμματος, ενός ενιαίου πολυτασικού ή ενός ομόσπονδου πολυκομματικού φορέα, του παλαιού «νέο ΠαΣοΚ της νέας αλλαγής» ή κάτι εντελώς διαφορετικού. Παρά αυτές τις απουσίες, υπήρξε μεγάλη ζήτηση για τη θέση του επικεφαλής της δημοκρατικής και προοδευτικής παράταξης. Δέκα υποψήφιοι.
Εξέλιξη που σίγουρα μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο, αν η προεκλογική εκστρατεία των δέκα υποψηφίων στηριχτεί σε μια προγραμματική συζήτηση. Βεβαίως, το ότι ο χώρος ξεκινά από την εκλογή ηγεσίας, προτού διευκρινιστούν ο χαρακτήρας και η ιδεολογική του συγκρότηση, θυμίζει εκείνον που σπεύδει να αγοράζει έπιπλα προτού ακόμη αποφασίσει σε ποιο σπίτι θα μείνει. Αν θα αγοράσει ένα καινούργιο ή αν θα πάει να μείνει σε ένα παλαιότερο, αν θα είναι μεγάλο ή μικρό, ούτε καν σε ποια περιοχή θα βρίσκεται. Θα είναι στο κέντρο ή στα περίχωρα;
Αλλά, για να μη μεμψιμοιρώ, σπεύδω να τονίσω πως έστω και έτσι, οι εξελίξεις για μια πραγματικά νέα ελληνική πολυτασική Κεντροαριστερά έχουν δρομολογηθεί. Και αυτό είναι θετικό και πρέπει να πιστωθεί στην πρόεδρο του ΠαΣοΚ κυρία Φώφη Γεννηματά, που ξεκίνησε τη διαδικασία εκλογής επικεφαλής. Δεν φτάνει όμως μόνο αυτό για να αισθανθούν την απειλητική ανάσα αυτού του χώρου ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ. Χρειάζεται και ένας αρχηγός, ένα πρόγραμμα, μια ιδεολογία, μια ταξική και κοινωνική τοποθέτηση που να μπορούν να παίξουν τον ρόλο του αντι-Τσίπρα και του αντι-Μητσοτάκη.
Οι δέκα υποψήφιοι όμως διεκδικούν τρεις ρόλους. Ο πρώτος ρόλος είναι αυτός της στασιμότητας. Ο ρόλος που εγγυάται τη διατήρηση των σημερινών ποσοστών της ΔΗΣΥ εγγυάται ενδεχομένως την επανεκλογή της πλειοψηφίας των σημερινών βουλευτών της, αλλά δεν πείθει ότι μπορεί να κάνει κάτι περισσότερο. Οι υποψήφιοι της στασιμότητας σηκώνουν τη σημαία του παρελθόντος και μάλιστα του παλαιότερου παρελθόντος –σημαία που πάει να τους την κλέψει ο κ. Τσίπρας. Οι υποψήφιοι της στασιμότητας υπερασπίζονται το χθες, χωρίς να πείθουν ότι έχουν πρόταση για το αύριο. Εγκλωβίζονται σε μια αντιπαράθεση του τύπου «ούτε με τον έναν ούτε με τον άλλον», ούτε με τους νεοφιλελεύθερους ή τους συντηρητικούς του κ. Μητσοτάκη ούτε με τους εθνολαϊκιστές του κ. Τσίπρα. Ακόμη χειρότερα, μερικοί στο μπλοκ της στασιμότητας επιδιώκουν ο χώρος να εγκαταλείψει πάγιες πολιτικές του που τον ήθελαν να έχει πάντα πρόταση για κυβερνητικούς συνασπισμούς εξουσίας και να θεωρεί τη συμμετοχή σε κυβερνήσεις ως αμάρτημα.
Ο δεύτερος ρόλος, που διεκδικούν άλλοι υποψήφιοι, είναι αυτός της ενότητας ως καθεαυτής αξίας, αλλά για την πολιτική ταμπακιέρα ούτε κουβέντα. Μια ενότητα απολίτικη που καταφεύγει σε ρηχότητες του τύπου δεν «ισχύει πλέον η διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς». Το μόνο που μένει είναι το «Κέντρο» ή ο λεγόμενος ενδιάμεσος πόλος. Δεν κατανοούν οι υποστηρικτές αυτής της άποψης ότι έτσι αντικαθιστούν τον διπολισμό Αριστερά – Δεξιά με έναν επικίνδυνο μονισμό, αυτόν του ασπόνδυλου Κέντρου. Γιατί φυσικά είναι άλλο να υποστηρίζεις ότι μια ανανεωμένη Κεντροαριστερά χρειάζεται να εφαρμόζει κοινωνικές πολιτικές στο κέντρο των κοινωνιών, κάτι που είναι εκ των ων ουκ άνευ για την επιβίωσή της και άλλο να τη μετατρέπεις σε ένα Κέντρο, του οποίου ο ιστορικός ρόλος τελείωσε το ’74.
Μια τέτοια ενότητα που δεν είναι δεμένη με μια πολιτική αφήγηση που κινείται στις οριζόντιες αντιθέσεις του άξονα Αριστερά – Δεξιά, αλλά και στις κάθετες συγκλίσεις και αποκλίσεις της αντίθεσης εκσυγχρονισμός – παλαιικότητα, εξευρωπαϊσμός – καθυστέρηση θα ήταν μια ενότητα χωρίς πολιτικό περιεχόμενο. Καμία ενότητα όμως δεν υπάρχει χωρίς πολιτική αφήγηση και καμία παρελθοντική πολιτική αφήγηση δεν μπορεί να την εξασφαλίσει.
Και οι δύο αυτοί ρόλοι δεν αποτελούν απειλή για τον διπολισμό. Κανένας ηγέτης, ούτε από τους «στάσιμους» ούτε από τους «ενωτικούς», μπορεί να απειλήσει σοβαρά τους κ.κ. Τσίπρα και Μητσοτάκη. Αυτό μπορεί να το κάνει ο ηγέτης του τρίτου ρόλου. Είναι αυτός του υποψηφίου που μπορεί να τεθεί επικεφαλής μιας ανανέωσης χωρίς αναπαλαιώσεις. Εδώ χρειάζονται νέοι άνθρωποι με ευρωπαϊκή εμπειρία, με πολιτική σταθερότητα και αποφασιστικότητα για να κάνουν τομές ιδεολογικές, προγραμματικές και πολιτικές. Ενας νέος, όχι μόνο ηλικιακά ηγέτης, ο οποίος δεν θα αποφεύγει να συγκρούεται με τα πολλά λαϊκιστικά αιτήματα της κοινωνίας, αλλά συγχρόνως θα κατανοεί ότι δεν είναι όλα τα λαϊκά αιτήματα λαϊκισμός. Πως η τομή που διχάζει σήμερα την κοινωνία δεν είναι μόνο αυτή μεταξύ λαϊκισμού και αντιλαϊκισμού. Η κριτική σε όλους όσοι ταυτίζουν τον λαό με το «καλό» δεν σημαίνει συμφωνία με όλους όσοι τον ταυτίζουν με το «κακό».
Τέλος, για να υπάρξει αντίπαλο δέος στους Μητσοτάκη – Τσίπρα χρειάζεται να αναδειχθεί μια ηγετική ομάδα νέων ανθρώπων –όχι απαραίτητα μόνο ηλικιακά –οι όποιοι θα κατέχουν αυτό το ιδεολογικό και πολιτικό-οργανωτικό σπίρτο που θα ανάψει τη φλόγα της αντιπαράθεσης για το τι είναι και το τι πρέπει να είναι ένα σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Οπου φυσικά δεν χωρούν συριζαίικες ανοησίες του τύπου «είμαστε με την αριστερή σοσιαλδημοκρατία». Εφεύρεση κομμουνιστογενών και ριζοσπαστών 60ρηδων που ανακάλυψαν τη Σοσιαλδημοκρατία στα 59 τους. Οχι όμως και αξία για τους σημερινούς σαραντάρηδες. Αυτόν τον τρίτο ρόλο μπορεί να παίξει μόνο ο Νίκος Ανδρουλάκης με τη συνεπικουρία του Γιάννη Μανιάτη. Χρειάζονται όμως να γίνουν πολλά ακόμη.
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ