Οι κροίσοι της κρίσης

Στις αρχές Νοεμβρίου του 2016 η είσοδος γνωστής κληρονόμου στο φαντασμαγορικό fashion show διάσημης ελληνίδας σχεδιάστριας στο κέντρο της Αθήνας πραγματικά προκάλεσε αίσθηση.

Στις αρχές Νοεμβρίου του 2016 η είσοδος γνωστής κληρονόμου στο φαντασμαγορικό fashion show διάσημης ελληνίδας σχεδιάστριας στο κέντρο της Αθήνας πραγματικά προκάλεσε αίσθηση. Δεν αφίχθη ούτε με Ferrari ούτε με Bentley, ούτε έστω με μια «ταπεινή» Ροrsche· αντίθετα, κατέβηκε από ένα συνηθισμένο κίτρινο ταξί. «Εκκεντρικότητες πλουσίων» σιγοψιθύρισα αστειευόμενη στη γνωστή κοσμικογράφο που έτυχε να βρίσκεται δίπλα μου. «Δεν θα το έλεγα. Είναι ιδιαίτερα προσεκτική με την ασφάλειά της. Με το ταξί, βλέπεις, περνά απαρατήρητη, δεν προκαλεί. Νέα ήθη, νέα έθιμα».
Στην Ελλάδα υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που διαθέτουν πολλά χρήματα. Σύμφωνα με έρευνα της εταιρείας αναλύσεων Wealth-X και της ελβετικής τράπεζας UBS, το 2014 η χώρα μας αριθμούσε 565 ανθρώπους με καθαρά περιουσιακά στοιχεία άνω των 30 εκατ. ευρώ.Ωστόσο στη χώρα που ταλανίζεται από μια παρατεταμένη κρίση και όπου 6 στους 10 εργαζομένους οι οποίοι έλαβαν πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μετά το 2011 απασχολούνται με μισθό από 400 ως 800 ευρώ, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), μάλλον δεν είναι καιρός οι εύρωστοι να προβαίνουν σε μεγάλες επιδείξεις των χρημάτων τους, σε πράξεις «περίοπτης κατανάλωσης», όπως είχε βαφτίσει εν έτει 1899 ο οικονομολόγος Θορστάιν Βέμπλεν τις προκλητικές δαπάνες χάριν γοήτρου. Ετσι οι πλούσιοι Eλληνες μετά την κρίση του 2009 είναι πιο προσεκτικοί και κρατούν χαμηλούς τόνους. Ισως γιατί αυτό που προέχει πλέον είναι το θέμα της ασφάλειάς τους.
Με την απαγωγή του κρητικού επιχειρηματία Μιχάλη Λεμπιδάκη να βρίσκεται σε εξέλιξη και με νωπές ακόμη τις μνήμες από την απαγωγή του Μανώλη Καραμολέγκου, αλλά και από την απόπειρα αρπαγής του εφοπλιστή Κίκου Μαρτίνου, όλοι εμφανίζονται θορυβημένοι. Προτεραιότητά τους δεν είναι μία ακόμα ανακαίνιση της βίλας τους στη Μύκονο, αλλά η προσωπική ασφάλεια των ίδιων και των οικογενειών τους, με το ημερήσιο κόστος της πολλές φορές να ξεπερνά τα 15.000 ευρώ.
«Η αλήθεια είναι ότι μετά τα κρούσματα των μεγάλων απαγωγών τα τελευταία χρόνια έχουμε αύξηση της τάξης του 40% στα αιτήματα για 24ωρη προστασία προσώπων» αναφέρει χαρακτηριστικά στο ΒΗΜΑgazino υπεύθυνος ιδιωτικής εταιρείας φύλαξης VIPs. «Τοποθετούνται κάμερες ασφαλείας στις οικίες και στους χώρους εργασίας, με άνδρες να περιπολούν συνεχώς, ενώ αν υπάρχει αυξημένος κίνδυνος, οι μετακινήσεις γίνονται με θωρακισμένα αυτοκίνητα συνοδεία μοτοσικλετιστών, με τους οδηγούς μας να είναι άριστα καταρτισμένοι, εκπαιδευμένοι στην επιθετική και αμυντική οδήγηση, ώστε να μπορούν να αποφεύγουν ενέδρες και να διαφεύγουν αστραπιαία από αυτές».
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι οι μεγάλες επιχειρηματικές και εφοπλιστικές οικογένειες της Ελλάδας κρατούσαν πάντοτε χαμηλούς τόνους. Οι υπερβολές και οι εκδηλώσεις επίδειξης είναι φαινόμενο των τελευταίων δεκαετιών και προέρχονται κυρίως από επηρμένους nouveaux riches. Η κρίση όμως τα τελευταία χρόνια άλλαξε άρδην το τοπίο ακόμα και για αυτούς. Ετσι, σε μια χώρα όπου οι μισοί ένοικοι μιας πολυκατοικίας μαλώνουν με τους άλλους μισούς για το αν θα βάλουν ή όχι πετρέλαιο τον χειμώνα, μάλλον δύσκολα κάποιος μπορεί να κομπάσει για την τελευταία του απόδραση για σκι στο Βερμπιέ της Ελβετίαςκαι να υπερηφανεύεται επειδή ξόδεψε παραπάνω από όσο αποτιμάται ο βασικός μισθός σήμερα προκειμένου να αποκτήσει ένα μικροσκοπικό «coin purse» με τον λογότυπο LV. Ακόμη και στα lifestyle περιοδικά οι φωτογραφίσεις των κοσμικών κυριών στις επαύλεις τους έχουν εξαφανιστεί. Σχεδόν καμία πλέον δεν δέχεται να το κάνει. Κανένας δεν θέλει πια να προκαλέσει.
«Το σύνθημα «τα πεζοδρόμια της Aθήνας δεν είναι φτιαγμένα για πέδιλα Jimmy Choo» αποκτά πλέον καινούργιο νόημα» αναφέρει υπεύθυνη μπουτίκ με επώνυμα ρούχα στην Κηφισιά. «Η πτώση του τζίρου μας είναι πολύ μεγάλη. Αλλά –ξέρετε κάτι; –δεν νομίζω ότι έχουν εκλείψει οι εύρωστοι Αθηναίοι. Απλώς, πλέον φοβούνται να μπουν σε μια μπουτίκ και να βγουν κρατώντας τις τσάντες στα χέρια τους. Σαν να υπάρχει μια διάχυτη ενοχή. Γιατί γνωρίζω ότι πολλές πελάτισσές μας κυριολεκτικά αδειάζουν τα καταστήματα σε Λονδίνο και Μιλάνο αλλά για κάποιον λόγο ντρέπονται να ψωνίσουν στη χώρα τους, για να μην κακοχαρακτηριστούν. Υπάρχει και κάτι άλλο που έχω παρατηρήσει. Ενώ μέχρι το 2010 όλοι είχαν αδυναμία στα μεγάλα logos, που μαρτυρούσαν εξόφθαλμα τo brand, σήμερα μας ζητούν όλο και πιο διακριτικά κομμάτια. Αλλωστε σπάνια θα δεις στον δρόμο γυναίκες πολύ ακριβά ντυμένες στην καθημερινότητά τους».
Ακούγεται σαν ανέκδοτο, αλλά στην Ελλάδα της κρίσης ακόμα και οι πλούσιοι μεταναστεύουν, όπως αποκάλυψε η έκθεση «Millionaire Μigration». Ετσι μέσα στο 2015 από το σύνολο των 55.000 εκατομμυριούχων που κατέγραψε η έκθεση στην πατρίδα μας, το 5%, δηλαδή 3.000, έφυγε αναζητώντας «ασφαλέστερο» προορισμό, κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία και στις ΗΠΑ. Ο κύριος λόγος φυσικά ήταν η οικονομική κρίση.
«Καλό είναι να μην έχουμε αυταπάτες. Και κάποιοι πλούσιοι φτώχυναν» αναφέρει στο ΒΗΜAgazino υπεύθυνος γραφείου real estate. «Φυσικά δεν αναφέρομαι στους super rich αλλά σε πιο «χαμηλά» οικονομικά στρώματα. Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι πλέον πολλοί Ελληνες νοικιάζουν τις πολυτελείς βίλες τους σε Μύκονο και άλλους κοσμικούς προορισμούς, και μάλιστα για ολόκληρη την τουριστική σεζόν; Παλαιότερα δεν είχαν ανάγκη να το κάνουν. Τώρα πια όμως δεν μπορούν να συντηρήσουν τις βίλες με τα τζακούζι που απέκτησαν, ούτε να γεμίζουν τις πισίνες τους. Ετσι προχωρούν στην ενοικίαση χωρίς φόβο και πάθος, και μάλιστα πολλές φορές προσφέρουν συνδυαστικά πακέτα με παράλληλη ενοικίαση των θαλαμηγών τους. Πιστέψτε με, δεν πρόκειται για καθόλου ευκαταφρόνητα ποσά. Για παράδειγμα, η τιμή μίσθωσης μιας βίλας με τρία υπνοδωμάτια σε μια καλή περιοχή της Μυκόνου μπορεί να ξεκινά από τα 1.000 ευρώ ημερησίως, ενώ η τιμή μιας μεγαλύτερης,με 10-15 υπνοδωμάτια, μπορεί να φτάσει και τα 20.000 ευρώ την ημέρα».
Πέρα όμως από το «ενοχικό» αίσθημα των πλούσιων Ελλήνων, oι απανταχού προνομιούχοι φαίνεται να προσπαθούν να αποτινάξουν από πάνω τους την ταμπέλα του αναίσθητου μεγιστάνα. Σε πρόσφατο ρεπορτάζ της εφημερίδας «Τhe New York Times» με τον υπαινικτικό τίτλο «What the Rich Won’t Tell You» («Τι δεν θα σου αποκαλύψουν οι πλούσιοι») οι συνεντευξιαζόμενοι –οι οποίοι ζήτησαν σε κάθε περίπτωση να τηρηθεί η ανωνυμία τους -, αντί να κομπάζουν για τον πλούτο τους ως άλλες μικρογραφίες του Ντόναλντ Τραμπ, εμφανίστηκαν να προσπαθούν να τον κρύψουν με κάθε τρόπο. Για παράδειγμα, η Μπεατρίζ, μια νεοϋορκέζα μητέρα δύο παιδιών με ετήσιο εισόδημα 250.000 δολάρια και καταθέσεις αρκετών εκατομμυρίων δολαρίων στην τράπεζα, ξήλωνε τις ετικέτες από τα επώνυμα, πανάκριβα deux-pièces της, ώστε να μην προκαλεί την ισπανόφωνη νταντά των παιδιών. Την ίδια στιγμή άλλη μία «Upper East Side» νοικοκυρά δεν ένιωθε καθόλου καλά με το πολυτελές penthouse που απέκτησε έναντι 4 εκατ. δολαρίων. Μάλιστα ζήτησε από το ταχυδρομείο να αφαιρέσει τα αρχικά «ΡΗ» (penthouse) από την αλληλογραφία της και απλώς να αναγράφεται ο όροφος του διαμερίσματος. Ο πλούτος φέρει ηθικό στίγμα και οι σημερινοί κροίσοι πασχίζουν να αποδείξουν ότι δεν είναι πρίγκιπες της «αργόσχολης τάξης» αλλά «πλούσιοι εργαζόμενοι» (working rich).
Παράλληλα οι καταναλωτικές τους συνήθειες αλλάζουν. Φυσικά δεν μιλάμε για τους super rich, αλλά για μια τάξη ανθρώπων με υψηλά εισοδήματα, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια γυρίζουν την πλάτη στον άκρατο ματεριαλισμό, επενδύοντας πλέον σε νέα σύμβολα στάτους. Ο λόγος; Η ανάγκη μιας νέας διαφοροποίησης, αφού οι οικονομίες της εξωτερικής ανάθεσης της παραγωγής σε χώρες με φθηνό εργατικό δυναμικό έχουν κάνει την πολυτέλεια προσιτή, οδηγώντας σε έναν εκδημοκρατισμό των αγαθών –στις δυτικές οικονομίες τουλάχιστον. Ετσι ένας εκατομμυριούχος αλλά και ένας μισθωτός των 1.000 ευρώ μπορούν να έχουν στην κατοχή τους το ίδιο μοντέλο iPhone.
Φαίνεται ότι οι σύγχρονες οικονομικές ελίτ διαφοροποιούνται πλέον μέσα από νέες καταναλωτικές συνήθειες. Προτιμούν, για παράδειγμα, να επενδύουν περισσότερο σε υπηρεσίες, στην εκπαίδευση, σε προγράμματα υγείας, καθώς και στην τέχνη, αφήνοντας στην άκρη τον υλισμό.Ισως αυτή η τάση να είναι περισσότερο εμφανής στην Αμερική αυτή τη στιγμή. Στοιχεία της έρευνας για τις καταναλωτικές δαπάνες στις ΗΠΑ αποκαλύπτουν ότι από το 2007 το 1% της χώρας (δηλαδή άτομα που κερδίζουν πάνω από 300.000 δολάρια ετησίως) δαπανά σημαντικά λιγότερα χρήματα σε υλικά αγαθά σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, ενώ την ίδια στιγμή οι μεσαίες εισοδηματικές ομάδες (με εισοδήματα κατά προσέγγιση 70.000 δολάρια ετησίως) ξοδεύουν περίπου τα ίδια χρήματα σε υλικά αγαθά με το προνομιούχο 1%. Aυτές οι νέες συνήθειες της οικονομικής ελίτ –από το lunch box που ετοιμάζει η rich mum για το βλαστάρι της, γεμάτο βιολογικά φρούτα και κράκερ με κινόα, ως την απόφασή της να το σπουδάσει στο Χάρβαρντ –αποδίδονται σε πρόσφατο άρθρο του ΒΒC με τον νεωτερικό όρο «αφανής κατανάλωση», σε αντίθεση με την «περίοπτη κατανάλωση» του Θορστάιν Βέμπλεν.
Και μη θεωρηθεί ότι η «αφανής κατανάλωση» αποτελεί φθηνό σπορ.Αντίθετα, μιλάμε για κάποια διόλου ευκαταφρόνητα ποσά, που δεν συγκρίνονται με την πολυτελή Chanel τσάντα που μπορεί να αγοράσει πλέον και μια γυναίκα με μεσαία εισοδήματα (μην ξεχνάμε ότι υπάρχει και το second hand).
Η έννοια της «αφανούς κατανάλωσης» φυσικά βρίσκει την εφαρμογή της και στην ελληνική πραγματικότητα. Οικονομικά εύρωστες οικογένειες που είδαν τα τελευταία χρόνια τα εισοδήματά τους να συρρικνώνονται αισθητά έκοψαν περιττές πολυτέλειες προκειμένου να κρατήσουν τα παιδιά τους στα ιδιωτικά σχολεία, πιστεύοντας ότι έτσι θα τους εξασφαλίσουν ευρύ δίκτυο γνωριμιών και σίγουρη επαγγελματική αποκατάσταση. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι ο αριθμός των μαθητών ιδιωτικών σχολείων όχι απλώς δεν μειώθηκε αλλά, αντιθέτως, σημείωσε αύξηση. Μάλιστα, η αύξηση στα ιδιωτικά γυμνάσια άγγιξε πέρυσι το 55% και από τους 5.912 μαθητές που φοιτούσαν τη σχολική χρονιά 2015-2016 ο αριθμός σκαρφάλωσε στους 9.189 για τη σχολική χρονιά 2016-2017. Αρκετές μαμάδες των βορείων προαστίων λοιπόν ξέχασαν τις συνεδρίες πιλάτες προκειμένου το τέκνο τους να φύγει για σπουδές στο εξωτερικό.
Σύµφωνα µε τον Στιούαρτ Λάνσλεϊ, συγγραφέα που έχει ασχοληθεί με τον βίο και την πολιτεία των βαθύπλουτων της Βρετανίας, υπάρχουν δύο είδη δισεκατομμυριούχων: οι επονομαζόμενοι «αόρατοι», οι οποίοι αποφεύγουν μανιωδώς οποιαδήποτε δημοσιότητα, και οι λεγόμενοι επιδειξιμανείς, οι άνθρωποι οι οποίοι δεν αρκούνται μόνο στο να οδηγούν μια Lamborghini Veneno αλλά νιώθουν την ανάγκη να το γνωστοποιήσουν και στον υπόλοιπο πλανήτη.
Και, πράγματι, οι υπερβολές των επιδειξιμανών πολλές φορές μπορεί να μην έχουν όριο. Παράδειγμα, η Λουίζ Λίντομ, η σύζυγος του αμερικανού υπουργού Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν. Τον περασμένο Αύγουστο, καθώς αποβιβαζόταν στο Κεντάκι από το υπουργικό αεροπλάνο, με τον ήλιο να φωτίζει άψογα την ξανθή κώμη της, σκέφτηκε να τροφοδοτήσει τον λογαριασμό της στο Ιnstagram με αυτό το πραγματικά άψογο ενσταντανέ. Μέχρις εκεί όλα καλά. Το πρόβλημα ξεκίνησε όταν αποφάσισε να τροφοδοτήσει τους κοινούς θνητούς με πληροφορίες για τα πανάκριβα brands με τα οποία ήταν ντυμένη, με έναν σιδηρόδρομο από hashtags: «Great #daytrip to #Kentucky! #nicest #people #beautiful #countryside #rolandmouret pants #tomford sunnies, #hermesscarf #valentinorockstudheels #valentino #usa». Οι αντιδράσεις φυσικά ήταν έντονες και όταν μια γυναίκα τόλμησε να την ειρωνευτεί η αντίδρασή της ήταν συλλεκτική. Μεταξύ άλλων έγραψε: «Εσείς δίνετε περισσότερα στην οικονομία από ό,τι εγώ και ο σύζυγός μου; Είτε σαν επιχειρηματίας σε φόρους είτε θυσιάζοντας τον εαυτό σας για την πατρίδα σας; Είμαι πολύ σίγουρη ότι πληρώσαμε πολύ περισσότερους φόρους στο «ταξιδάκι» μας από ό,τι εσείς. Είμαι πολύ σίγουρη πως το ποσό που θυσιάζουμε κάθε χρόνο είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που θα ήσασταν πρόθυμη να θυσιάσετε εσείς, αν είχατε την επιλογή».
Την ίδια στιγμή η Ταμάρα Εκλστοουν, η κόρη του πρώην αφεντικού της Formula 1 Μπέρνι Εκλστοουν, πλήρωσε 1,28 εκατ. δολάρια για μια μπανιέρα διακοσμημένη με σπάνια κρύσταλλα. Οταν ερωτήθηκε σχετικά, απάντησε μάλλον ειρωνικά: «Περνάω πολλή ώρα στο μπάνιο». Αν η κυρία Εκλστοουν δαπάνησε αυτά τα χρήματα για τον εαυτό της, η εκπομπή «Secret Lives of the Super Rich» του δικτύου CNBC αποκάλυψε ότι δισεκατομμυριούχοι «συνάδελφοί» της ξοδεύουν αντίστοιχα ποσά για να κατασκευάσουν πολυτελείς ντουσιέρες για το κατοικίδιό τους, ενώ ο γνωστός μόνο στον κύκλο των υπερπλουσίων διοργανωτής πάρτι Ντέιβιντ Μον ομολόγησε ότι πελάτης του δεν δίστασε να του ζητήσει να κρεμάσει εκατοντάδες δέντρα από το ταβάνι, ώστε να δημιουργήσει στο privé πάρτι του «ένα ολόκληρο ανάποδο δάσος». Είναι ενδεικτικό ότι στο πρόσφατο λεύκωμα «Generation Wealth» της αμερικανίδας
φωτογράφου Λόρεν Γκρίνφιλντ καταγράφονται πολλές τέτοιες εικόνες ακραίας υπερβολής. Η ίδια πάντως επιμένει ότι τελικά η δουλειά της δεν αφορά «ούτε τις Birkin τσάντες ούτε τις Καρντάσιαν αλλά την κουλτούρα που τις ανέδειξε».
Οι υπερβολές, οι παραφωνίες και το κιτς πάντα θα υπάρχουν. Την ίδια στιγμή, σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να περάσουμε στη δαιμονοποίηση του κεφαλαίου και της επιχειρηματικότητας, μια τάση που δυστυχώς εμφανίζεται έντονα στη χώρα μας. Ας στρέψουμε τον καθρέφτη και στον εαυτό μας. Τι θα κάναμε κι εμείς οι ίδιοι αν ξαφνικά μας δινόταν μια βαλίτσα Louis Vuitton με 3 εκατ. ευρώ;
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.