Ο πρωτάρης

Θα ακουστεί κάπως, αλλά είχα χρόνια να μπω σε λεωφορείο.

Θα ακουστεί κάπως, αλλά είχα χρόνια να μπω σε λεωφορείο. Ζω στο Κέντρο, η δουλειά μου ήταν στο Κέντρο και πηγαινοερχόμουν με τα πόδια, διανύοντας ακόμη και μακρινές αποστάσεις. Με βόλευε το μετρό, καμιά φορά το τρένο, τα λεωφορεία όμως τα είχα ξεχάσει. Αισθανόμουν τυχερός που δεν τα είχα ανάγκη όποτε ένας συνάδελφος έφτανε αγανακτισμένος στο γραφείο επειδή «περίμενα μία ώρα στη στάση», ή «δεν μου έφτανε το στρίμωγμα, ο διπλανός μου είχε φάει σκόρδο. Σκόρδο πρωινιάτικα; Ελεος!». Ο φόβος απέναντι στον συνεπιβάτη που βρωμάει σκορδίλα, που δεν έχει πλυθεί, ή που έχει όρεξη για καβγά, ήταν το πρώτο πράγμα που ήρθε στο μυαλό μου όταν επιβεβαίωσα ότι ο καλύτερος τρόπος για να φτάνω στα νέα γραφεία του «Βήματος» (τέρμα λεωφόρου Συγγρού) είναι το λεωφορείο. Το τρένο δεν βόλευε, η απόσταση με τα πόδια (έχω ανεβοκατέβει αρκετές φορές τη Συγγρού) είναι μεγάλη (και όχι ευχάριστη) για να την κάνω καθημερινά. Λεωφορείο λοιπόν. Ενας άγνωστος κόσμος με περίμενε να τον ανακαλύψω. Εστω, ένας κόσμος που τον είχα ξεχάσει.
Ξεκίνησα κάνοντας, ως δημοσιογράφος, ρεπορτάζ. Ρωτώντας συναδέλφους που μετακινούνται με λεωφορεία τα πού και τα πώς. Μου εξήγησαν ποιες γραμμές με εξυπηρετούν, ποιες είναι οι καλύτερες ώρες για κάθε δρομολόγιο ώστε να μη στριμώχνομαι σαν σαρδέλα στην κονσέρβα, ποιες κατηγορίες συνεπιβατών να αποφεύγω, ποιο application να κατεβάσω στο κινητό μου ώστε να γνωρίζω την ακριβή ώρα άφιξης του οχήματος –αυτό με ενθουσίασε. Με συμβούλευσαν να εκδώσω κάρτα απεριορίστων διαδρομών. «Εχεις δει τους ανθρώπους που περιμένουν στην ουρά, μπροστά σε κάτι κιόσκια, την πρώτη ημέρα κάθε μήνα;» με ρώτησε η Ελένη. Φυσικά, και πάντα αναρωτιόμουν τι έκαναν. «Αυτό που θα κάνεις και εσύ, θα βγάλεις κάρτα». Εβγαλα. Με τη φωτογραφία μου. Ιδιος γαμπρός!
Ακολούθως έκανα πρόβες για να μάθω να χρησιμοποιώ σωστά το application με τα δρομολόγια. Για όποια απορία ενοχλούσα την Ελένη, έως τη στιγμή που με πρόγκηξε: «Για όνομα του Θεού, σε λεωφορείο θα μπεις, όχι σε διαστημόπλοιο! Σήκωσε το ξερό σου, σταμάτησε ένα, και τελείωνε! Ολοι το κάνουμε!». Να υποθέσω πως το επί δεκαετίες πήγαινε-έλα με μέσα μαζικής μεταφοράς έχει κάνει τα νεύρα της τσατάλια;
Αποφασισμένος να είμαι ψύχραιμος, εκείνο το πρωί έφθασα στην ώρα μου στη στάση, σήκωσα το χέρι με χάρη και σταμάτησα το πρώτο λεωφορείο της καινούργιας μου ζωής. Πρωτάκι στον Αγιασμό της νέας μαθητικής περιόδου! Κάθισα δίπλα σε έναν συμπαθέστατο ηλικιωμένο κύριο. Καλοσυντηρημένο το όχημα, ανοιχτοί οι δρόμοι, ασφάλεια και άνεση, η νέα εποχή του ΟΑΣΑ έμοιαζε εποχή που μου ταιριάζει. Εκείνη τη στιγμή ένα νέο παιδί (που αντιμετώπιζε εμφανώς πρόβλημα) έπαθε κάτι σαν υστερία. Αρχισε να ουρλιάζει, με την (υποθέτω) μητέρα του να αγωνίζεται να το ηρεμήσει.
Σε δύο-τρεις στάσεις, και ενώ το άμοιρο αγόρι συνέχιζε να βγάζει τρομακτικούς ήχους, το λεωφορείο είχε γεμίσει. Μια κυρία δεν μπορούσε να βρει ελεύθερη χειρολαβή, μίλησε απότομα στη διπλανή της ζητώντας της να πάει πιο πέρα, η διπλανή της τα πήρε στο κρανίο και της απάντησε αναλόγως. Ο καβγάς φούντωσε, με τις φωνές των μαινάδων να προστίθενται στα ουρλιαχτά του αγοριού. Σκέφτηκα πως αν έγραφα όσα ζούσα στην πρώτη μου λεωφορειότσαρκα, θα έλεγαν πως υπερβάλλω και πως τα κατασκεύασα. Ο παππούς δίπλα μου άνοιξε μια πλαστική σακούλα, έβγαλε ένα πλαστικό κουτάλι και άρχισε να τρώει γιαούρτι. Σε αντίθεση με εκείνους που έχουν ερωτική σχέση με το γιαούρτι (αν κρίνω από τις διαφημίσεις), εγώ το σιχαίνομαι. Δεν το βάζω ποτέ στο στόμα μου και δεν αντέχω τη μυρωδιά του. Είχα εγκλωβιστεί δίπλα στον γιαουρτοφάγο γέροντα. Μια αίσθηση ξινίλας στη μύτη μου (και μια αηδιαστική λευκή μπουκιά να πέφτει και να λερώνει το πουκάμισό του), μια ένταση στον αέρα μετά τον καβγά των γυναικών που ακόμη κοίταζαν η μία την άλλη με μισό μάτι, μια θλίψη για το άρρωστο παιδί που δεν έλεγε να ηρεμήσει…
Στη στάση μπήκαν κάτι ξυπόλυτα παιδάκια. Ενα κόλλησε με το ιδρωμένο, απροσδιορίστου χρώματος μπλουζάκι του επάνω μου. Χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ηταν η Ελένη: «Είσαι στο λεωφορείο;». «Ναι». «Αντε μπράβο, γεροπαράξενε! Είδες τι βολικά που είναι;». «Ναι». «Ξέχασα όμως να σου πω να προσέχεις την τσάντα σου, κλέβουν πολύ!».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.