Η μεγαλύτερη ή μικρότερη προθυμία των σκύλων για επικοινωνία και συνεργασία με τους ιδιοκτήτες τους είναι γραμμένη στα γονίδιά τους! Όπως δείχνει μια νέα σουηδική μελέτη που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Hormones and Behavior» η προθυμία αυτή συνδέεται με γενετικές παραλλαγές σε ό,τι αφορά την ευαισθησία στην ορμόνη ωκυτοκίνη. Το νέο αυτό εύρημα συμβάλλει μεταξύ άλλων στη γνώση μας σχετικά με το πώς οι σκύλοι εξελίχθηκαν από άγριους λύκους σε φιλικά κατοικίδια.
Κατά τη διαδικασία εξημέρωσής τους από τον άγριο πρόγονό τους οι σκύλοι έχουν αναπτύξει μια μοναδική ικανότητα συνεργασίας με τον άνθρωπο. Μια πτυχή αυτής της ικανότητας είναι η θέλησή τους να ζητούν βοήθεια από τους ανθρώπους όταν αντιμετωπίζουν ένα δύσκολο πρόβλημα. Βέβαια υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ σκύλων διαφορετικής ράτσας, ακόμη όμως και μεταξύ σκύλων της ίδιας ράτσας. Τώρα η ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου του Λίνκεπινγκ στη Σουηδία με επικεφαλής τον καθηγητή Περ Γιένσεν ανακάλυψε μια πιθανή εξήγηση στο γιατί οι σκύλοι διαφέρουν σε ό,τι αφορά την προθυμία τους να συνεργαστούν με τον άνθρωπο.
Η ωκυτοκίνη και το… άλυτο πρόβλημα
Οι ερευνητές υπέθεσαν εξαρχής ότι πρέπει να εμπλέκεται η ορμόνη ωκυτοκίνη σε αυτή τη διαδικασία. Είναι γνωστό ότι η ωκυτοκίνη παίζει σημαντικό ρόλο στις κοινωνικές σχέσεις τόσο στους ανθρώπους όσο και στα ζώα. Η επίδρασή της εξαρτάται από τη λειτουργία του υποδοχέα του κυττάρου στον οποίο προσδένεται κάθε φορά. Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει μεταξύ άλλων ότι οι διαφορές στην ικανότητα επικοινωνίας των σκύλων σχετίζονται με παραλλαγές κοντά στο γονίδιο που κωδικοποιεί τον υποδοχέα της ωκυτοκίνης. Στη νέα μελέτη οι ερευνητές παρακολούθησαν 60 γκόλντεν ριτρίβερ ενώ τα σκυλιά προσπαθούσαν να λύσουν ένα… άλυτο πρόβλημα.
«Το πρώτο βήμα ήταν να διδάξουμε τα σκυλιά να ανοίγουν ένα καπάκι προκειμένου να πάρουν μια λιχουδιά. Στη συνέχεια έπρεπε να προσπαθήσουν και πάλι να πάρουν τη λιχουδιά, ωστόσο το καπάκι ήταν τόσο καλά κλεισμένο ώστε να αδυνατούν να το ανοίξουν. Χρονομετρήσαμε τους σκύλους για να δούμε επί πόση ώρα θα προσπαθούσαν μόνοι τους να λύσουν το πρόβλημα προτού στραφούν για βοήθεια στο αφεντικό τους» ανέφερε η Μία Πέρσον, υποψήφια διδάκτωρ στο Τμήμα Φυσικής, Χημείας και Βιολογίας του Πανεπιστημίου του Λίνκεπινγκ και πρώτη συγγραφέας της μελέτης.
Πριν από το συμπεριφορικό τεστ οι ερευνητές αύξησαν τα επίπεδα της ωκυτοκίνης στο αίμα των σκύλων ψεκάζοντας την ορμόνη στη μύτη τους. Το τεστ επαναλήφθηκε μόνο που αυτή τη φορά στη μύτη των ζώων ψεκάστηκε αλατόνερο. Οι επιστήμονες συνέλεξαν επίσης DNA από τα ζώα παίρνοντας σάλιο από το εσωτερικό της παρειάς τους προκειμένου να προσδιορίσουν ποια παραλλαγή του γονιδίου για τον υποδοχέα της ωκυτοκίνης έφερε ο κάθε σκύλος.
Η γονιδιακή παραλλαγή και η έκκληση για βοήθεια
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, οι σκύλοι με μια συγκεκριμένη γονιδιακή παραλλαγή του υποδοχέα αντιδρούσαν πιο έντονα στο σπρέι της ωκυτοκίνης σε σύγκριση με τους υπόλοιπους. Η τάση τους να προσεγγίσουν τον ιδιοκτήτη τους για βοήθεια αυξανόταν όταν λάμβαναν το σπρέι με την ωκυτοκίνη σε σύγκριση με όταν λάμβαναν σπρέι με αλατόνερο.
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι τα αποτελέσματα αυτά μάς βοηθούν να κατανοήσουμε πώς οι σκύλοι άλλαξαν κατά τη διαδικασία εξημέρωσης. Προσθέτουν ότι ανέλυσαν επίσης γενετικό υλικό που ελήφθη από 21 λύκους και εντόπισαν την ίδια γενετική παραλλαγή σε κάποιους από αυτούς. Το γεγονός αυτό μαρτυρεί ότι η γενετική παραλλαγή ήταν παρούσα όταν ξεκίνησε η εξημέρωση πριν από 15.000 χρόνια. «Τα ευρήματα οδηγούν στην υπόθεση ότι οι άνθρωποι επέλεγαν για εξημέρωση λύκους με ανεπτυγμένη ικανότητα συνεργασίας και στη συνέχεια εξέτρεφαν τις επόμενες γενιές από αυτούς» σημειώνει η Μία Πέρσον.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Γιένσεν, η μελέτη δείχνει πώς η κοινωνική συμπεριφορά ελέγχεται από τους ίδιους γενετικούς παράγοντες σε διαφορετικά είδη. «Η ωκυτοκίνη είναι άκρως σημαντική για την κοινωνική αλληλεπίδραση μεταξύ των ανθρώπων. Επίσης έχουμε παρόμοιες παραλλαγές στα γονίδια αυτού του ορμονικού συστήματος με τους σκύλους. Για αυτόν τον λόγο η μελέτη της συμπεριφοράς των σκύλων μπορεί να μας βοηθήσει στην κατανόηση του εαυτού μας και μακροπρόθεσμα να συμβάλει στη γνώση σχετικά με διαταραχές στην κοινωνική λειτουργικότητα». .