Τα καλά νέα της επικαιρότητας είναι ότι το σύνολο σχεδόν του πολιτικού φάσματος θεωρεί πλέον τις επενδύσεις την κυριότερη και απαραίτητη προϋπόθεση για να βγει η χώρα από την οικονομική κρίση. Τα κακά νέα είναι ότι το επενδυτικό κενό που χρειάζεται να καλύψει η οικονομία έχει βαθύνει τα τελευταία χρόνια ακόμα περισσότερο και θα χρειαστεί να γίνουν πράγματα πολύ πιο ουσιαστικά από τα σλόγκαν των κομμάτων.
Πρέπει πάντως να τονιστεί ότι – αν και εκφέρεται με ποταμούς δημόσιων αντεγκλήσεων ανάμεσα σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση – η ομόφωνη πλέον διαπίστωση για την ανάγκη επενδύσεων αποτελεί μια εντυπωσιακή αλλαγή του πολιτικού σκηνικού σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια της κρίσης στη διάρκεια των οποίων οι επενδύσεις ήταν για άλλους μεν άγνωστη λέξη και για άλλους βέβηλη πράξη.
Από τη μία μεριά τα μνημόνια έτσι όπως σχεδιάστηκαν και εφαρμόστηκαν δεν είχαν θέσει ποτέ ως προτεραιότητα την ενίσχυση των επενδύσεων, με την αφελή αντίληψη ότι αρκεί να ψηφιστούν μερικές μεταρρυθμίσεις για να ξαναβρεί η οικονομία τον δυναμισμό της. Μεταρρυθμίσεις όντως ψηφίστηκαν αρκετές, και μάλιστα με σοβαρές πολιτικές απώλειες, πλην όμως ελάχιστες εφαρμόστηκαν στην πράξη είτε επειδή οι κυβερνήσεις προτίμησαν να μη θίξουν ευνοούμενες ομάδες του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως έγινε με τις αποκρατικοποιήσεις, είτε επειδή η βαθιά ύφεση απέτρεπε το άνοιγμα νέων επιχειρήσεων, όπως έγινε με τις άδειες φορτηγών και άλλων επαγγελμάτων. Σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις η περικοπή των δημοσίων επενδύσεων ήταν η βολική επιλογή για να επιτευχθεί ο δημοσιονομικός στόχος χωρίς να έχει η κυβέρνηση πολιτικό κόστος με τη μείωση άλλων δαπανών.
Από την άλλη μεριά, τα κόμματα του σημερινού κυβερνητικού σχήματος είχαν αναδείξει τη μανιασμένη αντίθεση προς κάθε επενδυτική πρωτοβουλία – από το Ελληνικό έως την Κερατέα, τα λιμάνια και τα τρένα – ως κύρια τακτική τους, πιθανόν επειδή πίστευαν ότι με τη δική τους άνοδο στην εξουσία θα ξεπεραστούν η κρίση και η ανεργία με κάποιον μαγικό τρόπο, χωρίς τη βεβήλωση του οράματος από καπιταλιστικές επενδύσεις. Οταν όμως το αρχικό πείραμα για αποκόλληση από το ευρώ και την Ευρώπη συνετρίβη στις πλάνες του δημοψηφίσματος και στις αφιλόξενες στέπες της Ρωσίας, έγινε αναπόφευκτη – αν και οδυνηρή – η ύστερη ανακάλυψη της επιχειρηματικότητας, των αγορών και των επενδύσεων.
Πλην όμως τα αρνητικά δεδομένα έχουν έκτοτε χειροτερεύσει αρκετά: Για να είχε ανακτήσει η Ελλάδα το παραγωγικό κεφάλαιο που είχε πριν από την κρίση, έπρεπε το 2014 να βρει νέες επενδύσεις 100 δισ. ευρώ σε μερικά χρόνια. Επειδή όμως και την προηγούμενη διετία συνεχίστηκε η παραγωγική αποξήλωση με πτώση της επενδυτικής δαπάνης κατά 10% του ΑΕΠ ετησίως, το κενό σήμερα υπερβαίνει τα 130 δισ. ευρώ. Ακόμα και στον τομέα των δημοσίων επενδύσεων συνεχίστηκε η τακτική της συρρίκνωσης προκειμένου να προκύψει το περυσινό πρωτογενές πλεόνασμα, καταδικάζοντας όμως και πάλι την οικονομία σε στασιμότητα για το 2016.
Με τις πρακτικές αυτές το επενδυτικό κενό είναι ακόμα δυσκολότερο να καλυφθεί στο προσεχές μέλλον, εκτός εάν αρθούν αμέσως και ριζικά δύο βασικά εμπόδια στην προσέλκυση νέων επενδύσεων:
Πρώτον, χρειάζεται να χαλαρώσει το επαχθές περιβάλλον της υπερφορολόγησης εξαιτίας του στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα 3,50% του ΑΕΠ κάθε χρόνο που τόσο απερίσκεπτα δέχθηκε η κυβέρνηση για να κλείσει η προηγούμενη αξιολόγηση. Ενα ρεαλιστικό επίπεδο θα ήταν της τάξεως του 1,50% του ΑΕΠ και σε αντάλλαγμα η Ελλάδα να αναλάβει να αυξήσει με δικά της μέσα τη χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων και υποδομών, όπως επίσης και την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων για την προώθηση της ανταγωνιστικότητας και την άνοδο του ρυθμού ανάπτυξης. Με τον τρόπο αυτόν θα μπορέσει να επιταχύνει όχι μόνο την έξοδο από την ύφεση αλλά και τη μείωση του χρέους, διότι όσο πιο υψηλός είναι σήμερα ο λόγος Χρέος/ΑΕΠ τόσο πιο γρήγορα πέφτει όταν αυξάνεται το ΑΕΠ παρά όταν ισόποσα μειώνεται το χρέος.
Πρώτον, χρειάζεται να χαλαρώσει το επαχθές περιβάλλον της υπερφορολόγησης εξαιτίας του στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα 3,50% του ΑΕΠ κάθε χρόνο που τόσο απερίσκεπτα δέχθηκε η κυβέρνηση για να κλείσει η προηγούμενη αξιολόγηση. Ενα ρεαλιστικό επίπεδο θα ήταν της τάξεως του 1,50% του ΑΕΠ και σε αντάλλαγμα η Ελλάδα να αναλάβει να αυξήσει με δικά της μέσα τη χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων και υποδομών, όπως επίσης και την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων για την προώθηση της ανταγωνιστικότητας και την άνοδο του ρυθμού ανάπτυξης. Με τον τρόπο αυτόν θα μπορέσει να επιταχύνει όχι μόνο την έξοδο από την ύφεση αλλά και τη μείωση του χρέους, διότι όσο πιο υψηλός είναι σήμερα ο λόγος Χρέος/ΑΕΠ τόσο πιο γρήγορα πέφτει όταν αυξάνεται το ΑΕΠ παρά όταν ισόποσα μειώνεται το χρέος.
Δεύτερον, χρειάζεται θεσμοθέτηση ενός νέου πλαισίου στο οποίο παρέχεται ολική και οριστική έγκριση των επενδύσεων εκ των προτέρων και όχι κατά τη διάρκεια υλοποίησης του έργου όπως συμβαίνει σήμερα. Οι κυβερνήσεις εστιάζουν συχνά στη μείωση της γραφειοκρατίας για να επιταχύνουν τις επενδύσεις, ενώ η εκάστοτε αντιπολίτευση την καταγγέλλει για κωλυσιεργία και διαφημίζει τη δική της αποτελεσματικότητα μέχρι να μπλεχτεί και η ίδια σε παρόμοια εμπόδια, οπότε οι ρόλοι αντιστρέφονται.
Η γραφειοκρατία είναι βέβαια ένας σημαντικός παράγων καθυστέρησης και αυξάνει το κόστος, δεν αποτελεί όμως λόγο ματαίωσης των επενδυτικών σχεδίων. Αλλωστε εθνικές και ευρωπαϊκές προδιαγραφές για την προστασία του ιστορικού και φυσικού περιβάλλοντος απαιτούν χρονοβόρες διαδικασίες για να διαπιστωθεί η τήρησή τους, και καμία κυβέρνηση δεν πρέπει να τις αγνοήσει ή να τις παρακάμψει ακόμα και σε συνθήκες οικονομικής κρίσης.
Ο πραγματικός φόβος των επενδυτών δεν είναι τόσο το φορολογικό ή γραφειοκρατικό κόστος, αλλά κυρίως η «αναπάντεχη τρικλοποδιά» που μπορεί να τους βάλει απροειδοποίητα και αδόκητα κάποιος μηχανισμός του Δημοσίου ή του δήμου, όταν αυτοί νομίζουν ότι έχουν πάρει τις άδειες και αρχίζουν να υλοποιούν το έργο. Το κορυφαίο παράδειγμα είναι φυσικά το «δάσος» του Ελληνικού, που αν όντως υπήρχε θα έπρεπε να είχε αποψιλωθεί όταν ήταν ακόμη αεροδρόμιο για να πετάνε τα αεροπλάνα χωρίς εμπόδια. Στην πραγματικότητα, όσο περισσότερο έχει προχωρήσει μια επένδυση τόσο αυξάνονται τα κίνητρα διαφόρων μηχανισμών να την μπλοκάρουν, εφευρίσκοντας θέματα τα οποία –αν έκαναν σωστά τη δουλειά τους –όφειλαν να τα είχαν επισημάνει κατά τη φάση προετοιμασίας της προκήρυξης.
Το νέο πλαίσιο θα στηρίζεται στην εκ των προτέρων εκδίκαση ενστάσεων και προσφυγών, η θετική έκβαση των οποίων θα οδηγεί σε τελεσίδικη αδειοδότηση χωρίς δυνατότητα αναμόχλευσης, εκτός εάν προκύψουν ριζικά νέα δεδομένα και επιβάλλεται η εξαρχής αποτίμηση. Παρόμοια διαδικασία έχει υιοθετηθεί στο γαλλικό Σύνταγμα, όπου το άρθρο 61 δίνει στο Συνταγματικό Δικαστήριο τη δυνατότητα προέγκρισης των πράξεων της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας χωρίς περαιτέρω δυνατότητα έννομης προσβολής τους. Αντίστοιχο ρόλο θα μπορούσε να έχει στη χώρα μας το Συμβούλιο Επικρατείας, ενισχύοντας ενδεχομένως τις αρμοδιότητές του με συνταγματική πρόνοια. Η ασυνήθιστη πολιτική ομοθυμία που φαίνεται να υπάρχει σήμερα για ενίσχυση των επενδύσεων καλό είναι να αποκρυσταλλωθεί γρήγορα σε ανθεκτικές θεσμικές ρυθμίσεις προστασίας των επενδύσεων, πριν ξεκινήσει ένας νέος κύκλος κομματικών αντιπαραθέσεων που θα τις διώξει για άλλη μια φορά.
Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ