Eνα νέο «Ανατολικό Ζήτημα», εκδοχή του παλαιού, τείνει δημιουργηθεί με κεντρική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Eνωσης (ΕΕ). Αφορά βεβαίως τη θέση της Τουρκίας. Πού θα ανήκει η Τουρκία: στην Ευρώπη και κατ’ επέκταση στη Δύση ή στην Ανατολή σε σύμπραξη/συμμαχία με τη Ρωσία, Ισλαμικές χώρες ή ως απρόβλεπτος παίκτης στο περιφερειακό και διεθνές σύστημα. Γιατί όμως η Ευρώπη έχει ευθύνη;
Η Τουρκία από τη σύστασή της ως ανεξάρτητο κράτος (Συνθήκη Λωζάννης – 1923) θεωρήθηκε ότι ανήκει στην Ευρώπη και στη βάση αυτή εντάχθηκε στο Συμβούλιο της Ευρώπης και στο ΝΑΤΟ (1952) και συνήψε το 1963 Συμφωνία Σύνδεσης (Συμφωνία Aγκυρας) με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα (ΕΟΚ) που ρητά προέβλεπε τη μελλοντική πλήρη ένταξή της, όπως ακριβώς και η Συμφωνία Σύνδεσης με την Ελλάδα (Συμφωνία Αθηνών – 1961). Η Συμφωνία της Αγκυρας ουδέποτε εφαρμόσθηκε με ομαλό τρόπο λόγω (και) των εσωτερικών περιπετειών της Τουρκίας (πραξικοπήματα, δικτατορίες κ.λπ.). Το 1980 «πάγωσε» συνολικά. Το 1986 ωστόσο και μετά την επιστροφή της χώρας σε (κάποια) δημοκρατική ομαλότητα η Συμφωνία «ξεπάγωσε», αν και η Ελλάδα κράτησε «παγωμένο» το σχετικό χρηματοδοτικό πρωτόκολλο θέτοντας μια σειρά από όρους για το ξεπάγωμά του (αποχώρηση τουρκικών στρατευμάτων από την Κύπρο κ.ά.). Το 1987 ωστόσο, πριν από ακριβώς τριάντα χρόνια δηλαδή, ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας Τουργκούτ Οζάλ προχώρησε στην υποβολή αίτησης για πλήρη ένταξη της χώρας στην Ενωση.
Η αίτηση αυτή παρέμεινε ουσιαστικά ανενεργή λόγω κυρίως της πλήρους άρνησης της Ελλάδας να αποδεχθεί την προοπτική ένταξης της γειτονικής χώρας κάτω από την (εσφαλμένη) εκτίμηση ότι έτσι η χώρα μας διασφάλιζε ισχυρότερη προνομιακή σχέση στο ευρωπαϊκό και περιφερειακό σύστημα. Και ναι μεν η ένταξη προσέφερε γενικώς ισχυρότερη θέση στην Ελλάδα, αλλά η θέση αυτή δεν θα εξασθενούσε κατ’ ανάγκη με την ένταξη της Τουρκίας. Από την άλλη μεριά, το κάθετο ελληνικό «Οχι» στην τουρκική ένταξη προσέφερε ένα βολικό άλλοθι στους υπόλοιπους Ευρωπαίους να προφασίζονται θετική στάση για την τουρκική ένταξη επιρρίπτοντας την ευθύνη για το αδιέξοδο στην Ελλάδα. Η πολιτική αυτή άλλαξε ριζικά το 1999, όταν με την κυβέρνηση Κ. Σημίτη ορθώς εκτιμήθηκε ότι η ένταξη της Τουρκίας με σαφείς προϋποθέσεις και προαπαιτούμενα θα εξυπηρετούσε τα πάγια, διαχρονικά συμφέροντα της χώρας. Ως αποτέλεσμα της αλλαγής αυτής, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο Ελσίνκι τον Δεκέμβριο του 1999 αποφάσισε την επίσημη ανακήρυξη της Τουρκίας ως «υποψήφιας χώρας» με δύο σημαντικά ανταλλάγματα: για την Ελλάδα (α) την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ χωρίς την προηγούμενη επίλυση του πολιτικού προβλήματος (όπως και έγινε το 2004) και (β) την ειρηνική επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών μέσα σε τακτό χρονικό διάστημα (κάτι που δεν έγινε, γιατί οι κυβερνήσεις της ΝΔ από το 2004 εγκατέλειψαν ουσιαστικά το «Ελσίνκι» και τον εξευρωπαϊσμό των ελληνοτουρκικών διαφορών).
Με βάση τις αποφάσεις του Ελσίνκι, η Τουρκία εγκαινίασε τη διαδικασία εξευρωπαϊσμού – εκδημοκρατισμού (υλοποίηση ενταξιακών «κριτηρίων Κοπεγχάγης») και αφού έφθασε σε ένα σχετικά ικανοποιητικό επίπεδο ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις ένταξης πάνω στα 35 κεφάλαια τον Οκτώβριο του 2005 (ταυτόχρονα με την Κροατία). Και από το σημείο αυτό η Ευρωπαϊκή Ενωση αρχίζει να διαπράττει τα διαδοχικά στρατηγικά λάθη σε σχέση με την Τουρκία. Το 2007 ο πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί με την άνοδό του στην εξουσία «πάγωσε» ουσιαστικά την ενταξιακή διαπραγμάτευση στα πλέον σημαντικά κεφάλαια, αναγγέλλοντας ουσιαστικά ότι η Τουρκία δεν μπορεί τελικά να καταστεί πλήρες μέλος της Ενωσης (ενώ η Γαλλία είχε προηγουμένως πρωταγωνιστήσει στο άνοιγμα της σχετικής διαπραγμάτευσης με πρόεδρο τον Ζακ Σιράκ). Τη θέση αυτή ακολούθησαν με παραλλαγές Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία κ.ά., οι οποίες πρότειναν αντί της ένταξης μια ειδική προνομιακή σχέση. Από την πλευρά της η Κύπρος επίσης πέτυχε το πάγωμα κάποιων διαπραγματευτικών κεφαλαίων λόγω μη εφαρμογής από την Τουρκία της τελωνειακής ένωσης.
Η στάση αυτή της Γαλλίας και άλλων ευρωπαϊκών χωρών αποτέλεσε μείζον στρατηγικό λάθος. Καθώς, μεταξύ άλλων, ταυτόχρονα με το ουσιαστικό πάγωμα της διαπραγμάτευσης ξεκίνησε και η «αυταρχική εκτροπή» της Τουρκίας από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Με το πάγωμα εξέλιπε το ισχυρό κίνητρο για τον εξευρωπαϊσμό / εκδημοκρατισμό της χώρας. Η εκτίμηση είναι ότι εάν οι διαπραγματεύσεις δεν είχαν παγώσει, η διαδικασία του εξευρωπαϊσμού θα είχε συνεχισθεί (όπως πιθανότατα και η επίλυση των εξωτερικών προβλημάτων, Κυπριακό, Ελληνοτουρκικά) και η Τουρκία θα ήταν πιθανότατα μέλος της ΕΕ, ίσως όχι το 2013 μαζί με την Κροατία αλλά λίγο αργότερα ενδεχομένως.
Και η Ευρώπη, με πρωτοβουλία κυρίως της Γερμανίας, τώρα βρίσκεται στα πρόθυρα να διαπράξει το δεύτερο στρατηγικό λάθος: να τερματίσει δηλαδή και τυπικά τις παγωμένες ήδη ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Εάν γίνει κάτι τέτοιο (όχι και τόσο εύκολο, καθώς απαιτείται ομοφωνία) τότε η Ευρώπη θα στείλει το μήνυμα στην Τουρκία ότι δεν μπορεί να ελπίζει σε ένταξη κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες ούτε στο απώτερο μέλλον. Βεβαίως η Τουρκία δεν πληροί αυτή τη στιγμή κανένα κριτήριο για ένταξη. Αλλά η προοπτική θα πρέπει να παραμείνει ανοιχτή (και) ως μέσον άσκησης πίεσης προκειμένου να επανέλθει η Τουρκία στη δημοκρατική κανονικότητα. Και προς την κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλει η Ελλάδα, καθώς είναι η χώρα που θα πληρώσει το τίμημα από μια οριστικά εξωευρωπαϊκή Τουρκία, από ένα νέο Ανατολικό Ζήτημα.
Ο κ. Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ