Βρισκόμαστε στο τελευταίο έτος της Κατοχής και όπως χαρακτηριστικά περιγράφει ο Αλκιβιάδης Μαργαρίτης, παιδαγωγός, δημοσιογράφος –συνεργάτης του «Βήματος» και των «Νέων» επί μακρόν –και πρόεδρος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής της ΕΛΣ το διάστημα 1974-1980 στο περιοδικό «Θέατρο» (τεύχος 59-60, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1977),«Οι χιτλερικοί έχουν αφηνιάσει. Με την Ελληνική Εθνική Αντίσταση κυρίαρχη σε εκτεταμένες περιοχές –ορεινές και πεδινές –και απειλώντας να τους εκτοπίσει και από τις πόλεις, με τις τακτικές ελληνικές στρατιωτικές και ναυτικές μονάδες νικήτριες, με τους συμμάχους στη Βόρειο Αφρική και στην Ιταλία, καταλαβαίνουν ότι φθάνει το τέλος της εδώ παρουσίας τους και το τέλος τους γενικώς. Με την Γκεστάπο και τα Ες Ες εξαπολύουν την πιο άγρια τρομοκρατία. Στους 20.000 ήδη εκτελεσμένους προστίθενται κάθε μήνα, κάθε βδομάδα και καινούριοι. Σύμφωνα με τη μελέτη και έρευνα που δημοσίευσε το 1947 η κ. Ιωάννα Τσάτσου, μόνο την Πρωτομαγιά του 1944 εκτελέστηκαν στο σκοπευτήριο της Καισαριανής 200 Ελληνες αντιστασιακοί. Τέσσερις μέρες πριν από την παράσταση του «Φιντέλιο» είχαν τουφεκιστεί 50, και πολλές εκατοντάδες ακολούθησαν ως τις 12 Οκτωβρίου, ημέρα της Απελευθερώσεως…».
«Η Λεονώρα δεν είναι μόνο σύμβολο συζυγικής αγάπης και συζυγικής αφοσιώσεως, αλλά και σύμβολο ελευθερίας»σχολιάζει ο Μαργαρίτης, επισημαίνοντας πως, ως προς το δεύτερο αυτό σημείο του συμβολισμού, το λιμπρέτο της όπερας είναι ως επί το πλείστον υπαινικτικό, λόγω της αυστηρής λογοκρισίας. Ωστόσο, οι έλληνες θεατές έπιασαν σωστά την ουσία του έργου που δόθηκε υπό τη διεύθυνση του επιστρατευμένου αντιχιτλερικού αρχιμουσικούΧανς Χέρνερ.
Η είδηση των εκδηλώσεων αυτών, με το πλατύτερο νόημά τους, απλώθηκε σε λίγες ώρες σε όλη την Αθήνα«και προστέθηκε στα όσα αισιόδοξα συνέβαιναν εκείνες τις μέρες, που σήμαιναν το τέλος της εθνικοσοσιαλιστικής τυραννίας…».
Αφενός τη «γέννηση» της Λυρικής Σκηνής, που ιδρύθηκε το 1939, στη διάρκεια της δικτατορίας τουΜεταξάμέσα σε ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες και λειτούργησε αρχικά ως ενιαίος φορέας με το Εθνικό Θέατρο, για να αυτονομηθεί το 1944 και να αποτελέσει ανεξάρτητο πολιτιστικό οργανισμό. Αφετέρου, την ελληνική σταδιοδρομία της Μαρίας Κάλλας, ένα κεφάλαιο το οποίο, παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια να «φωτιστεί» περισσότερο, δύσκολα μπορεί να πει κανείς πως αποτελεί πράγματι κτήμα του λεγόμενου ευρέος κοινού. Κι όμως: μπορεί να «στοίχειωσε» τις σκηνές της Μετροπόλιταν Οπερα, του Κόβεντ Γκάρντεν και φυσικά της Σκάλας του Μιλάνου, όπου έγινε η αδιαμφισβήτητη «βασίλισσά» της, αφού η παρουσία της σφράγισε κάποια από τα σπουδαιότερα αισθητικά ντοκουμέντα του 20ού αιώνα, όμως η καριέρα της απόλυτης ντίβας της Οπερας άρχισε εδώ, στη Λυρική Σκηνή της Αθήνας. Ερμηνεύοντας ρόλους με τους οποίους κατά κανόνα «αναμετρήθηκε» ελάχιστα ή καθόλου στη διάρκεια της μετέπειτα λαμπρής σταδιοδρομίας της, η νεαρή Καλογεροπούλου δοκίμασε την πρώτη γεύση της επιτυχίας, για να αποτελέσει, σύντομα δυστυχώς, το«συμβολικό θύμα της πανίσχυρης ελληνικής μετριοκρατίας»,όπως έγραψε κάποτε οΤσαρούχης…
«Η ΕΛΣ ανδρώθηκε πράγματι στα δίσεκτα χρόνια του πολέμου (1940) και της μαύρης κατοχής (1941-1944), έχοντας διευθυντή τον γνωστό δημοσιογράφο και συγγραφέα Κωστή Μπαστιά αρχικά (1939-1941) και στα κατοπινά χρόνια της Κατοχής τον δημοσιογράφο Νίκο Γιοκαρίνη»διαβάζουμε στην Επίτομη Ιστορία του Ελληνικού Μελοδράματος και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής 1888-1988 του Μ.Α. Ράπτη.«Οι παραστάσεις της ΕΛΣ έδιωχναν τα σκοτάδια της Κατοχής όσο κι αν μας φαίνεται παράξενο»σημειώνει ο συγγραφέας.«Η ερμηνεία και το κέφι των καλλιτεχνών»συνεχίζει«έδιναν κουράγιο κι αισιοδοξία στους πεινασμένους τότε αθηναίους θεατές και κατ’ επέκταση στον σκληρά δοκιμαζόμενο λαό». Ολα αυτά, μέσα σε πραγματικά δύσκολες συνθήκες, καθώς πέρα από τις οικονομικές δυσχέρειες υπήρχαν και ο ασφυκτικός έλεγχος των Γερμανών και των Ιταλών και η ανάμειξή τους στα καλλιτεχνικά θέματα, η προπαγάνδα και η λογοκρισία τους…
«Τον καιρό της Κατοχής ήμασταν όλοι ενωμένοι»θυμόταν η μουσικός και ποιήτριαΜαργαρίτα Δαλμάτηστη μαρτυρία της που δημοσιεύεται στο βιβλίο τουΠολύβιου Μαρσάν«Μαρία Κάλλας, η ελληνική σταδιοδρομία της» (εκδ. «Γνώση», 1983).«Κοινό είχαμε το μίσος και την περιφρόνηση τότε στα λιγοστά όργανα των ξένων: τους προδότες, τους μαυραγορίτες, τους καταδότες και κείνους που είχαν σχέση με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς… Από μας μπορεί να έλειπαν τα υλικά αγαθά, ήμασταν όμως όλοι ενωμένοι».
Την ίδια χρονιά έκανε το επαγγελματικό της ντεμπούτο ως Μπεατρίτσε στην πανελλήνια πρεμιέρα της τρίπρακτης οπερέτας τουΣουπέ«Βοκκάκιος», με τονΔημήτρη Χορν, νεαρό ηθοποιό τότε, να ερμηνεύει τον ρόλο του πρίγκιπα Πέτρου στη χειμερινή παράσταση του έργου στο θέατρο Παλλάς…
Ωστόσο η ουσιαστική καριέρα της στην Αθήνα άρχισε το 1942, όταν ερμήνευσε την Τόσκα στην ομότιτλη όπερα τουΠουτσίνι,έναν από τους ρόλους που επρόκειτο αργότερα να «σφραγίσει» με την ερμηνεία της στις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου. Ηταν η πρώτη της συμμετοχή σε σειρά παραστάσεων όπερας του βασικού ρεπερτορίου.«Τον καταθλιπτικό ρόλο της Τόσκα κράτησε μια νέα εμφάνισις, η δις Μ. Καλογεροπούλου, μαθήτρια της διάσημης καλλιτέχνιδος του τραγουδιού Ελβίρας ντε Ιντάλγκο. Ο όρος «κράτησε» είναι εδώ μια κυριολεξία. Το ότι μια νέα και άπειρη ακόμα της σκηνικής Τέχνης και της μουσικής δημιουργικότητος καλλιτέχνις δεν έπεσε στη διαδρομή ενός τόσο μεγάλου ρόλου είναι για αυτήν ο μεγαλύτερος έπαινος»διαβάζουμε στα «Αθηναϊκά Νέα» της 28ης Αυγούστου.
Πιο αυστηρή η κριτική τουΙωάννη Ψαρούδαστο «Ελεύθερον Βήμα» της επόμενης ημέρας, όπου αναφέρεται χαρακτηριστικά:«Η συμπαθής δεσποινίς Μ. Καλογεροπούλου εβιάστηκε να κάμη την πρώτη της εμφάνισιν –μανθάνω πως είνε ακόμα μαθήτρια στο Ωδείο Αθηνών –σ’ ένα έργο που έχει μεγάλας φωνητικάς αλλά και σκηνικάς απαιτήσεις […] Η φωνητική ανεπάρκεια, προσωρινή είμαι βέβαιος, της συμπαθούς καλλιτέχνιδος, έγινε αισθητή στη δευτέρα πράξι, στην δύσκολη και επίφοβη σκηνή, και για φθασμένους ακόμα καλλιτέχνας, με τον Σκάρπια…».
Το 1944 ήταν επίσης σημαντικός σταθμός για τη νεαρή καλλιτέχνιδα στη Λυρική. Χαρακτηριστική η συμμετοχή της στη δίπρακτη όπερα τουΕυγένιου ντ’ Αλμπέρ«Κάμπος» («Tiefland»), όπου ερμήνευσε τον ρόλο της Μάρθας, της καταπιεσμένης ερωμένης ενός πλούσιου γαιοκτήμονα. Κάποια στιγμή ερωτεύεται έναν βοσκό και στο τέλος του έργου φεύγει μαζί του στα βουνά. Η παράσταση ανέβηκε τον Απρίλιο του 1944 και ορισμένοι τη θεωρούν τη σπουδαιότερη της ελληνικής σταδιοδρομίας της.
Ωστόσο μια σειρά από λόγους, για τους οποίους έχουν υποστηριχθεί κατά καιρούς διάφορα, εστιάζοντας στο αίσθημα υποβιβασμού που βίωσε εξαιτίας οικονομικών ανακατατάξεων στην ΕΛΣ και κυρίως στη ζηλοφθονία των τότε συναδέλφων της, θα την ωθήσει να αναζητήσει την τύχη της στο εξωτερικό. Υστερα από ένα ρεσιτάλ στο «Ρεξ» και κάποιες εμφανίσεις της στο έργο τουΜιλέκερ«Ο ζητιάνος φοιτητής», όπου ερμήνευσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Λάουρας σημειώνοντας άλλη μια επιτυχία, η Μαρία Καλογεροπούλου φεύγει τον Σεπτέμβριο του 1945 για τη γενέτειρά της, τη Νέα Υόρκη. Η ελληνική καριέρα της έχει οριστικά ολοκληρωθεί. Λίγο αργότερα, μια μια οι διεθνείς σκηνές θα αρχίσουν να υποκλίνονται στο χάρισμά της κι όταν εμφανιστεί και πάλι στη χώρα μας –στο Ηρώδειο το 1957 και στην Επίδαυρο με τις παραστάσεις της «Νόρμας» και της «Μήδειας» το 1960 και το 1961 αντίστοιχα –θα είναι πλέον η λαμπερή Μαρία Κάλλας: μύθος και διαρκές σημείο αναφοράς για κάθε λυρική τραγουδίστρια ως τις ημέρες μας…