«Η 11η Σεπτεμβρίου άλλαξε την Ιστορία της επόμενης δεκαετίας» έλεγε τον Νοέμβριο του 2013, στο περιθώριο μιας συζήτησής μας στο «Βήμα», ο ιταλός καθηγητής Ανθρωπιστικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ Εντσο Τραβέρσο. Κοινή διαπίστωση σε πολλές επετειακές αναλύσεις του γεγονότος, είθισται να υποδεικνύει τις πολιτικές και στρατιωτικές συνέπειές της, τη διεύρυνση της επιρροής των συντηρητικών ή τον πόλεμο του Ιράκ. Ωστόσο, η κληρονομιά της 11/9 ανάγεται τελικά σε ένα ευρύ φάσμα φαινομένων της περιόδου έως σήμερα, από τη διάχυση του φόβου στη δυτική κοινωνία μέχρι την ανάρρηση του Ντόναλντ Τραμπ στον προεδρικό θώκο.
Η επικράτεια του φόβου
Την επαύριο των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου οι κρατήσεις αεροπορικών εισιτηρίων μειώθηκαν κατά 30%. Ιστορικές εταιρείες όπως η ελβετική Swissair και η βελγική Sabena πτώχευσαν τον Νοέμβριο του 2001 και τον Μάρτιο του 2002, αντίστοιχα. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της IATA (Διεθνής Ενωση Αεροπορικών Μεταφορών), τα εισοδήματα του κλάδου των αερομεταφορών μειώθηκαν κατά 22 δισ. δολάρια το 2001, ενώ ο αριθμός των επιβατών δεν επέστρεψε στα επίπεδα του 2000 παρά μόλις δύο χρόνια αργότερα, το 2003. Διόλου τυχαία, τo 2006 η πρώτη αγγλόφωνη έκδοση του βιβλίου της Τζοάνα Μπερκ, καθηγήτριας Ιστορίας στο Κολέγιο Μπίρκμπεκ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, με τίτλο «Fear: A Cultural History» (εκδ. Virago), έφερε στο εξώφυλλό της τη μακρινή εικόνα ενός αεροπλάνου με φόντο τον ουρανό και τα σύννεφα. Η 11η Σεπτεμβρίου εξέθρεψε και συντήρησε μια πρότυπη σειρά φόβων για τον 21ο αιώνα.
Κάθε εποχή και κάθε κοινωνία διαθέτει φυσικά τις δικές της χαρακτηριστικές φοβίες. Το καταπιεστικό κλίμα της πυρηνικής απειλής του Ψυχρού Πολέμου, για παράδειγμα, πανταχού παρόν στον Τύπο, στον κινηματογράφο και στη λογοτεχνία της περιόδου, δύσκολα αναπαράγεται σήμερα παρά τις πυραυλικές φιλοδοξίες του Κιμ Γιονγκ Ουν και τους αντίστοιχους λεονταρισμούς του Ντόναλντ Τραμπ περί «πυρός και οργής». Ωστόσο, ας σημειωθεί ότι σύμφωνα με μέτρηση της «Washington Post» μεταξύ 20 και 21 Ιουλίου το 75% των Αμερικανών εκδηλώνει φόβο για μια πιθανή πυρηνική σύγκρουση με τη Βόρεια Κορέα.
Διαχρονικά πάντως, μετά το 2001 οι κύριες ανησυχίες στη Δύση ορίζονται από την τρομοκρατία: η τακτική δημοσκόπηση του Ευρωβαρομέτρου την άνοιξη του 2017 εμφανίζει το 44% των απαντήσεων να την κατονομάζουν ως τη σημαντικότερη απειλή για την ασφάλεια των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ο απόηχος των επιθέσεων χρωμάτισε αρνητικά και την εικόνα της μετανάστευσης από ισλαμικές χώρες: σύμφωνα με έρευνα του Pew Research Center τον Αύγουστο του 2016, η προσφυγική κρίση των ετών 2015-2016, απότοκος του εμφυλίου στη Συρία, σήμαινε για πολλούς Ευρωπαίους (59% του δείγματος) μεγαλύτερο κίνδυνο τρομοκρατικών χτυπημάτων. Στον φόβο του απτού κινδύνου, ωστόσο, θα πρέπει να προστεθεί και ο απροσδιόριστος φόβος του αγνώστου: οι 21ος αιώνας χαρακτηρίζεται από συνωμοσιολογικές εξάρσεις που αναζητούν τους «ενόχους» για την πορεία της Ιστορίας, σύμφωνα με τον γάλλο φιλόσοφο, πολιτικό επιστήμονα και ιστορικό των ιδεών Πιεέρ-Αντρέ Ταγκιέφ.
Η «αστυνομική αντίληψη της Ιστορίας»
Αν η συνωμοσιολογία «γνωρίζει σοβαρή απήχηση σε μεγάλο κομμάτι της κοινής γνώμης, είναι επειδή ικανοποιεί μια κοινωνική απαίτηση: να δικαιολογηθεί ο φόβος που αισθάνεται το κομμάτι αυτό της κοινής γνώμης», επισημαίνει ο Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ στο βιβλίο του «Σύντομη πραγματεία περί συνωμοσιολογίας» (εκδ. Πατάκη). Για τον Ταγκιέφ ο αντίκτυπος της 11ης Σεπτεμβρίου υπήρξε μια μείζων συνωμοσιολογική στιγμή που επέδρασε στην πρόσληψη των γεγονότων της επόμενης δεκαετίας: η παγκόσμια οικονομική κρίση, το σκάνδαλο Μέιντοφ, η γρίπη των χοίρων, ο θάνατος του Οσάμα μπιν Λάντεν, η υπόθεση βιασμού στην οποία ενεπλάκη ο Ντομινίκ Στρος-Καν συνοδεύτηκαν από πλήθος ερμηνειών που διακρίνονταν για τη δημιουργική χρήση ενός κοκτέιλ μυστικών υπηρεσιών, Λέσχης Μπίλντερμπεργκ και Illuminati, ανακατεμένου από το «εβραϊκό λόμπι».
Η άνθηση της, κατά τον γάλλο διανοούμενο Μανές Σπέρμπερ, «αστυνομικής αντίληψης της Ιστορίας» αποδίδεται από τον Ταγκιέφ στη διάχυτη έλλειψη εμπιστοσύνης στους φορείς διακυβέρνησης. Πράγματι, τo 2015 το Ινστιτούτο Γκάλοπ μετρούσε το ποσοστό εμπιστοσύνης στην αμερικανική προεδρία στο 33%, ενώ την ίδια χρονιά, σύμφωνα με μεγάλη έρευνα του ΟΟΣΑ, μόλις το 43,4% των πολιτών στις χώρες-μέλη του εμπιστευόταν την κυβέρνησή τους. Σήμερα, ένας αστέρας του Χόλιγουντ όπως ο Τσάρλι Σιν, πρωταγωνιστής ο ίδιος στο επερχόμενο «9/11», το οποίο έκανε πρεμιέρα στις αμερικανικές αίθουσες στις 8 Σεπτεμβρίου, μπορεί άνετα να δηλώνει «Truther»: οπαδός της θεωρίας της κυβερνητικής συγκάλυψης της αλήθειας ως προς την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, ισχυρίζεται εδώ και χρόνια ότι η «επίσημη αφήγηση των γεγονότων της 11ης Σεπτεμβρίου είναι απάτη», υποδεικνύει την ανάμειξη στοιχείων της κυβέρνησης Μπους υιού στην υπόθεση, και το 2009 είχε καλέσει δημόσια τον Μπαράκ Ομπάμα να αναθέσει σε μια νέα επιτροπή τη διερεύνηση του ζητήματος. Οπως δήλωνε ο Στιν το 2006: «Το να καταλάβουν 19 ερασιτέχνες με κοπίδια τέσσερα επιβατηγά αεροπλάνα και να χτυπήσουν το 75% των στόχων τους, αυτό εμένα μου φαίνεται θεωρία συνωμοσίας».
Το «κράτος εθνικής ασφάλειας»
Στις 25 Νοεμβρίου 2002 η κυβέρνηση Μπους ίδρυε το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας με στόχο τον κεντρικό συντονισμό των σχετικών υπηρεσιών και την αποτροπή των περιστάσεων που οδήγησαν στην 11η Σεπτεμβρίου. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, το υπουργείο χειρίζεται έναν προϋπολογισμό 40,6 δισ. δολαρίων και ένα προσωπικό 240.000 ατόμων σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που εξέδωσε για το οικονομικό έτος 2017. Μια σειρά νομοθετικών μέτρων και κυβερνητικών οδηγιών έθεσαν το υπόβαθρο για τη διεύρυνση των δυνατοτήτων επιτήρησης του κρατικού μηχανισμού, τμήματα των οποίων είδαν το φως με τις αποκαλύψεις του Εντουαρντ Σνόουντεν για τις υποκλοπές της NSA με τη συνεργασία αρκετών ομολόγων ευρωπαϊκών υπηρεσιών το 2013.
Στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης η απειλή της Αλ Κάιντα προξένησε σε πολλές περιπτώσεις την ψήφιση αυστηρής αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας, χαρακτηριστικότερο σημείο της οποίας ήταν ίσως η δυνατότητα που παρείχε στις υπηρεσίες ασφαλείας να κρατούν για αυξημένο χρονικό διάστημα υπόπτους χωρίς απαγγελία κατηγορίας –στη Μεγάλη Βρετανία, για παράδειγμα, οι κυβερνήσεις των Εργατικών του Τόνι Μπλερ αύξησαν το σχετικό όριο στις 28 ημέρες, αποτυγχάνοντας ωστόσο να το επεκτείνουν στις 42 ή και στις 90. Η γαλλική Βουλή ψήφισε στις 6 Ιουλίου την έκτη κατά σειρά ανανέωση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης στην οποία έθεσε τη χώρα ο πρώην πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ μετά τις επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου 2015 που κόστισαν τη ζωή σε 130 άτομα –πρόκειται για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από την εποχή του πολέμου της Αλγερίας (1954-1962).
Τον Αύγουστο του 2016 η Ρόζα Μπρουκς, καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Τζόρτζταουν, στο βιβλίο της «How Everything Became War and the Military Became Everything» (εκδ. Simon & Schuster) περιέγραφε τη συνθήκη της σημερινής δυτικής κοινωνίας ως «κατάσταση μόνιμου πολέμου». Η απαισιόδοξη πρότασή της «θα πρέπει να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια να χαράξουμε ολοένα και πιο αυθαίρετες γραμμές μεταξύ «καιρού ειρήνης» και «καιρού πολέμου» και να δεχθούμε ότι συγκρούσεις κάποιου επιπέδου θα βρίσκονται πάντοτε μαζί μας» εξηγεί γιατί τον καιρό του ISIS δεν προκρίνονται κοινωνικές δαπάνες αλλά αμυντικές. Το πρότυπο δεν είναι πια το προοδευτικό «κράτος πρόνοιας» αλλά το συντηρητικό «κράτος εθνικής ασφάλειας».
Η έλευση του Ισλαµικού Κράτους
Η ανακατάληψη της Μοσούλης από ιρακινές δυνάμεις τον Ιούλιο του 2017 δεν συνοδεύθηκε από τη δημοσιότητα που είχε προκαλέσει τρία χρόνια πριν, τον Ιούνιο του 2014, η κατάκτησή της από τους μαχητές του αυτοαποκαλούμενου Ισλαμικού Κράτους. Οι χαμηλοί τόνοι αποτελούν αφενός αναγνώριση του γεγονότος ότι ο εμφύλιος της Συρίας και η αποδιάρθρωση του Ιράκ έχουν δημιουργήσει τέτοιο κενό εξουσίας ώστε κάθε νίκη να θεωρείται προσωρινή μέχρις αποδείξεως του εναντίου, αφετέρου αντανάκλαση του κλίματος που έχουν προξενήσει στη δυτική κοινή γνώμη οι τζιχαντιστικές επιθέσεις των τελευταίων ετών: από τον Μάιο του 2014 έως σήμερα έχουν καταγραφεί 36 περιπτώσεις σε πόλεις της Δυτικής Ευρώπης με απολογισμό 346 νεκρούς και 1.743 τραυματίες.
Η ίδρυση του «χαλιφάτου» του Αλ Μπαγκντάντι στις 29 Ιουνίου 2014 αποτελεί παράλληλα τομή και συνέχεια στην ιστορία της ισλαμιστικής τρομοκρατίας σύμφωνα με τον Πέτερ Νόιμαν, καθηγητή Σπουδών Ασφαλείας στο Κινγκς Κόλετζ και διευθυντή του Διεθνούς Κέντρου για τη Μελέτη της Ριζοσπαστικοποίησης και της Πολιτικής Βίας.
Στο βιβλίο του «Οι νέοι τζιχαντιστές» (εκδ. Διάμετρος) εντάσσει τόσο την Αλ Κάιντα όσο και το Ισλαμικό Κράτος στο «πέμπτο κύμα» τρομοκρατίας από τα τέλη του 19ου αιώνα και εντεύθεν, μετά τον αναρχισμό, την αντιαποικιοκρατία, τη νέα Αριστερά και το θρησκευτικό κύμα. Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου άνοιξαν τον δρόμο προσφέροντας στον Οσάμα μπιν Λάντεν τον μανδύα του «πρωταθλητισμού» στον αγώνα κατά της Δύσης και δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για εξάπλωση και συντονισμό ριζοσπαστικών ισλαμιστικών δικτύων σε ευρεία κλίμακα. Και όπως υπενθυμίζει στο «Salon» o Τζον Μπαχάντουρ Λαμπ, ήταν η αποσταθεροποίηση του Ιράκ στη διάρκεια της αμερικανικής κατοχής μετά τον πόλεμο του 2003 που επέφερε τη συγκρότηση του τοπικού παρακλαδιού της Αλ Κάιντα από το οποίο αποσχίστηκε το 2006 το πρόπλασμα του ISIS υπό το τότε όνομα «Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ».
Σήμερα, η εκτεταμένη εδαφική του υπόσταση στην Ανατολική Συρία και στο Δυτικό Ιράκ έχει περιοριστεί ως συνέπεια αμερικανικών βομβαρδισμών, κουρδικών και ιρακινών χερσαίων επιχειρήσεων. Ωστόσο, οι πολύνεκρες επιθέσεις σε Παρίσι, Λονδίνο, Βρυξέλλες, Νίκαια, Βερολίνο, Βαρκελώνη οδήγησαν την Ευρώπη μερικά βήματα πιο κοντά στο «κράτος εθνικής ασφάλειας» και τροφοδότησαν με επιχειρήματα τον πολιτικό λόγο δημαγωγών όπως ο Ντόναλντ Τραμπ.
Ο 45ος πρόεδρος
Ο θρίαμβος του Ντόναλντ δεν ήταν εκλογικός. Υπολειπόμενος κατά 2,9 εκατ. ψήφους της Χίλαρι Κλίντον εκμεταλλεύθηκε την ιδιαιτερότητα του ομοσπονδιακού συστήματος που ουσιαστικά επιτρέπει την εκλογή προέδρου από τις Πολιτείες διά του εκλεκτορικού κολεγίου. Το μέγεθος της νίκης του συνίσταται στο ότι εν μιά νυκτί υφάρπαξε από τους συντηρητικούς το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.
Η δεξιόστροφη πορεία του τελευταίου μετά την 11η Σεπτεμβρίου υπήρξε ραγδαία: ο κατά δήλωσή του «συμπονετικός συντηρητικός» Τζορτζ Μπους του 2000 στράφηκε προς τους ριζοσπάστες νεοσυντηρητικούς μετά τις επιθέσεις, κέρδισε τις εκλογές του 2004 χάρη στην αθρόα προσέλευση των χριστιανών ευαγγελιστών που στην πολιτική γλώσσα της εποχής ονομάστηκε «ηθική πλειοψηφία», και αποχωρώντας άφησε ουσιαστικά το κόμμα εξαρτημένο από τις θελήσεις ενός ισχυρού αντιδραστικού ρεύματος το οποίο άκουγε στο όνομα Tea Party. Το συντηρητικό σχήμα της περιόδου του Ρόναλντ Ρίγκαν (χαμηλοί φόροι, εναντίωση στις αμβλώσεις, λιγότερο κράτος) αποδεχόταν έτσι μια υπερσυντηρητική συνιστώσα: σύμφωνα με δημοσκόπηση του CBS τον Δεκέμβριο του 2012 το προφίλ των ψηφοφόρων του «Κόμματος του Τσαγιού» οριζόταν από λευκούς, μεσήλικους ή ηλικιωμένους οργισμένους ψηφοφόρους, το 30% των οποίων ανήκε στο κίνημα των Birthers, εκείνων που πίστευαν ότι ο Μπαράκ Ομπάμα είχε γεννηθεί στην Κένυα.
Θα έλεγε κανείς επομένως ότι κακώς ο σημαίνων συντηρητικός διανοούμενος Γιουβάλ Λέβιν έγραφε στο «Politico» στις αρχές Σεπτεμβρίου πως οι εκλογές του 2016 ήταν για τους ομοίους του «ένας σουρεαλιστικός εφιάλτης». Η αποδοχή της ακροδεξιάς alt-right του Στιβ Μπάνον από τον Τραμπ, η μετατροπή των Ρεπουμπλικανών σε «κόμμα της ριζοσπαστικής Δεξιάς», όπως το χαρακτήριζε τον περασμένο Ιούλιο στη «Huffington Post» η Κάθριν Πίκερινγκ Αντόνοβα, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Πόλης της Νέας Υόρκης, έχει τις ρίζες της στην αυξανόμενη σκλήρυνση των συντηρητικών μετά την 11η Σεπτεμβρίου.
Και αν η αναμόχλευση των ρατσιστικών παθών που υποδεικνύουν η ενθάρρυνση των οπαδών της λευκής υπεροχής και τα γεγονότα της Σάρλοτσβιλ δεν αποτελέσει παροδικό φαινόμενο, γέννημα της ανοησίας ενός κυνικού προέδρου, τότε η μακρά σκιά εκείνης της Τρίτης του 2001 θα μας ακολουθεί για καιρό ακόμη.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2017.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ