Η κατανομή του σωματικού λίπους στον κορμό είναι σημαντικότερη από το σωματικό βάρος όταν πρόκειται για τον κίνδυνο των μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών να εκδηλώσουν καρκίνο, σύμφωνα με μελέτη που παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ιατρικής Ογκολογίας (ESMO 2017), στη Μαδρίτη.
Ερευνητές του κέντρου Nordic Bioscience and ProScion, με επικεφαλής την Δρ Μεσκ Σταουνστρουπ, παρουσίασαν στοιχεία από τη μελέτη Prospective Epidemiologic Risk Factor, μια μελέτη που είχε σχεδιαστεί να συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση των σχετιζόμενων με την ηλικία ασθενειών σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες στη Δανία.
Στο δείγμα περιλαμβάνονταν 5.855 γυναίκες, κατά μέσο όρο 71 ετών, που είχαν υποβληθεί αρχικά σε σωματική απεικονιστική εξέταση για την καταγραφή του σωματικού λίπους και την κατανομή του, και στη συνέχει είχαν τεθεί υπό ιατρική παρακολούθηση για 12 χρόνια.
Οι ερευνητές μελέτησαν και στοιχεία από εθνικά αρχεία καταγραφής κρουσμάτων καρκίνου και εντόπισαν 811 συμπαγείς όγκους στις γυναίκες. Η περαιτέρω αξιολόγηση έδειξε ότι η αναλογία του κοιλιακού προς το περιφερειακό λίπος ήταν σημαντικός ανεξάρτητος παράγοντας διάγνωσης καρκίνου σε ορίζοντα 12ετίας.
Μελετώντας ξεχωριστά τα είδη καρκίνου, παρατήρησαν ότι μόνο οι καρκίνοι του πνεύμονα και του γαστρεντερικού συστήματος σχετίζονταν με την υψηλή αναλογία κοιλιακού προς περιφερειακό λίπος.
Άλλοι παράγοντες κινδύνου ήταν η προχωρημένη ηλικία, η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης κα το κάπνισμα. Αλλά με τον έλεγχο των παραγόντων αυτών, η αναλογία του λίπους παρέμενε ως ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου.
«Η μέση μετεμμηνοπαυσιακή γυναίκα μπορεί να αξιοποιήσει προς όφελος της την πολύτιμη αυτή πληροφορία, αφού είναι γνωστό ότι μετά την εμμηνόπαυση το σωματικό λίπος επικεντρώνεται στον κορμό. Επίσης, οι κλινικοί γιατροί θα πρέπει να συνεκτιμούν την κατανομή του λίπους ειδικά στις γυναίκες υψηλού κινδύνου για την εκδήλωση καρκίνου», υπογράμμισε η Δρ Σταουνστρουπ.
Σχολιάζοντας τη μελέτη ο Άντρεα ντε Σενσι από το Νοσοκομείο Galliera στη Γένοβα εξηγεί ότι αναδεικνύει τον ρόλο της παχυσαρκίας και ειδικά της αντίστασης στην ινσουλίνη στην αιτιολόγηση αρκετών καρκίνων.
«Η αύξηση της ινσουλίνης, ως απόρροια της υπερκατανάλωσης απλών υδατανθράκων, όπως πατάτες, ρύζι, καλαμπόκι και σιτάρι, συντελεί σε συσσώρευση λίπους ειδικά στην κοιλιακή χώρα. Η ινσουλίνη έχει καθοριστική επίδραση και στην παραγωγή των ορμονών, και τα λιποκύτταρα στον λιπώδη ιστό που αυξάνουν την χρόνια φλεγμονή σε όλο το σώμα, είναι ένας ακόμη σοβαρός παράγοντας κινδύνου για την εκδήλωση αρκετών μορφών καρκίνου», υπενθυμίζει ο ιταλός ερευνητής.