Οι στατίνες μειώνουν σημαντικά τους θανάτους από στεφανιαία νόσο αλλά και πρόωρου θανάτου από άλλες καρδιαγγειακές αιτίες, σύμφωνα με τη μεγαλύτερη σε διάρκεια έρυενα που έχει γίνει μέχρι σήμερα για τα οφέλη των εν λόγω φαρμάκων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύονται στο επιστημονικό έντυπο Circulation, οι στατίνες μειώνουν τον κίνδυνο θανάτου από στεφανίαια νόσο κατά 28%.
Πρόκειται για δεδομένα από τη μελέτη WOSCOPS που διενήργησε επιστημονική ομάδα από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Κολεγίου Imperial του Λονδίνου και του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης, με επικεφαλής τον καθηγητή Κάουζικ Ρέι.
Η έρευνα ξεκίνησε το 1995 και διήρκεσε 15 χρόνια, θέτοντας υπό ιατρική παρακολούθηση 5.529 άνδρες, 45-64 ετών, οι οποίοι χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: όσους είχαν υψηλή LDL («κακή») χοληστερόλη (μεταξύ 155 και 190 mg/dL) και όσους (2.560 άτομα) είχαν πολύ υψηλή LDL (πάνω από 190 mg/dL).
Οι συμμετέχοντες έπαιρναν επί πέντε χρόνια είτε στατίνη (40 mg πραβαστατίνης, καθημερινά), είτε εικονικό φάρμακο.
Μέσα στην εικοσαετία όσοι εμφάνιζαν πολύ υψηλή LDL χοληστερόλη και είχαν πάρει στατίνη, είχαν κατά μέσο όρο 18% μικρότερο κίνδυνο θανάτου. Οι στατίνες μείωσαν επίσης κατά 28% το συνολικό κίνδυνο θανάτου από στεφανιαία νόσο και κατά 25% τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου από άλλες καρδιαγγειακές αιτίες μεταξύ όσων είχαν πολύ υψηλή LDL.
Οι ερευνητές τόνισαν ότι τα νέα ευρήματα επιβεβαιώνουν τη χρησιμότητα των στατινών για όσους έχουν υψηλή «κακή» χοληστερόλη.
«Πρόκειται για τις ισχυρότερες μέχρι σήμερα ενδείξεις ότι οι στατίνες μειώνουν τον κίνδυνο καρδιοπάθειας και θανάτου στους άνδρες με υψηλή LDL, ενώ δείχνουν ότι ακόμη και μέτριες μειώσεις της LDL μπορούν να παρέχουν σημαντικά οφέλη για την μείωση της θνησιμότητας σε βάθος χρόνου. Επίσης τα νέα ευρήματα δείχνουν ότι πρέπει να εξετάσουμε την πιθανότητα να χορηγούμε στατίνες ευκολότερα σε όσους έχουν επίπεδα LDL άνω των 155 mg/dL και οι οποίοι φαίνονται κατά τα άλλα υγιείς», σχολιάζει ο Δρ Ρέι.
Σύμφωνα με τις ισχύουσες κατευθυντήριες οδηγίες των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας των ΗΠΑ, ιδεατό θεωρείται το επίπεδο LDL κάτω από 100 mg/dL, ενώ «οριακά υψηλό» των 130 έως 159 mg/dL, «υψηλό» των 160 έως 189 mg/dL και «πολύ υψηλό» των 190 mg/dL και άνω.
Επιμέλεια: Μαίρη Μπιμπή