Η ελληνική πλευρά, λένε, ζήτησε από τη γαλλική ο Εμμανουέλ Μακρόν να συνοδεύσει τον Αλέξη Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη. Για να συναντηθούν εκεί με επικεφαλής ελληνικών και γαλλικών επιχειρήσεων. Η γαλλική προεδρεία αρνήθηκε. Αν οι πληροφορίες αυτές ισχύουν, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός ζήτησε από το Γάλλο πρόεδρο προσωπική πολιτική στήριξη. Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση του «Ελλάς, Γαλλία, συμμαχία». Μέχρι τώρα όλοι οι Έλληνες πρωθυπουργοί περίμεναν κάτι από τις επισκέψεις των ηγετών της γαλλικής δημοκρατίας. Απλά συνήθως ευελπιστούσαν σε κάποιου είδους οφέλη για τη χώρα, όχι για το επικοινωνιακό τους προφίλ. Μια γρήγορη αναδρομή στα τελευταία 54 χρόνια το αποδεικνύει.
Μάιος 1963
Ο στρατηγός Ντε Γκωλ είναι ο πρώτος Γάλλος πρόεδρος που επισκέπτεται επισήμως την Αθήνα. Τον υποδέχεται ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος είχε κατανοήσει ότι προϋπόθεση για να επιτύχει το στόχο του – να βάλει, δηλαδή, την Ελλάδα στην ΕΟΚ – ήταν η γαλλική βοήθεια. Σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής η επίσκεψη ήταν θριαμβευτική. Οι δυο άνδρες είχαν, εξάλλου, καλή προσωπική σχέση – η οποία αποτυπώνεται και στη γνωστή πια, ελαφρώς προυστική, επισήμανση του Σαρλ Ντε Γκωλ: «Αυτή τη χώρα που η πολιτική της ζωή είναι τόσο δαντελωτή όσο κι οι ακρογιαλιές της και τόσο ανάγλυφη όσο ο ορίζοντας των βουνών της, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κατορθώνει να την κυβερνήσει». Η χρονιά, πολιτικά μιλώντας, δεν αποδείχθηκε καλή για τον Καραμανλή. Οι βάσεις, ωστόσο, για την επίτευξη του στόχου που είχε θέσει για τη χώρα είχαν μπει.
Σεπτέμβριος 1975
Ο Βαλερί Ζισκάρ Ντ΄Εστέν είναι εκείνος που θα παραχωρήσει το καλοκαίρι του 1974 στον Καραμανλή το γαλλικό προεδρικό αεροσκάφος για να επιστρέψει στην Ελλάδα. Ήδη από τα χρόνια της αυτοεξορίας στο Παρίσι έχουν αναπτύξει στενή σχέση. Εξού και επισκέπτεται την Αθήνα λίγο καιρό μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Στην ατζέντα των δυο ανδρών βρίσκεται το «ξεπάγωμα» της Συμφωνίας Σύνδεσης της χώρας με την ΕΟΚ αλλά και το Κυπριακό. Ο Γάλλος φίλος εκφράζει τότε την «ιδιαίτερα θετική γνώμη της Γαλλίας» στο θέμα της ελληνικής ένταξης στο κλαμπ των ευρωπαϊκών χωρών. Τέσσερα περίπου χρόνια αργότερα, τον Μάιο του 1979, ξαναέρχεται. Για την υπογραφή της προσχώρησης της Ελλάδας στην Ένωση. Χάρη σε αυτόν, άλλωστε, γίνεται πραγματικότητα το καραμανλικό αξίωμα «ανήκομεν εις τη Δύσιν».
Σεπτέμβριος 1982
Ο Θόδωρος Πάγκαλος έχει γράψει πως ο Ανδρέας ζήλευε τον Μιτεράν για το εύρος της κουλτούρας του και ο Μιτεράν παρακολουθούσε τον Ανδρέα με έναν πατρικό θαυμασμό. Η πρώτη επίσημη επίσκεψη του Φρανσουά Μιτεράν στην Ελλάδα έγινε το 1982. Από τότε μέχρι το 1994 θα επιστρέψει άλλες επτά φορές εδώ – επίσημα και ανεπίσημα. Αν υπάρχει όμως μια συνάντηση τους επί ελληνικού εδάφους, που σκανδάλισε την παγκόσμια κοινή γνώμη, ήταν εκείνη του φθινοπώρου του 1984, η οποία έγινε κάτω από άκρα μυστικότητα στην Ελούντα. Εκτός από τον Γάλλο πρόεδρο ο Έλληνας πρωθυπουργός έχει καλέσει και τον συνταγματάρχη Καντάφι. Για να διευθετήσουν την κρίση στο Τσαντ μεταξύ Λιβύης και Γαλλίας. Ο Παπανδρέου είχε «προκαλέσει» τότε το Δυτικό κόσμο με την παρέμβαση του. Ήταν η εποχή που προσπαθούσε να ενισχύσει τη θέση του σε αυτόν χρησιμοποιώντας τις σχέσεις του με τον αραβικό κόσμο.
Νοέμβριος 2000
Ήρθε για πρώτη φορά στην Αθήνα το 2000, επειδή ήταν ένας από τους σταθμούς της ευρωπαϊκής του περιοδείας με θέμα τη Σύνοδο της Νίκαιας. Τρία χρόνια αργότερα βρέθηκε στην ελληνική πρωτεύουσα για την υπογραφή της συνθήκης προσχώρησης νέων κρατών. Και δυο μήνες αργότερα, τον Ιούνιο του 2003, επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη για να λάβει μέρος στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Οι σχέσεις του με τον Κώστα Σημίτη χαρακτηρίζονταν ως τυπικές. Έτσι, πάτησε το πόδι του εδώ μόνο στο πλαίσιο ευρωπαϊκών εκδηλώσεων. Ο Κώστας Σημίτης, άλλωστε, είχε κατορθώσει να χτίσει το προφίλ του ευρωπαϊστή και να εδραιώσει τη θέση της χώρας στην Ε.Ε. χωρίς να βασίζεται μόνο στο γαλλικό παράγοντα.
Ιούνιος 2008
Με τα αγαπημένα των απανταχού ταμπλόιντ παπούτσια με τακούνι – για να φαίνεται ψηλότερος – ανέβηκε στο βήμα του ελληνικού κοινοβουλίου. Όπως είχε κάνει το πολιτικό του είδωλο, ο στρατηγός Ντε Γκωλ, περίπου 45 χρόνια πριν. Ξεκίνησε την ομιλία του με την προσφώνηση: «Κύριε πρωθυπουργέ, Αγαπητέ Κώστα». Και ενημέρωσε όσους βρέθηκαν στην αίθουσα της ολομέλειας πως ο παππούς του, ο οποίος εγκατέλειψε τη Θεσσαλονίκη που λάτρευε όταν ήταν πολύ νέος, σίγουρα δεν θα φανταζόταν πως ο εγγονός του θα επέστρεφε στην Ελλάδα ως πρόεδρος της γαλλικής δημοκρατίας. Ο Σαρκό, λοιπόν, όχι μόνο βρέθηκε στον μακρινό τόπο καταγωγής του τον Ιούνιο του 2008, αλλά έδωσε στα στελέχη της νεοκαραμανλικής διακυβέρνησης τη δυνατότητα να υποστηρίζουν πως ο Καραμανλής ο νεότερος αναθέρμανε τις ελληνογαλλικές σχέσεις.
Φεβρουάριος 2013
Ο Φρανσουά Ολάντ έρχεται, για πρώτη φορά στην Αθήνα επί Αντώνη Σαμαρά, προκειμένου να στηρίξει το φιλόδοξο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων της τρικομματικής κυβέρνησης. «Δεν ήρθα στην Ελλάδα» έλεγε χαρακτηριστικά στην κοινή συνέντευξη τύπου «για να πουλήσω εξοπλισμούς, το άκουσα κι αυτό, ήρθα για να δείξω αλληλεγγύη στις προσπάθειές της. Ήρθα για να δώσω στην Ελλάδα ένα μήνυμα φιλίας, στήριξης και ανάπτυξης». Αφού είχε, βέβαια, προαναγγείλει πως οι γαλλικές επιχειρήσεις θα συμμετείχαν σε όλους τους διαγωνισμούς για τις αποκρατικοποιήσεις. Η Wall Street Journal, τότε, σχολίαζε πως η πρώτη γαλλική επίσκεψη κορυφής από το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης έστελνε όντως μήνυμα στήριξης. Αλλά από την άλλη επισήμαινε πως ήταν μια «χαμηλών τόνων, μονοήμερη επίσκεψη».
Οκτώβριος 2015
Το είπε στις πρώτες κιόλας δηλώσεις του με ελληνικό φόντο. Η επίσκεψη του ήταν μια «επίσκεψη υποστήριξης και φιλίας». Της συμβολικής στήριξης είχε προηγηθεί η έμπρακτη, το δραματικό καλοκαίρι του ίδιου έτους κατά τη διάρκεια των ολονύχτιων διαπραγματεύσεων στις Βρυξέλλες. Είχε ταχθεί ευθέως κατά του Grexit μαζί με τον Ματέο Ρέντσι. Ο Φρανσουά Ολάντ, πάντως, ξαναγύρισε στην Ελλάδα της πρώτης φοράς αριστερά κομίζοντας περίπου το ίδιο μήνυμα με εκείνο που έφερε το 2013. Μόνο που ο Τσίπρας, τον Οκτώβριο του 2015, ήλπιζε ότι ο Γάλλος πρόεδρος θα τον βοηθούσε στην έναρξη της περιλάλητης άτυπης συζήτησης για τη διευθέτηση του χρέους. Ο Ολάντ έφυγε, δυο σχεδόν χρόνια πέρασαν κι ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν έχει βάλει, για να το πούμε και στη γλώσσα του, ακόμη γραβάτα.