Η φυσική επιλογή δεν έχει σταματήσει να εξαλείφει γενετικές μεταλλάξεις που δεν είναι ευνοϊκές για τους ανθρώπους, κάτι που σημαίνει ότι οι άνθρωποι συνεχίζουν να εξελίσσονται – έστω και με πολύ αργό ρυθμό. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε μεγάλη γενετική έρευνα στο DNA 210.000 ανθρώπων στις ΗΠΑ και τη Μ. Βρετανία.
Όπως αναφέρεται στο επιστημονικό έντυπο PLoS Biology, επιστήμονες των Πανεπιστημίων Κολούμπια της Νέας Υόρκης και Κέιμπριτζ, με επικεφαλής τον εξελικτικό γενετιστή Τζόζεφ Πίκρελ, παρατήρησαν ότι οι μεταλλάξεις που σχετίζονται με τη νόσο Αλτσχάιμερ και το βαρύ κάπνισμα, είναι λιγότερο συχνές στους ανθρώπους με μεγαλύτερη διάρκεια ζωής.
Επίσης, οι μεταλλάξεις που προδιαθέτουν τους ανθρώπους για καρδιοπάθεια, υπερχοληστερολαιμία, παχυσαρκία και άσθμα, είναι λιγότερο συχνές στους ανθρώπους που ζουν περισσότερα χρόνια. Συνεπώς, τα γονίδια αυτών των ανθρώπων έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να περάσουν σε επόμενες γενιές και έτσι να εξαπλωθούν στο γενικό πληθυσμό.
«Βρήκαμε γενετικές ενδείξεις ότι η φυσική επιλογή συνεχίζει να συμβαίνει στους σύγχρονους ανθρώπινους πληθυσμούς», εξηγεί ο Δρ Πίκρελ.
Στα ζώα γενικότερα -και στους ανθρώπους ειδικότερα- νέα ευνοϊκά χαρακτηριστικά αναδύονται συνεχώς μέσω της εξέλιξης, όταν οι αντίστοιχες γενετικές μεταλλάξεις παρέχουν κάποιο πλεονέκτημα επιβίωσης. Κάθε γενιά κληροδοτεί αυτές τις επωφελείς μεταλλάξεις στις επόμενες, με αποτέλεσμα αυτές να γίνονται όλο και συχνότερες μεταξύ ενός πληθυσμού.
Παρόλο που μπορεί να χρειαστούν εκατομμύρια χρόνια για να εξελιχθούν νέα πολύπλοκα χαρακτηριστικά και ιδιότητες, η ίδια η εξέλιξη δεν σταματά να «δουλεύει» αδιόρατα σε κάθε γενιά, όπως δείχνει και η νέα μελέτη.
Έτσι, μεταξύ άλλων, η έρευνα αποκάλυψε ότι στις γυναίκες άνω των 70 ετών γίνεται σταδιακά όλο και πιο σπάνια η εμφάνιση στο DNA τους του γονιδίου ΑΡΟΕ4 που αυξάνει τον κίνδυνο της νόσου Αλτσχάιμερ, καθώς οι γυναίκες με ένα ή δύο αντίγραφα του εν λόγω γονιδίου υψηλού κινδύνου τείνουν να πεθαίνουν πολύ πριν από αυτές που δεν έχουν αυτό το γονίδιο.
Επίσης, παρατηρείται ότι, ήδη από τη μέση ηλικία, είναι λιγότερο συχνή η εμφάνιση μιας μετάλλαξης στο γονίδιο CHRNA3, που προδιαθέτει κάποιον να καπνίζει πολύ, άρα να πεθάνει πρόωρα.
Συγκρίνοντας ανθρώπους άνω των 80 ετών με ανθρώπους άνω των 60 ετών, υπολογίσθηκε ότι ανάμεσα στις δύο αυτές γενιές η συχνότητα του εν λόγω γονιδίου έχει μειωθεί κατά 1% περίπου.
Ακόμη, η έρευνα δείχνει ότι η γενετική προδιάθεση για υψηλή LDL («κακή») χοληστερόλη, για μεγάλο Δείκτη Μάζας Σώματος και για καρδιοπάθεια συνδέονται με μικρότερη διάρκεια ζωής. Σε μικρότερο βαθμό, και η γενετική προδιάθεση για άσθμα σχετίζεται με πρόωρο θάνατο.
Από την άλλη, η γενετική προδιάθεση για καθυστερημένη έναρξη της εφηβείας και η καθυστερημένη τεκνοποίηση συνδέεται με μακροζωία. Κατά μέσο όρο η καθυστέρηση κατά ένα έτος της εφηβείας σχετίζεται με τη μείωση κατά 3% έως 4% της πρόωρης θνησιμότητας τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες. Για τις τελευταίες ειδικότερα, η γενετική προδιάθεση για την καθυστέρηση κατά ένα έτος της γέννησης του πρώτου παιδιού μειώνει τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου κατά 6%.
Αυτό, κατά τους επιστήμονες, είναι ένδειξη ότι οι μεταλλάξεις στο DNA που επηρεάζουν τη γονιμότητα, συνεχίζουν να εξελίσσονται στο γενικό πληθυσμό.