Είναι πάρα πολλοί όσοι γνωρίζουν τον Θωμά Κοροβίνη ως συνθέτη, στιχουργό και ερμηνευτή λαϊκών τραγουδιών, αφού υπάρχει και δισκογραφία του («Από έβενο κι αχάτη», «Τακίμια», «Το κελί»), όπως και πάρα πολλοί εκείνοι που τον γνωρίζουν ως έναν δεινό φιλόλογο, ο οποίος μελετάει επιπλέον τις σχέσεις του ελληνικού με τον τουρκικό λαϊκό πολιτισμό (έχει ζήσει για οκτώ χρόνια στην Κωνσταντινούπολη). Μ’ οποιαδήποτε όμως μορφή και αν είναι γνωστός, αρκούν μερικοί τίτλοι βιβλίων του (είναι πάμπολλα), όπως «Σκανδαλιστικές και βωμολοχικές ελληνικές παροιμίες» (εκδ. Αγρα), «Οι Ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας» (εκδ. Αγρα), «Θεσσαλονίκη 1912-2012: Μέσα στα στενά σου τα σοκάκια» (εκδ. Μεταίχμιο), «Τι πάθος ατελείωτο και άλλες ιστορίες» (εκδ. Αγρα), καθώς και το τελευταίο του «Σκίρτημα ερωτικόν. Ο Κ. Π. Καβάφης εις την Πόλιν» (εκδ. Αγρα), για να αντιληφθούμε το εύρος μιας δραστηριότητας που κρύβει έναν καλλιτεχνικό δαίμονα και μια καθάρια παιδική ψυχή. Τη δε Νένα Μεντή (αν και ο λόγος για τις κυρίες, καλλιτέχνιδες ή μη, συνήθως προηγείται), φτάνει να τη γνωρίζεις ακόμη και ελάχιστα για να συνειδητοποιήσεις πως, παρά τις ομοιότητές της με τον Κοροβίνη, οι δυο τους συνιστούν ένα εκρηκτικό δίδυμο, καθώς η πολιτογραφημένη στο θέατρο ως κυρα-Εκαβη στο «Τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή, καθώς και ως Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου στον ομότιτλο θεατρικό μονόλογο –παρά τα άλλα πολλά και άξια που έχει κάνει –δεν μασάει ποτέ τα λόγια της. Και η συνέντευξη αυτή είναι μια πρώτης τάξεως απόδειξη.
Τι είναι αυτό που σας συγκίνησε στην προοπτική μιας κοινής συνέντευξης με τον Θωμά Κοροβίνη;
Νένα Μεντή: «Τον Κοροβίνη τον γνώρισα έξι χρόνια πριν, το 2011, με αφορμή το βιβλίο του «Ο γύρος του θανάτου». Είχα ακούσει για έναν άνθρωπο που ασχολείται με μεγάλη αγάπη με το λαϊκό τραγούδι. Τον γνώρισα, λοιπόν, και έγινε ένας πολύ αγαπημένος μου φίλος γιατί, με τα χρόνια, δεν μου έχουν μείνει πολλοί φίλοι και μάλιστα αγαπημένοι. Οι φίλοι πια είναι μετρημένοι στα δάχτυλα, δεν αποκλείεται να φταίω η ίδια γι’ αυτό, ίσως να φταίει η εποχή μας, πάντως είναι κάτι που δεν μου αρέσει καθόλου. Ο ίδιος είναι ένας άνθρωπος διανοούμενος, συγγραφέας, με μεγάλη μόρφωση –υπήρξε καθηγητής φιλόλογος -, μόρφωση σε σχέση με τη ζωή, αλλά και στο αντικείμενό του –προσωπικά δεν αισθάνομαι να διαθέτω τίποτε από όλα αυτά. Αισθάνομαι μόνον ότι είμαι μια ηθοποιός περισσότερο της ζωής παρά της τέχνης, μ’ αρέσει να το λέω αυτό. Με τον ίδιο αισθάνομαι να με δένει μια ερωτική, μπορώ να πω, φιλία. Κάποια στιγμή αποφασίσαμε να μεταφέρουμε στο θέατρο τον «Γύρο του θανάτου», αλλά δεν τα καταφέραμε, ήταν ακριβή παραγωγή, είχε εννέα πρόσωπα. Ετσι κάναμε τον έναν μονόλογο, «Η Σύλβα και ο Δράκος», που είναι ίσως από τα καλύτερα πράγματα –αυτό τουλάχιστον νομίζω –που έχω κάνει στο θέατρο, γιατί κατάφερα χωρίς σκηνοθεσία να δημιουργήσω μια ατμόσφαιρα θεατρική πάνω στη σκηνή, καθισμένη σε μια καρέκλα. Στην ουσία επρόκειτο για μια αφήγηση που αναφέρεται στη Θεσσαλονίκη στα τέλη της δεκαετίας του ’50, στα λαϊκά κέντρα και στο λαϊκό τραγούδι που το λατρεύω –η Σύλβα είμαι μια λαϊκή τραγουδίστρια».
Κύριε Κοροβίνη, σε ποιον ή σε ποιους θα «χρεώνατε» την πολυμέρεια των πνευματικών και καλλιτεχνικών ενδιαφερόντων σας, όπως μας γίνεται γνωστή μέσα από τις ποικίλες δραστηριότητές σας;
Θωµάς Κοροβίνης: «Οι δρόμοι που μου ανοιχτήκανε και που γίνονται και σε μένα γνωστοί μέσω της δημιουργίας, οφείλονται κυρίως στις καταβολές μου, στις πηγές μου. Από τη μία είναι η καθαρά βιωματική πρόσληψη, ο τρόπος με τον οποίο έζησα ως παιδί στην επαρχία, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο άνοιξα τα φτερά μου, πρώτα στη Θεσσαλονίκη και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη, τις δύο πολιτείες που αισθάνομαι να ορίζουν το μέσα μου και το έξω μου για όλη μου τη ζωή. Από την άλλη, είναι η θητεία μου στα γράμματα, η προσωπική τριβή δηλαδή, και οι μεγάλοι μου δάσκαλοι, τέσσερις άνθρωποι κυρίως: ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Γ. Π. Σαββίδης, η Διδώ Σωτηρίου και ο Δ. Ν. Μαρωνίτης. Αυτοί οι τέσσερις και δευτερευόντως και κάποιοι άλλοι με βοήθησαν γιατί υπήρξα ίσως μαθητής φιλομαθής. Διαφορετικές προσωπικότητες αλλά πολύ δυνατές, δύσκολοι δάσκαλοι όλοι τους, ιδιαίτεροι, αλλά έπεσα πάνω τους με τα μούτρα για να τους ρουφήξω. Συνδέθηκα προσωπικά και με τους τέσσερις. Αυτοί είναι, λοιπόν, μαζί με ένα ρίσκο που πήρα, ακολουθώντας αυτό που λέει ο Οδυσσέας Ελύτης σ’ ένα κείμενό του, στα «Ανοιχτά χαρτιά», και το χρησιμοποιώ ως μότο, το «Τέχνη – τύχη – τόλμη»».
Τι συμβαίνει με την κυρία Μεντή και ενώ είναι για δεκαετίες μια εδραιωμένη πρωταγωνίστρια, ταυτόχρονα θα τη χαρακτήριζε κανείς μια ηθοποιό-αντιστάρ;
Θ.Κ.: «Ακριβώς γιατί είναι συνδυασμός ενός ταλέντου καλλιτεχνικού και ενός ταλέντου ζωής. Κάτι σπάνιο που καθρεφτίζεται τόσο μέσα στην τέχνη της όσο και μέσα στη ζωή της. Θα πει τη γνώμη της ορθά-κοφτά για το καθετί, γεγονός που δεν είναι πάντα αρεστό, για να μην πω ότι τις περισσότερες φορές είναι δυσάρεστο, ενώ ταυτόχρονα στη θεατρική της έκφραση παραμένει μια γήινη προσωπικότητα είτε ενσαρκώνει τη λαϊκή ποιήτρια Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου είτε την κυρα-Εκάβη στο «Τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή. Δεν θα έλεγα ότι η δική της ζωή είναι περιθωριακή, αντίθετα είναι μια κανονική ζωή που κλίνει όμως προς τα ταπεινά. Και αυτό με κάνει να δένομαι μαζί της σε βαθμό που θα μιλούσα για ένα είδος ψυχικής μέθεξης. Ο άνθρωπος και ο καλλιτέχνης ενώνονται στη Μεντή και συγκροτούν μια έκφραση πολύ υψηλής κλίμακας».
Ν.Μ.: «Μπορώ, νομίζω, να προσθέσω κάτι, με μια διαδρομή 51 χρόνων στο θέατρο, εννοώ διαδρομή επαγγελματική, δεν εννοώ καριέρα, που είναι κάτι άλλο. Μια διαδρομή πάρα πολύ δύσκολη, γιατί είμαι και η ίδια ένας πολύ δύσκολος χαρακτήρας, λίγο ατίθασος –νέα ήμουν ακόμη πιο πολύ. Κάτι που για εμένα έχει παίξει πολύ μεγάλο ρόλο, και το καταλαβαίνω ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, είναι ότι ανήκω σε μια γενιά ηθοποιών που πρόλαβε να έχει δασκάλους, όχι με την έννοια μιας σχολής, αλλά να τους έχει δει και να τους έχει ζήσει, τους τελευταίους μεγάλους του θεάτρου και του κινηματογράφου. Είχαμε πραγματικά πολύ σπουδαίους ηθοποιούς που μας δώσανε μεγάλα μαθήματα».
Θ.Κ.: «Θα έλεγα ότι εννοείς ένα παλαιόν ήθος».
Ν.Μ.: «Ακριβώς. Δεν θέλω να πω πόσο πιο καλά ήταν τα παλαιότερα χρόνια σε σχέση με τα τωρινά. Και κείνα είχανε και τα καλά τους και τα κακά τους, όπως έχουν και τα τωρινά, μόνο που σήμερα είναι πιο πολλά τα κακά. Θέλω να πω κυρίως ότι η δική μου γενιά είναι μια γενιά ηθοποιών που είδε πάνω στη σκηνή πολύ σπουδαίους ηθοποιούς. Και τους άκουσε να της μιλάνε στην περιοδεία, στην ταβέρνα και να της λένε πράγματα που, όταν αργότερα τους έβλεπε στο σανίδι, στη διάρκεια της πρόβας, να τα υλοποιούνε, ενώ φτιάχνανε τον ρόλο τους, ένιωθε να κοινωνεί με το βαθύ μυστήριο του θεάτρου. Είναι κάτι που δεν συμβαίνει πια στο θέατρο, το λέω με πολύ μεγάλη πίκρα, έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα. Αν και εκτιμάω βαθύτατα πολλούς νεότερους ηθοποιούς –μπορώ να αναφέρω 20 το λιγότερο, γυναίκες και άνδρες, σπουδαίους ηθοποιούς –τα ήθη της εποχής μας υπαγορεύουν άλλου είδους συμπεριφορές. Φταίνε, βέβαια, και οι οικονομικές συνθήκες, αλλά όταν χρειάζεται να κάνεις πέντε δουλειές για να επιβιώσεις, πώς να επενδύσεις σε κάτι όσον αφορά τον χρόνο, τη σύνεση και τη συγκρότηση, που είναι απαραίτητες για να γίνει ένα έργο της προκοπής; Λίγο-πολύ ζούμε όλοι μας μια σχιζοφρένεια».
Θ.Κ.: «Και μια απάνθρωπη, θα έλεγα, ανταγωνιστικότητα, αν και αιτιολογημένη λόγω του πανικού της εποχής μας. Αλλά οι ηθοποιοί αυτοί για τους οποίους μίλησε η Μεντή και επηρέασαν πάρα πολύ και εμάς που δεν γίναμε ηθοποιοί, τους νιώθαμε λίγο-πολύ σαν οικογένειά μας, εξέφραζαν ένα ήθος που, καθώς εξέλιπαν οι ίδιοι, δεν υπάρχει πια. Εχει αλλάξει όλος ο νεοελληνικός θίασος μέσα στη ζωή μας. Το ίδιο συμβαίνει και με το λαϊκό τραγούδι, τελείωσε, έκλεισε. Σκεφτόμουν προτού αρχίσουμε τη συζήτησή μας ότι δεν μιλάμε πια με παροιμίες, δεν ακούγονται πια παροιμίες. Συναντάς έναν παπά σ’ ένα χωριό, του μιλάς για κάτι παλαιότερο και ο ίδιος σου αποκρίνεται με τίτλους της τηλεόρασης. Αυτά είναι φοβερά πράγματα».
Εχει αλλάξει η ψυχοσύνθεση του Ελληνα;
Θ.Κ.: «Ναι, και αυτό είναι κάτι πολύ επικίνδυνο –χωρίς να μ’ αρέσει να παριστάνω τον κινδυνολόγο –γιατί συντελείται ραγδαία η απώλεια της νεοελληνικής ταυτότητας. Παρατηρείς ν’ αλλάζει το σκηνικό χωρίς να έχει καμιά σχέση η αλλαγή αυτή με τους ξένους που έχουν έρθει. Οι ξένοι, αντίθετα, μπορεί να μας πλουτίσουν σαν κοινωνία και να δημιουργηθεί ένα πολυεθνικό μωσαϊκό, όπως έγινε παλιά με την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και τη Θεσσαλονίκη».
Ν.Μ.: «Χρόνια τώρα προβάλλεται ένα άλλο μοντέλο ζωής…».
Θ.Κ.: «…που το ακολουθούν μάλιστα απερίσκεπτα και ανερμάτιστα άνθρωποι μορφωμένοι, καθηγητές πανεπιστημίου, καλλιτέχνες. Αδικαιολόγητο. Αν και έπρεπε να επιμένουν ελληνοκεντρικά –δεν εννοώ εθνικοκεντρικά –με την έννοια δηλαδή μιας στάσης ζωής που έφτιαξε την ταυτότητά μας, κάτι που χρειάζεται προκειμένου να έχει ένα σήμα και να κρατηθεί ο λαός αυτός. Αν λείψει το δημοτικό τραγούδι, που νοθεύτηκε και ρημάχτηκε με τις δικτατορίες, αν σβήσει το λαϊκό τραγούδι, και γίνουμε εντελώς αμερικανάκια στη συμπεριφορά μας, το κάψαμε το χαρτί μας. Τι θα έχουμε να πούμε για τον ίδιο μας τον εαυτό; Θα γίνουμε το παράδειγμα μιας χώρας που υιοθέτησε άκριτα ανάμεικτα μοντέλα και πήγε κατά διαόλου».
Κυρία Μεντή, σε ποιον βαθμό πιστώνετε την επιλογή του θεάτρου στις οικογενειακές σας καταβολές;
Ν.Μ.: «Σίγουρα τον πρώτο ρόλο στην επιλογή μου να γίνω ηθοποιός τον έπαιξε ο πατέρας μου. Το σπίτι μου ήταν μικροαστικό και πολύ φτωχό, οι γονείς μου όμως αγαπούσανε πολύ την τέχνη. Ακούγαμε μουσική, ακούγαμε «Το θέατρο στο μικρόφωνο» του Αχιλλέα Μαμάκη, δεν ζούσαμε στην Αθήνα, αλλά και να ζούσαμε στην Αθήνα δεν είχαμε λεφτά για να πάμε στο θέατρο. Από μικρό παιδί, ήξερα τους ηθοποιούς χωρίς να τους έχω δει. Ο μπαμπάς διάβαζε ποίηση, Γιάννη Ρίτσο και Τάσο Λειβαδίτη, τους πεζογράφους Ανδρέα Φραγκιά και Αρη Αλεξάνδρου, ήταν αριστερός, δεν έχει νόημα πια η λέξη, αλλά εγώ θα συνεχίσω να τη λέω. Ο αδελφός μου έγινε μουσικός, η μάνα μου τραγούδαγε από το πρωί έως το βράδυ. Ο μπαμπάς, πολύ σπουδαίος μπαμπάς, άνθρωπος με πολύ μεγάλη αυτοπεποίθηση, την οποία έχω κληρονομήσει –όσο επηρμένο κι αν ακούγεται, δεν με κλονίζει κανείς».
Εννοείτε στο θέατρο;
Ν.Μ.: «Οχι μόνο, εννοώ στην καθημερινότητά μου, στο μαγείρεμά μου, στους φίλους μου, στα χαρτιά μου, στον κινηματογράφο μου. Ετσι ζω. Αισθάνομαι πως χωράω κι εγώ σ’ αυτόν τον κόσμο, ότι μπορώ να εκφραστώ μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο, μ’ όλες τις δυσκολίες προσαρμογής που έχω και που είχα επί 25 χρόνια στο θέατρο. Είχα τεράστιες δυσκολίες, με το ένα πόδι ήμουνα έξω από τη δουλειά, δεν άντεχα. Αλλά το θέμα ήταν για τον μπαμπά μου. Σπουδαίος άνθρωπος, έχει γράψει υπέροχα τραγούδια. Τα ακούω τώρα, είναι συγκινητικά, όχι για μένα, για μένα θα ήταν έτσι ή αλλιώς, αλλά για τους άλλους, που μου λένε: «Καλά, αυτό το έγραψε ο μπαμπάς σου το ’52; Πώς γίνεται και μου σηκώνεται η τρίχα σήμερα;»».
Οι δικές σας οικογενειακές καταβολές, κύριε Κοροβίνη;
Θ.Κ.: «Μεγάλωσα σ’ έναν προσφυγικό συνοικισμό, σ’ ένα ψαροχώρι, τη Μηχανιώνα. Το καφενείο έχει παίξει πολύ μεγάλο ρόλο στη ζωή μου –«Μπάτης» λεγόταν το καφεζυθοπωλείο που είχανε οι γονείς μου. Διάβαζα εφημερίδα από πέντε χρόνων, προτού πάω ακόμη στο Δημοτικό. Κυκλοφορούσε τότε η «Μακεδονία», που ήταν η δημοκρατική εφημερίδα, σε αντίθεση με τον «Ελληνικό Βορρά», που ήταν η δεξιά εφημερίδα της εποχής. Επειδή η μάνα μου είχε πολλή δουλειά στο καφενείο, με μεγάλωνε η μάνα της, η γιαγιά μου, και κάτι μεγαλοκοπέλες της γειτονιάς που δεν είχανε παντρευτεί ακόμη, τις λέγανε γεροντοκόρες, αν και δεν ήταν 30 χρόνων. Κάνα δυο ζούνε ακόμη, τις έχω σαν δεύτερες μάνες μου. Πήρα πολλά πράγματα απ’ αυτές τις γυναίκες, όπως πήρα και από ψαράδες, από γεωργούς, με αυτούς τους ανθρώπους μεγάλωσα, είμαι λαϊκό παιδί. Εχω ζυμωθεί μ’ αυτούς τους ανθρώπους, μιλάμε για μια πολυάνθρωπη κοινωνία, πλούσια σε βιώματα, με τελείως διαφορετικούς χαρακτήρες, χωρίς να θέλω να πω ότι ήταν όλα ιδανικά. Αλλος έδερνε τη γυναίκα του, άλλος μεθούσε, ήταν όμως άνθρωποι παιδεμένοι, με μια ιδιαιτερότητα ο καθένας, υπήρχε αυτό που λέμε «παλαιόν ήθος», που αισθάνομαι να με δεσμεύει πάρα πολύ. Πλούσιος ο λόγος τους, απίστευτες ιστορίες, δράματα και κωμωδίες μαζί, μια απίστευτη ανθρώπινη παρακαταθήκη. Μετά ήρθανε οι σπουδές και η ποίηση, συνειδητοποιημένη όμως σαν μια μορφή αλητείας. Αυτό με όλη τη σοβαρότητα που χρειάζεται να δώσουμε στη λέξη. Χωρίς την αγοραία, την αλήτικη ζωή, δεν μπορώ να υπάρξω, νιώθω αποστειρωμένος. Δεν μπορώ να γίνω ένας άνθρωπος comme il faut».
Ν.Μ.: «Με συγχωρείτε, θα ήθελα να προσθέσω κάτι. Και μένα με ελκύει πάρα πολύ η αλητεία, αλλά δεν θα μπορούσα να κάνω μια αντίστοιχη ζωή. Προέρχομαι από ένα πολύ κανονικό σπίτι, με μια παιδεία που θεωρούσε την αλητεία ένα είδος υπέρβασης, χώρια που δεν πήγαινε και σε μένα. Αν και στον πατέρα μου χρωστάω τα πάντα, έμαθα, όταν πέθανε, ότι δεν ήθελε να γίνω ηθοποιός, γιατί πίστευε ότι στο σπίτι που μεγάλωσα και με τις αρχές που είχα πάρει θα ήταν δύσκολο να προσαρμοστώ στο θέατρο και θα υπέφερα. Εστω κι αν τελικά αισθανόταν πολύ περήφανος για εμένα και όταν ερχόταν να με δει να παίζω, σκουντούσε τους συνθεατές του και τους έλεγε: «Η κόρη, η κόρη μου». Πίστευε σε μένα και έλεγε: «Η Νένα θα φτιάξει πράγματα στη ζωή της». Τι πράγματα, αν δεν γινόμουν ηθοποιός, το πολύ πολύ να έφτιαχνα κανένα μουσακά, δεν το λέω καθόλου υποτιμητικά. Ημουνα τεμπέλα, δεν ήμουνα για πανεπιστήμιο, δεν στρωνόμουν. Στο θέατρο, όμως, έριξα πολλή δουλειά. Αλλά για να επανέλθω στο θέμα «αλητεία», τη θαύμαζα σε κείνους που τους χαρακτήριζε, εμένα όμως δεν μου πήγαινε. Ομως αν κάτι μου βγήκε όταν έκανα την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου στο θέατρο, ήταν ακριβώς η «αλήτικη» συμπεριφορά της. Κατά τη γνώμη μου, ήταν μια διχασμένη προσωπικότητα, μια διανοούμενη και ταυτόχρονα μια λούμπεν αλήτισσα».
Θ.Κ.: «Επειδή η αλητεία είναι μια έννοια στιγματισμένη, θα ήθελα να πω ότι ο αλήτης δεν είναι ένας λούμπεν άνθρωπος που σφάζει, ρημάζει, κλέβει, ή ότι είναι αγοραίος στον έρωτα. Αλλά ότι μπορεί να συνδυάζεται με μια συνείδηση της κοινωνίας που ευαγγελίζεται αλλαγές στον κόσμο. Ο αλήτης δεν είναι ένας αντικοινωνικός, περιθωριακός τύπος. Πρόκειται, βέβαια, για μια δύσκολη μείξη, να ξέρεις γράμματα και ταυτόχρονα ν’ αγκαλιάζεις όλον τον κόσμο με μια αντίστοιχη, ερωτική θα έλεγα, διάθεση. Αν αυτή η διάθεση δεν διαρκεί ως την τελευταία σου πνοή, τότε δεν είσαι ούτε χριστιανός, ούτε αριστερός, ούτε τίποτε. Εχουμε γεμίσει άκαρδους χριστιανούς και κομμουνιστές που δεν αγαπάνε τους ανθρώπους. Μας έχουν φλομώσει στη θεωρία».
Κυρία Μεντή, τι σας θυμώνει ιδιαίτερα στην Ελλάδα του 2017;
Ν.Μ.: «Το ότι δεν αντιδράει κανείς μας σ’ αυτήν την απόλυτη ξεφτίλα που κυριαρχεί. Παρόλο που δεν είμαστε όλοι στην ίδια κατάσταση, φαίνεται πως έχουμε πάψει να πιστεύουμε ότι η διαχείριση του μυαλού μας είναι προσωπική μας υπόθεση».
Θ.Κ.: «Θα χρειαζόταν με μια ενωτική διάθεση να αντιμετωπίσουμε αυτόν τον όλεθρο που πέφτει κάθε μέρα πάνω στο κεφάλι μας όλο και πιο πολύ. Και αυτό αφορά κυρίως τους νέους που, παρά τα άλλοθί τους, στέκονται εντελώς αδιάφοροι και παθητικοί δέκτες. Το πιο αρνητικά συνταρακτικό γεγονός των τελευταίων χρόνων. Αν οι νέοι δεν μπαίνουν στην πρωτοπορία, οι απερχόμενοι τι να κάνουν; Δεν γίνεται να ρίχνεις το ανάθεμα στους προηγούμενους, στην εποχή, στους ξένους, στον Σόιμπλε, στον Πρωθυπουργό και σύ να μην κάνεις τίποτε. Οταν οι νέοι συμπεριφέρονται ως ουραγοί, μοιραία όλος ο υπόλοιπος λαός παραμένει άπραγος και ζει μέσα σ’ αυτήν τη σαπίλα, σ’ αυτήν την καταστροφή, σ’ αυτήν την υφαρπαγή συνειδήσεων και ψυχών, των πάντων, όπως ακριβώς συμβαίνει στους καιρούς μας».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ