Σε ό,τι αφορά τις συνεντεύξεις, ο Κίλιαν Μέρφι δεν είναι η ευκολότερη περίπτωση καλλιτέχνη. Ευγενέστατος µεν αλλά χαρακτήρας µάλλον ντροπαλός, ο 41χρονος ηθοποιός χειρίζεται µε φειδώ τον λόγο, σαν να προσέχει µήπως εκτεθεί ή µήπως εκθέσει κάποιον µε αυτά που θα πει. Η άποψή του; «Οσο λιγότερα ξέρεις για έναν ηθοποιό, τόσο καλύτερα µπορείς να τον ακολουθήσεις όταν τον βλέπεις να υποδύεται έναν ήρωα. Και το βρίσκω λογικό». Ο Μέρφι, τον οποίο συνάντησα για δεύτερη φορά πριν από περίπου έναν µήνα στο Λονδίνο για τη «Δουνκέρκη», που προβάλλεται από την προπερασµένη Πέµπτη στις αίθουσες (σε διανοµή Τanweer), δεν ακολουθεί τους κανόνες του συστήµατος, δεν κάνει δηµόσιες σχέσεις, ούτε και κοσµικές εµφανίσεις. «Είµαι αφεντικό του εαυτού µου. Δεν έχω κάποιον να κατευθύνει τις πράξεις µου και παίρνω εγώ όλες τις αποφάσεις που µε αφορούν».
Στο πολεµικό δράµα «Δουνκέρκη», που σκηνοθέτησε ο Κρίστοφερ Νόλαν, ο ιρλανδός ηθοποιός υποδύεται έναν από τους ήρωες µιας ιστορίας που βασίζεται σε αληθινά περιστατικά του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου: έναν βρετανό στρατιώτη µε έντονο µετατραυµατικό στρες (shell shock), καθώς έχει µόλις επιβιώσει από βοµβαρδισµούς των Γερµανών. Η πιο νευραλγική και ανθρώπινη σχέση στην ταινία είναι εκείνη ανάµεσα στον ήρωα του Μέρφι και αυτόν του Μαρκ Ράιλανς, του πολίτη που τον διασώζει µε το σκάφος του και εν συνεχεία τον αναγκάζει να τον ακολουθήσει στην Επιχείρηση Dynamo –την επιχείρηση της σωτηρίας των 400.000 στρατιωτών που ήταν εγκλωβισµένοι στον γαλλικό Βορρά. «Δεν είναι η πρώτη φορά που υποδύοµαι έναν ήρωα σε τέτοια κατάσταση» µας είπε ο Μέρφι στο Λονδίνο. «Από ένα παρόµοιο τραύµα πάσχει ο ήρωάς µου στην τηλεοπτική σειρά «Peaky Blinders». Εποµένως γνώριζα από προηγούµενες έρευνές µου περίπου πώς να κινηθώ. Ωστόσο, δεν υπάρχει κάποια συγκεκριµένη αντίδραση όταν έχεις τέτοια τραύµατα, κάθε άτοµο ανταποκρίνεται διαφορετικά. Για παράδειγµα, διάβασα κάπου ότι αρκετοί στρατιώτες µε shell shock έχασαν την όρασή τους. Χωρίς λόγο. Αυτό ήταν απλώς το σύµπτωµά τους…».
Ως Ιρλανδός, ο Κίλιαν Μέρφι δεν είχε συγγενείς που πολέµησαν στον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο («ήταν υπόθεση των Βρετανών, εµείς µείναµε ουδέτεροι» θα πει), εποµένως γνώριζε για τη «Δουνκέρκη» µόνο αυτά που διδάχθηκε στο σχολείο. «Στο πνεύµα της, όµως, η ταινία του Κρις (σ.σ.: Νόλαν) προασπίζει την έννοια της ενσυναίσθησης και νοµίζω ότι αυτό ακριβώς είναι που πολύς κόσµος χρειάζεται στις µέρες µας. Ενσυναίσθηση για τον στρατό, ενσυναίσθηση ακόµη και για τον εχθρό! Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος για τον οποίο θεωρώ ότι η ταινία µπορεί να λειτουργήσει ακόµη και σε όσους δεν γνωρίζουν για τη Δουνκέρκη».
Ο Κίλιαν Μέρφι πάντως αποστασιοποιείται από τις ταινίες του, όπως ενδεχοµένως να συµβαίνει µε τους περισσότερους ηθοποιούς. «Αν µια ταινία στην οποία παίζω πραγµατεύεται για παράδειγµα τη συγχώρηση µε έναν συγκεκριµένο τρόπο, αυτό δεν σηµαίνει απαραιτήτως ότι συµφωνώ µαζί της. Οι ταινίες, τα βιβλία, κάθε µορφή τέχνης, οφείλουν να θέτουν τις ερωτήσεις, όχι να δίνουν τις απαντήσεις».
Σύµφωνα µε τον ίδιο, η ενασχόλησή του µε την υποκριτική οφείλεται στην τύχη. Γεννηµένος στις 25 Μαΐου 1976 στο Κορκ της Ιρλανδίας, εγκατέλειψε τις νοµικές σπουδές µε στόχο να γίνει µουσικός. Εγραφε τραγούδια, έπαιζε κιθάρα σε µικρά συγκροτήµατα, τραγουδούσε (κάτι που µεταγενέστερα έκανε και σε ορισµένες ταινίες του, όπως το «Πρόγευµα στον Πλούτωνα»). Αλλά, στα µέσα της δεκαετίας του 1990, «κάπως προέκυψε η ηθοποιία και µε παρέσυρε. Στην αρχή νόµιζα ότι θα έπρεπε να αρκεστώ στο θέατρο, όπως και το ήθελα. Στη συνέχεια, κατά κάποιον τρόπο, εξελίχθηκα. Τίποτε βέβαια δεν έγινε µέσα σε µία νύχτα».
Οταν ο Μέρφι αναφέρεται στο πώς οι γονείς του (πατέρας σχολικός επιθεωρητής, µητέρα καθηγήτρια Γαλλικών) δέχθηκαν την απόφασή του να ασχοληθεί µε τις τέχνες ακούγεται συγκρατηµένος, προτιµά να µην πει πολλά. Αρκείται στο ότι «στην αρχή εξεπλάγησαν, µετά ήταν περισσότερο ενθαρρυντικοί». Επιστρέφοντας στη µουσική, λέει ότι εξακολουθεί να παίζει µεγάλο ρόλο στη ζωή του: «Είναι µια προσωπική µορφή έκφρασης, µέσω της µουσικής δηλώνω το ποιος είµαι. Με κινεί συναισθηµατικά, και όταν αυτό συµβαίνει, οι ερµηνείες µου καλυτερεύουν. Τη χρειάζοµαι».
Οταν µεγάλωνε στην Ιρλανδία του άρεσαν οι ταινίες που είχαν συναισθηµατικό αντίκτυπο επάνω του. Αναφέρει τίτλους όπως «Ε.Τ. Ο Εξωγήινος», «Γκρέµλινς» και «Επιστροφή στο µέλλον». «Να βγαίνεις από το σινεµά χωρίς να νιώθεις τίποτε είναι χαµένες ώρες» σχολιάζει. Αργότερα, µεγαλώνοντας, άρχισε να αναζητεί την ποίηση στον κινηµατογράφο και τη βρήκε σε ταινίες όπως η «Λεπτή κόκκινη γραµµή» του Τέρενς Μάλικ, την οποία επίσης αναφέρει. Σήµερα του αρέσουν οι σκηνοθέτες οι οποίοι «κάνουν τις ταινίες που εκείνοι θέλουν να κάνουν, όπως ακριβώς θέλουν να τις κάνουν». Φέρνει ως παράδειγµα την Κλόντια Γιόσα του «Aloft», τον Νιλ Τζόρνταν, µε τον οποίο συνεργάστηκε υπέροχα στην ταινία «Πρόγευµα στον Πλούτωνα», τον Κεν Λόουτς, µε τον οποίο δούλεψε στο αριστουργηµατικό «Ο άνεµος χορεύει το κριθάρι» και βέβαια τον Κρίστοφερ Νόλαν της «Δουνκέρκης», του «Inception» και του «Μπάτµαν: Η αρχή», όπου δούλεψαν για πρώτη φορά µαζί. «Η εµπορική απήχηση και όλα αυτά τα πράγµατα δεν µε απασχολούν καθόλου, µε ενδιαφέρουν οι άνθρωποι µε τους οποίους θέλω να συνεργαστώ» επιµένει ο Μέρφι. «Αυτές οι συνεργασίες, βέβαια, δεν είναι απαραίτητο να πραγµατοποιούνται στον κόσµο του καλλιτεχνικού σινεµά, µπορούν κάλλιστα και στον κόσµο των ταινιών blockbuster. Το ζήτηµα είναι να υπάρχει αληθινή φωνή. Αυτή είναι η προτεραιότητά µου».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ