Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε την περασμένη εβδομάδα τρεις παρεμβάσεις αναγκαίες για τη ΝΔ. Προσγείωσε τη συζήτηση από τις ιστορικές διαμάχες στη μάχη για την καθημερινότητα των πολιτών. Ζήτησε αντιπαράθεση ουσίας και όχι κραυγές. Ανοιξε το κόμμα του σε όσους πολίτες θέλουν να συμπορευτούν μαζί του για «την επανεκκίνηση» της Ελλάδας. Οσα είπε είχαν την αξία τους για το πολωτικό σκηνικό που στήνεται εν όψει της ΔΕΘ, είχαν όμως και την εσωκομματική ερμηνεία τους. Στη ΝΔ, όπως και στη ΔΗΣΥ και στον ΣΥΡΙΖΑ, εξελίσσεται ένας εσωτερικός διάλογος για τη φυσιογνωμία της. Τρία κόμματα σε κρίση ταυτότητας εν όψει του προεκλογικού 2018.
Χωρίς σταθερή διαχωριστική γραμμή –εφόσον η διαίρεση Δεξιά/Αριστερά ατόνησε, αντικαταστάθηκε από το Μνημόνιο/Αντιμνήμονιο, που και αυτό εγκαταλείπεται -, διαπιστώνονται ρευστότητα και ιδεολογική ασάφεια. Ποιοι είναι οι κεντροδεξιοί και ποιοι είναι οι κεντροαριστεροί; Και γιατί αποφεύγουν όλοι να μιλήσουν για τον ρόλο της Ελλάδας στην Ευρώπη; Ακόμη και την παραμονή της επίσκεψης στην Αθήνα του Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος ετοιμάζεται να καταθέσει προτάσεις για την ενίσχυση της οικονομικής και νομισματικής σύγκλισης, για τη σύγκλιση των φορολογικών και κοινωνικών πολιτικών, για την άμυνα και την ασφάλεια, στα ελληνικά κόμματα το θέμα είναι ανύπαρκτο. Θέλουμε να παραμείνουμε στον πυρήνα της Ευρώπης, ή άλλα κράτη θα προχωρήσουν πιο γρήγορα και αποφασιστικά, και εμείς θα μείνουμε με τους καθυστερημένους στη δεύτερη ή στην τρίτη ταχύτητα; Μόνο μια πρωτοβουλία υπήρξε σε αυτή την κατεύθυνση από τον τομεάρχη της ΝΔ Γιώργο Κουμουτσάκο, ο οποίος έστειλε επιστολή στον Πρόεδρο της Βουλής Νίκο Βούτση ζητώντας να συσταθεί μια ad hoc υποεπιτροπή για το Brexit. Για ένα θέμα δηλαδή που έχει συνταράξει την Ευρώπη και επηρεάζει τη ζωή δεκάδων ελλήνων πολιτών.
Ο κ. Μητσοτάκης στρέφει το κόμμα προς το Κέντρο, σε αντίθεση με τον προκάτοχό του Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος είχε πιο δεξιό προφίλ, καθώς παραδοσιακά η κατάληψη του Κέντρου σημαίνει άνοδο στην εξουσία. Σήμερα όμως, με τις θολές διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα κόμματα, έχει νόημα αυτή η στροφή;
Η ΝΔ στη βιτρίνα της έχει έναν αρχηγό προοδευτικό, μεταρρυθμιστή, φιλοευρωπαίο. Πίσω από αυτή, βρίσκεται το ίδιο «σκουριασμένο» κόμμα που έχασε σημαντικές δυνάμεις στις εκλογές του 2012 και του 2015 και που δεν αρέσει στον κόσμο. Είναι το κόμμα με τους 16 βουλευτές που ζητούσαν την εκπλήρωση του Τάματος του Εθνους, δηλαδή της ανέγερσης του φαραωνικού Ναού του Σωτήρος Χριστού στην Αθήνα, με τον πρώην υπουργό που πιστεύει ότι η ομοφυλοφιλία είναι κολλητική αρρώστια, με τον πρώην πρωθυπουργό που θεωρεί ότι δικαιώνεται νομιμοποιώντας θεωρίες συνωμοσίας για τις πυρκαγιές του 2007. Με τον, προερχόμενο από τη ΝΔ, Πρόεδρο της Δημοκρατίας ο οποίος ήθελε να εξοντώσει τον μινώταυρο του νεοφιλελευθερισμού και δήλωνε ότι το νόμισμα αποκτά νόημα μόνο όταν υπηρετεί τον άνθρωπο. Ο κ. Μητσοτάκης μπορεί να οραματίζεται την ανανέωση της ΝΔ και να έχει αποδοκιμάσει τον ευρωσκεπτικισμό του Προκόπη Παυλόπουλου, επισημαίνοντας ότι «δεν εκφράζει τη θέση της Ελλάδας στην ενωμένη Ευρώπη με τον τρόπο που εγώ επιθυμούσα». Γνωρίζει όμως ότι στο κόμμα του υπάρχει ρεύμα κριτικής για την Ευρώπη, ότι η πτέρυγα της παραδοσιακής Δεξιάς δεν αισθάνεται άνετα με τις καινοτομίες του, όπως είναι το μητρώο στελεχών. Και ότι συνεχίζει να ορκίζεται στα σεπτά εικονίσματα της παράταξης, την ώρα που εκείνος μιλά για την κλιματική αλλαγή, την υπογεννητικότητα, τα τροχαία δυστυχήματα. Η αναφορά του στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, στην αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας και στην επίτευξη της εθνικής συμφιλίωσης, τόσο στο άρθρο του στην «Καθημερινή της Κυριακής» όσο και στο συντονιστικό των τομεαρχών, σήμανε εκεχειρία. Οχι για πολύ.
Οσα διεμείφθησαν στο συντονιστικό της περασμένης Τρίτης έμειναν πίσω από την κλειστή και προσεκτικά φρουρούμενη πόρτα της αίθουσας συνεδριάσεων, που βρίσκεται στο ισόγειο των κεντρικών γραφείων της ΝΔ. Ο απόηχός τους, ωστόσο, δεν φανέρωνε ομοψυχία αλλά ένταση και φαγωμάρα. «Είναι δυνατόν να χαρακτηρίζει το στυλ Αδωνη την αντιπολίτευση της ΝΔ;» ρωτούσαν ορισμένοι, επικρίνοντας την υπερδραστηριότητα και το ύφος του αντιπροέδρου. «Γιατί δεν κινητοποιούνται και αυτοί; Κάποιοι έχουν εξαφανιστεί!» ερχόταν η απάντηση από την άλλη πλευρά.
Χωρίς «πάγκο»
Από το περιβάλλον του προέδρου της ΝΔ αφήνεται να διαρρεύσει δυσαρέσκεια για την απόδοση των τομεαρχών, η αξιολόγηση της δουλειάς τους δεν κρίνεται ικανοποιητική. Και μόνο που τους είπε ότι θα πρέπει εκείνοι να καθορίζουν την ατζέντα και όχι ο ΣΥΡΙΖΑ, αρκεί. Τι σημασία έχει ο καβγάς για το ποιοι είναι αυθεντικοί δεξιοί ή μετριοπαθείς κεντρώοι, όταν ούτε οι πρώτοι ούτε οι δεύτεροι πιάνουν τα ποντίκια, όπως έλεγε και ο Ντεγκ Χσιάο Πινγκ. Ο «ανασχηματισμός» θα ήταν μια λύση, αλλά ο κ. Μητσοτάκης αντιμετωπίζει το ίδιο πρόβλημα με τον Αλέξη Τσίπρα: δεν έχει πάγκο.
Σε αντίθεση με τον Πρωθυπουργό, όμως, άνοιξε εγκαίρως τα χαρτιά του προς τη Δημοκρατική Συμπαράταξη, η οποία βρίσκεται σε διαδικασία εκλογής αρχηγού. Υπενθύμισε ότι «η Νέα Δημοκρατία, πολύ πρόσφατα, συγκυβέρνησε με τον παραδοσιακό της πολιτικό αντίπαλο για να σωθεί η χώρα». Και κάλεσε όλους τους Ελληνες, ανεξαρτήτως τι ψήφισαν χθες, να ενισχύσουν τη ΝΔ. «Να κάνουμε όλοι υπερβάσεις», ώστε να χτιστούν «οι νέες μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες επάνω σε πραγματικά ερωτήματα». Ο κ. Μητσοτάκης δεν σκοπεύει να αναμειχθεί στα εσωτερικά μιας άλλης παράταξης, γνωρίζει όμως ότι θα χρειαστεί συμμάχους για την επόμενη ημέρα και ότι μια κυβέρνηση με κορμό τη ΝΔ, ακόμη και σε περίπτωση αυτοδυναμίας, έχει περισσότερες πιθανότητες να μακροημερεύσει.
Οριοθέτηση
Η ΝΔ ως κόμμα εξουσίας μπορεί να είναι μεγάθυμη. Η Δημοκρατική Συμπαράταξη και το Ποτάμι που δίνουν μάχη επιβίωσης χρειάζεται να οριοθετήσουν τον χώρο τους. Ποιος χώρος είναι αυτός; Καταλαμβάνει ολόκληρη την έκταση μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ ή πάει περισσότερο προς τα Αριστερά αφήνοντας ακάλυπτο ένα κομμάτι του Κέντρου; Προς το παρόν, δεν υπάρχει απάντηση η οποία να βρίσκει σύμφωνους όλους τους υποψήφιους αρχηγούς. Μάλιστα, αυτή είναι η βασική διαφορά του Σταύρου Θεοδωράκη από τη Φώφη Γεννηματά. Κάποιοι υποψήφιοι αναμοχλεύουν τα «αντιδεξιά σύνδρομα της παράταξης», στενεύοντας το ακροατήριό τους στο πιο γερασμένο κομμάτι της. Αλλοι επενδύουν στο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο που έχει διαμορφωθεί στην κοινωνία αλλά και στη βάση του ΠαΣοΚ.
Σταδιακά, γιατί ακόμη δεν έχει γίνει συνείδηση, ωριμάζει η ιδέα ότι το δίπολο ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ δεν εκπροσωπεί την επόμενη ημέρα για την Ελλάδα. Χρειάζονται και άλλοι πόλοι και σίγουρα ένα ισχυρό κόμμα στον ενδιάμεσο χώρο.
Πρόκειται για ένα πολιτικό πρόβλημα που υποβόσκει και θα αναδειχθεί στη διαδικασία εκλογής αρχηγού στον νέο φορέα της Κεντροαριστεράς, καθώς το μοντέλο κρατισμού – πελατειασμού, που υπηρέτησε η ΝΔ (παλαιότερα και το ΠαΣοΚ) και αναβίωσε ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν δίνει διέξοδο στη χώρα. Αν ο ενδιάμεσος χώρος δυναμώσει και διεκδικήσει πρωταγωνιστικό ρόλο μέσα από αυτή την εκλογική και ιδεολογική αντιπαράθεση, είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει ανατροπές και στο υπόλοιπο κομματικό σύστημα. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι έχει συντελεστεί η μετάβαση στο κοινωνικό επίπεδο, αλλά στο πολιτικό επίπεδο τα κόμματα φοβούνται αυτή τη συζήτηση γιατί δεν έχουν ή δεν θέλουν να έχουν τις σωστές απαντήσεις. Συζητούν επιφανειακά κάποια ζητήματα, επειδή δέχονται πιέσεις, αλλά δεν ξέρουν πώς να τα αντιμετωπίσουν.
Στριμωγμένη η κυβέρνηση
Ο ΣΥΡΙΖΑ, για παράδειγμα, ισορροπεί άτσαλα ανάμεσα στην προσπάθεια του κ. Τσίπρα να προσεγγίσει την Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία και στην ανάγκη να ικανοποιήσει το περίφημο «αριστερό ακροατήριό» του. Μόνο που το αριστερό ακροατήριο δεν υπάρχει και αν υπάρχει, είναι τόσο μικρό που θα υποχρεώσει το κόμμα να επιστρέψει στην αφάνεια. Οι υπόλοιποι είναι πρώην ψηφοφόροι του ΠαΣοΚ, πολλοί από τους οποίους κρατούν πλέον αποστάσεις και λίγο τους ενδιαφέρει η ιδεολογική μάχη του Σταύρου Κοντονή, η σκιαμαχία ακριβέστερα, για την υπεράσπιση των μεθόδων του κομμουνισμού και του σταλινισμού. Η κυβέρνηση είναι φανερά στριμωγμένη στο κοινωνικό πεδίο και για να ξεφύγει καταφεύγει στην παλαιοκομματική παροχολογία, στην σπίλωση των αντιπάλων της, στη χυδαία γλώσσα που απαξιώνει το Κοινοβούλιο. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ακροδεξιός και ο Ανδρέας Λοβέρδος, μαζί με όσους από το ΠαΣοΚ ενοχλούν τον ΣΥΡΙΖΑ, ουρά και δεκανίκι της ΝΔ.
Η πολιτική εμπιστοσύνη ωστόσο δεν ανακάμπτει. Η ΝΔ ανεβαίνει γιατί πέφτει ο ΣΥΡΙΖΑ και όχι επειδή έχει δημιουργήσει μια θετική συγκυρία, η οποία θα επαναφέρει ψηφοφόρους από την αποχή στην κάλπη. Ακόμη και στην καταλληλότητα για Πρωθυπουργός, μόνο ένας στους τέσσερις πολίτες επιλέγουν τον κ. Μητσοτάκη. Τα ποσοστά του κ. Τσίπρα είναι ακόμη χαμηλότερα, φανερώνοντας την τεράστια κρίση εκπροσώπησης και εμπιστοσύνης.
Στην Ευρώπη αναζητούν νέο αυτοπροσδιορισμό
Τα ελληνικά κόμματα μοιάζει να υπηρετούν τον εαυτό τους και όχι τους πολίτες, αλλά η Ελλάδα δεν είναι μια απομονωμένη χώρα, είναι κομμάτι μιας Ευρώπης που αλλάζει. Η Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία, στην οποία στηρίζεται ο Πρωθυπουργός, δεν έχει ούτε τα χαρακτηριστικά του παρελθόντος ούτε τα χαρακτηριστικά του κ. Τσίπρα.
Μια ευκαιριακή συμμαχία στο παιχνίδι ισχύος στην Ευρώπη ανάμεσα σε συντηρητικούς και προοδευτικούς δεν σημαίνει πολλά πράγματα. Στο εσωτερικό των σοσιαλιστικών και των κεντρώων κομμάτων έχει ξεκινήσει μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με το αν το κεντρικό αφήγημά τους είναι σύγχρονο, αν αγγίζει τον κόσμο. Ο Μάρτιν Σουλτς έστρεψε το SPD προς τα αριστερά χωρίς αποτέλεσμα, γιατί δεν έλαβε υπόψη του ότι η Ανγκελα Μέρκελ είχε αλλάξει πολιτική «σοσιαλδημοκρατικοποιώντας» το CDU και δίνοντας μεγάλες και προοδευτικές μάχες για το Μεταναστευτικό και κατά του ρατσισμού του Ντόναλντ Τραμπ.
Ακόμα και η λέξη σοσιαλδημοκρατία μοιάζει ξεπερασμένη. Τα ευρωπαϊκά κόμματα ψάχνουν νέο αυτοπροσδιορισμό χρησιμοποιώντας λέξεις όπως progressive, centrist, social liberal. Μάλιστα έχει δημιουργηθεί και μια ομάδα από ευρωπαίους προοδευτικούς πολιτικούς και διεθνείς προσωπικότητες όπως ο Τζόζεφ Στίγκλιτζ, η οποία ονομάζεται Rewriting the Rules, όπου συμμετέχει η Αννα Διαμαντοπούλου, μια πολιτικός εκτός του σημερινού κομματικού συστήματος.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ