Λέγεται συχνά ότι οι πανελλαδικές εξετάσεις είναι αδιάβλητες και αντικειμενικές και ότι αυτό που προέχει τώρα είναι να γίνουν και αξιόπιστες. Ας δούμε πρώτα τι σημαίνουν όλα αυτά.
Τι σημαίνει ότι ένα εξεταστικό σύστημα είναι αδιάβλητο; Οτι δεν διαρρέουν τα θέματα, ότι διασφαλίζεται ισότιμη μεταχείριση των εξεταζομένων, ότι δεν επηρεάζουν την ανάδειξη των επιτυχόντων εξωγενείς παράγοντες, πέραν των βαθμών. Οτι δεν μπορεί δηλαδή κάποιος να βάλει μέσον για να περάσει το παιδί του στο πανεπιστήμιο, ότι τόσο ο πλούσιος όσο και ο φτωχός, από την Αθήνα ή την επαρχία, από δημόσιο σχολείο ή ιδιωτικό, έχουν την ίδια μεταχείριση και, τυπικά τουλάχιστον, έχουν τις ίδιες ευκαιρίες.
Τι σημαίνει ότι οι εξετάσεις είναι αντικειμενικές; Οτι στην αξιολόγηση των γραπτών περιορίζονται, κατά το δυνατόν, οι αυθαίρετοι υποκειμενικοί παράγοντες και μετράει μόνο το αντικείμενο –εξ ου και αντικειμενικές -, δηλαδή τι έγραψες. Πώς διασφαλίζεται η αντικειμενική αξιολόγηση; Εκτός από τα προφανή, π.χ., να μην είναι ορατό το όνομα των υποψηφίων, δύο είναι οι τρόποι: κλειστή ύλη και αναπαραγωγή σχολικού βιβλίου. Στις φυσικές επιστήμες και τα μαθηματικά η διασφάλιση της αντικειμενικότητας είναι πιο εύκολη διότι υπάρχουν συγκεκριμένες διαδικασίες επίλυσης προβλημάτων. Ενας καταρτισμένος και σοβαρός βαθμολογητής ξέρει πώς να αξιολογήσει αμερόληπτα ένα γραπτό, ακόμη και αν ο εξεταζόμενος καταλήξει στην ορθή απάντηση από μια λιγότερο συνηθισμένη διαδρομή. Στα άλλα μαθήματα η αντικειμενικότητα εξασφαλίζεται από το τι γράφει το βιβλίο και από την κλειστή εξεταστέα ύλη (συγκεκριμένη έκταση σελίδων από το σχολικό εγχειρίδιο). Επειδή αυτό δύσκολα επιτυγχάνεται στην έκθεση, έχει εκεί παγιωθεί ένα σώμα κοινοτοπιών γνωστό σε όλους, εξεταζομένους και βαθμολογητές, που επαναλαμβάνεται για το εκάστοτε θέμα. Οπότε στα μαθήματα αυτά η απάντηση του υποψηφίου συγκρίνεται με το σχολικό βιβλίο που λειτουργεί ως βουλγκάτα. Αν γράψεις ό,τι λέει παίρνεις άριστα. Αν παρεκκλίνεις έστω και ελάχιστα, διά παραλείψεως, παραφράσεως κ.λπ., ο βαθμός σου πέφτει. Ετσι εξασφαλίζεται η αντικειμενικότητα.
Τι σημαίνει αξιόπιστες εξετάσεις; Οτι κάνουν τη δουλειά που τους έχει ανατεθεί. Π.χ., να επιλέγουν τους καλύτερους για τα πανεπιστήμια, να διασφαλίζουν ότι οι επιτυχόντες θα σπουδάσουν αυτό που θέλουν.
Αδιάβλητο, αντικειμενικότητα, αξιοπιστία, είναι τρία διαφορετικά πράγματα.
Τα έχουν όλα αυτά οι πανελλαδικές εξετάσεις εισαγωγής στα ελληνικά ΑΕΙ; Το σύστημα των εξετάσεων είναι πράγματι αδιάβλητο και έχει την εμπιστοσύνη της ελληνικής κοινωνίας. Απόπειρες που έγιναν για να παραβιαστεί, ή τυχόν γίνουν, είναι ελάχιστες και προλαμβάνονται ή τιμωρούνται. Είναι και, κατά τεκμήριο, αντικειμενικό αλλά με έναν τρόπο που ευτελίζει την εκπαιδευτική διαδικασία. Ο έλεγχος των γνώσεων σε πολλά μαθήματα είναι εντελώς μηχανικός, οπότε ο ρόλος του καθηγητή στο σχολείο ουσιαστικά καταργείται, ενώ πλήττεται βάναυσα κάθε εκπαιδευτικός στόχος πλην της εισαγωγής στα ΑΕΙ. Για την αξιοπιστία πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι το εξεταστικό σύστημα είναι κατ’ ουσίαν διαγωνισμός. Ο,τι κι αν γράψουν οι μαθητές, ακόμη κι αν όλοι είναι κάτω από τη βάση, ένας συγκεκριμένος αριθμός θα εισαχθεί. Οπότε λειτουργεί ως κόφτης, άλλοτε με ψηλά τον πήχη στη βαθμολογική κλίμακα κι άλλοτε χαμηλά. Οπότε, με αυτή την έννοια το σύστημα είναι αξιόπιστο. Κάνει αυτό που του έχει ανατεθεί: κόβει αυτούς που δεν χωράνε. Είναι, όμως, αυτοί που μένουν απ’ έξω οι κακοί και αυτοί που μπαίνουν οι καλοί; Κατά τεκμήριο ναι, με τα κριτήρια του συστήματος –της αναπαραγωγής του βιβλίου. Ετσι κι αλλιώς, και για το πτυχίο δεν απαιτούνται, κατά κανόνα, ουσιαστικές γνώσεις και μόρφωση. Αρκεί να πάρεις κάποια στιγμή το χαρτί δίνοντας εξετάσεις αενάως για να περάσεις ένα μάθημα. Κάποια στιγμή θα βαρεθεί και ο καθηγητής να σε κόβει και θα σε περάσει.
Τι πρέπει να γίνει λοιπόν με τις εξετάσεις για να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα; Εφόσον βλέπουμε ότι το μείζον πρόβλημα είναι ο παραγκωνισμός της ουσιαστικής εκπαίδευσης, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να βάλουμε την εκπαιδευτική διαδικασία στο κέντρο της προσοχής μας. Αυτό σημαίνει να έχουμε ανοιχτή ύλη, να μην έχουμε διαγωνισμό (να μένουν, δηλαδή, θέσεις κενές όταν οι υποψήφιοι δεν ανταποκρίνονται στα κριτήρια που τίθενται), να μην έχουμε ένα και μοναδικό βιβλίο. Αυτό δεν σημαίνει να έχουμε δύο ή τρία βιβλία και συγχρόνως να διατηρήσουμε ως έχουν τις υπόλοιπες πλευρές του συστήματος. Διότι τότε θα πάμε στη γελοία λύση να ψάχνουμε τα κοινά σημεία των δύο ή τριών βιβλίων ώστε να παπαγαλίσουν αυτά οι υποψήφιοι (έχει συμβεί).
Επιπλέον, πρέπει:
1) Να δώσουμε αυτονομία στα σχολεία, στους δασκάλους και στους καθηγητές.
2) Να μορφώσουμε και να επιμορφώσουμε τους καθηγητές ώστε να μπορούν υπεύθυνα να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, να κρίνουν αξιόπιστα, να έχουν τόσο οι ίδιοι όσο και η κοινωνία εμπιστοσύνη στην κρίση τους.
3) Να αξιολογούμε εκτός από τους μαθητές και τους καθηγητές και τις σχολικές μονάδες.
4) Να υπάρχει ένας φορέας και μηχανισμός εξετάσεων ανεξάρτητος από τα σχολεία και τα πανεπιστήμια με δικές του διαδικασίες και δικούς του αξιολογητές που θα εξασφαλίζει το αδιάβλητο, την αξιοπιστία και την αντικειμενικότητα.
5) Τέλος, θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα σπουδών με πτυχίο σε οποιαδήποτε ηλικία σε όλους τους κλάδους –όχι μόνο στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο –και με κάποια δίδακτρα σε αυτή την περίπτωση. Τα πτυχία σε όλες τις περιπτώσεις θα πρέπει να είναι αποσυνδεδεμένα από τα επαγγελματικά δικαιώματα τα οποία θα χορηγούνται με άλλες σοβαρές εξετάσεις από τις επιστημονικές εταιρείες και τα επιμελητήρια.
Η κυρία Βάσω Κιντή είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας, πρώην μέλος του Συμβουλίου Ιδρύματος ΕΚΠΑ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ