Τα εγκαίνια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, προσφέρουν, κατ’ έθιμο, την ευκαιρία σε κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενους να τοποθετηθούν επί της οικονομίας και να μεταδώσουν σήματα, μηνύματα και ιδιαιτέρως προσδοκίες.
Και σε όλους εμάς να κρίνουμε και να συγκρίνουμε,να αποδεχτούμε ή μη τους απολογισμούς, να υιοθετήσουμε τις όποιες προσδοκίες η να τις αρνηθούμε ως ψευδείς ή κοινώς ως «πέτσινες», σύμφωνα με τη νεοελληνική αργκό.
Είναι επίσης αξιοπρόσεκτο και συνάμα παράδοξο – μοναδικό και ελληνικό βεβαίως – πως μια κατ’ εξοχήν εμπορική έκθεση έχει ξεφύγει τόσο του αρχικού σκοπού της.
Εδώ και δεκαετίες έχει μετατραπεί κατά βάση σε βήμα πολιτικό, και εξελιχθεί στο χρόνο σε μια ιδιότυπη πολιτική πασαρέλα, που άλλους αποθεώνει και άλλους κατακρημνίζει.
Όπως και να έχει, καλώς ή κακώς, αυτή είναι η παράδοσή μας. Τα εγκαίνια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης συγκροτούν μείζον πολιτικό γεγονός και αφετηρία στις περισσότερες των περιπτώσεων εξελίξεων, πολιτικών και άλλων.
Η αλήθεια είναι ότι στα τελευταία χρόνια της μεγάλης κρίσης οι Πρωθυπουργοί δεν ευτύχησαν κατά τις σεπτεμβριανές εμφανίσεις τους στη Θεσσαλονίκη. Δεν υπήρχαν άλλωστε και πολλά να πουν για την οικονομία, καθώς όλα χάνονταν στον κυκεώνα της ύφεσης και της απαξίωσης των πάντων.
Και οι πολιτικοί ανταγωνισμοί έμοιαζαν κενοί περιεχομένου καθώς δεν απαντούσαν στο πάνδημο ερώτημα πότε θα βγούμε από τη σκοτεινιά της κρίσης.
Τα εφετινά εγκαίνια επίσης είναι ντυμένα στις αποχρώσεις του γκρι.
Οι περισσότεροι θεωρούν ότι η ελληνική οικονομία παραμένει ντυμένη στα μαύρα, ότι βασανίζεται από τις εισοδηματικές και άλλες απώλειες, ότι οι φόροι κατατρώγουν τις όποιες προσπάθειες των επιχειρήσεων να ξεφύγουν από την απειλή του λουκέτου και άλλα τέτοια που σου μαυρίζουν την ψυχή και δεν σε αφήνουν να ανασάνεις.
Οι κυβερνώντες από την άλλη πλευρά θα πρέπει να καταβάλουν μεγάλες προσπάθειες για να πείσουν ότι όντως υπάρχει φως στο βάθος του τούνελ, ότι απέχουμε μόλις ένα χρόνο από το τέλος των μνημονίων ή πολύ περισσότερο ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια οικονομική άνοιξη όπως μεταδίδει το επιτελείο του κ.Τσίπρα.
Η αλήθεια ωστόσο είναι κάπου στη μέση.
Στο τέλος του 2015 η ελληνική οικονομία βρέθηκε στη χειρότερη θέση της από την αρχή της κρίσης.
Ήταν η στιγμή που μετρούσε στον καθένα το συσσωρευμένο βάρος όλων των μέτρων της μνημονιακής περιόδου, οι όποιες προσδοκίες είχαν εξαφανιστεί και όλα τότε όντως έδειχναν μαύρα κι ασήκωτα.
Έκτοτε συνέβησαν πολλά και το σημαντικότερο ότι η αριστερή κυβέρνηση του κ.Τσίπρα απεδέχθη το μοιραίο, κατάλαβε το άτοπο της δήθεν ηρωικής διαπραγμάτευσης και εφάρμοσε έστω με καθυστέρηση τις βασικές υποχρεώσεις που είχε αναλάβει η χώρα.
Από την πειθάρχηση του κ.Τσίπρα και της πολιτικής ομάδας που τον συνοδεύει απεσοβήθη το σενάριο της απόλυτης καταστροφής και τα πράγματα ξαναμπήκαν σε κάποιο δρόμο.
Ενάμιση χρόνο μετά ο ανεξάρτητος παρατηρητής μπορεί να διαπιστώσει ότι πλέον δεν είναι όλα μαύρα.
Η ελληνική οικονομία δεν είναι πια νεκρή, ούτε ωστόσο έχει αναστηθεί.
Έχει ισορροπήσει – εξαιτίας της εσωτερικής υποτίμησης την οποία όλοι αρχικώς αρνιόντουσαν αλλά άπαντες υπηρέτησαν στη συνέχεια – σε χαμηλότερη βάση και έπ’ αυτής της χαμηλότερης και σε πολλές περιπτώσεις υγιέστερης βάσης μπορεί πλέον να χτίζει κάποιες προσδοκίες προόδου.
Τα δημόσια οικονομικά έχουν ελεγχθεί, οι προϋπολογισμοί είναι σχεδόν ισοσκελισμένοι, το χρέος δεν αυξάνεται, οι επιχειρήσεις που δοκιμάστηκαν στην κρίση είναι πιο εξωστρεφείς και πιο ανταγωνιστικές και οι ξένοι για πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια αξιολογούν ευκαιρίες και δυνατότητες,ενδιαφέρονται πραγματικά για ελληνικές αξίες, θεωρούν τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία αξιοποιήσιμα και αντιμετωπίζουν ξανά την Ελλάδα ως επενδύσιμη χώρα.
Το ζήτημα λοιπόν της παρούσης περιόδου δεν είναι το χρώμα της οικονομίας,αλλά πως αυτή η νέα οικονομική βάση που χτίστηκε στα χρόνια των μνημονίων με τις θυσίες και τους κόπους του ελληνικού λαού,θα αποτελέσει το εφαλτήριο για ένα κατά το δυνατόν μονιμότερο άλμα προόδου και ευημερίας.
Αυτό ωστόσο είναι πρόβλημα αμιγώς πολιτικό.
Οι πολιτικοί μας ηγέτες, κυβερνώντες και διεκδικούντες την εξουσία, οφείλουν κατ’ αρχήν να εγγυηθούν ότι δεν θα ξανακυλήσει το κράτος και η οικονομία μας στα ελλείμματα και στα χρέη και να ανταγωνιστούν στη συνέχεια για την αποδοτικότερη και αποτελεσματικότερη μέθοδο επιστροφής στην ανάπτυξη.
Αυτό είναι το φετινό στοίχημα της Θεσσαλονίκης και έπ’ αυτού ζητούν τοποθετήσεις κι απαντήσεις οι πολίτες.