Η άρνηση της κυβέρνησης να λάβει μέρος στο συνέδριο που διοργάνωσε η εσθονική προεδρία της ΕΕ με θέμα «Η κληρονομιά στον 21ο αιώνα των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν από τα κομμουνιστικά καθεστώτα» μπορεί να επιδοκιμάστηκε από το ΚΚΕ ως «αυτονόητη», ωστόσο την ίδια στιγμή ανέσυρε στην επιφάνεια τα μίση και τα πάθη του παρελθόντος που κρατούν από τη διάσπαση του κόμματος το 1968 με επίκεντρο την πολιτική και ιδεολογική σύγκρουση για το σταλινικό μοντέλο που κυριάρχησε στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα επί δεκαετίες. Για τον Περισσό η απόφαση του υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Στ. Κοντονή να απόσχει από το συνέδριο αυτό αποτελεί «άλλοθι αριστεροσύνης για την αντιλαϊκή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ» ενώ «ο αντισοβιετισμός και ο ιστορικός αναθεωρητισμός ήταν και είναι βασικό φυσιογνωμικό χαρακτηριστικό» του κυβερνώντος κόμματος, το οποίο έλκει την πολιτική του καταγωγή από το πάλαι ποτέ ΚΚΕ Εσωτερικού, εκφραστή στη χώρα μας του ρεύματος του «ευρωκομμουνισμού» που άρχισε να διαμορφώνεται στη Δυτική Ευρώπη μετά τις επεμβάσεις της Σοβιετικής Ενωσης στην Ουγγαρία το 1956 και κυρίως μετά την «Ανοιξη της Πράγας» στην Τσεχοσλοβακία το 1968, ασκώντας κριτική στο σοβιετικό πρότυπο και στον σταλινισμό.
Τις καταβολές αυτές υπενθύμισε ο ίδιος ο κ. Κοντονής προσπαθώντας να αντιστρέψει τα βέλη που δέχθηκε για φιλο-σταλινική στάση επισημαίνοντας από τη μία, ότι συνιστά διαστρέβλωση και αποσιώπηση της ιστορικής πραγματικότητας ότι ο κομμουνισμός σε οποιαδήποτε μορφή του μπορεί να ταυτιστεί με το όνειδος του ναζισμού και από την άλλη, ότι μέσα από την επέμβαση των Σοβιετικών στην Πράγα το 1968 διασπάστηκε το ΚΚΕ και δημιουργήθηκε το ΚΚΕ Εσωτερικού «που ήρθε σε σύγκρουση με τις πρακτικές, λογικές και πολιτικές του παρελθόντος». «Ερχονται σήμερα και αποδίδουν σταλινισμό στην ανανεωτική Αριστερά;» διερωτήθηκε ο υπουργός Δικαιοσύνης, στον οποίο, πάντως, το ΚΚΕ υπενθύμιζε προ ημερών ότι σε μια αντίστοιχη «αντικομμουνιστική φιέστα της ΕΕ» που διοργανώθηκε πέρυσι από τη σλοβακική προεδρία στην Μπρατισλάβα στο πλαίσιο της «Ευρωπαϊκής Ημέρας Μνήμης για τα θύματα των ολοκληρωτικών καθεστώτων», η κυβέρνηση είχε εκπροσωπηθεί επισήμως.

Υπό το πρίσμα αυτό, πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν ότι η τακτική της κυβέρνησης σε πολιτικό επίπεδο ήταν να τονώσει το αριστερό της προφίλ, κατά του οποίου βάλλει με κάθε ευκαιρία ο Περισσός κάνοντας λόγο για «κυβερνητική υποκρισία» και κατηγορώντας τον ΣΥΡΙΖΑ ότι παρά τη μη συμμετοχή του στο συνέδριο των Εσθονών, δεν απαλλάσσεται από τις ευθύνες και τη συμβολή του «στη γενικότερη προσπάθεια αναθεώρησης της Ιστορίας, στη συκοφάντηση του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε, στην αναπαραγωγή της θεωρίας των δύο άκρων, που εδράζεται στην ταύτιση του κομμουνισμού με τον ναζισμό». Μάλιστα, το ΚΚΕ κατηγόρησε τη ΝΔ και όσους έσπευσαν να αποδώσουν στον ΣΥΡΙΖΑ «χαρακτηριστικά που δεν έχει», δηλαδή φιλο-σταλινικά, σε μια προσπάθεια να χαράξουν «κάλπικες διαχωριστικές γραμμές αφού ψήφισαν μαζί το τρίτο Μνημόνιο και υπηρετούν την ΕΕ που έχει στο DNA της τον αντικομμουνισμό».

Η παλιά διαπάλη
Η διαπάλη ανάμεσα στους δύο πόλους που διαμορφώθηκαν στη χώρα εντός του κομμουνιστικού κινήματος μετά τη διάσπαση του ’68 ήταν σκληρή. Οι διακηρύξεις του ΚΚΕ Εσωτερικού για έναν «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο» προσέκρουαν στην υπεράσπιση από το ΚΚΕ του μοντέλου που είχε υιοθετηθεί στην ΕΣΣΔ και συνέχισε να επιβιώνει ακόμη και μετά την αποκαθήλωση του Στάλιν (20ό Συνέδριο ΚΚΣΕ το 1956) και τη λεγόμενη «αποσταλινοποίηση», η οποία σηματοδότησε και την ανατροπή του Ζαχαριάδη από την ηγεσία του ΚΚΕ. Διαδικασία που για το ΚΚΕ έχει ερμηνευθεί ως «στροφή προς τον οπορτουνισμό». Ο Περισσός άλλωστε έχει αποφανθεί ότι η συνεπής πορεία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σταμάτησε στον Ιωσήφ Στάλιν και από εκεί και πέρα άρχισε η απεμπόληση των επαναστατικών χαρακτηριστικών του σοβιετικού κομμουνιστικού κόμματος υπό τον Νικίτα Χρουστσόφ, η οποία συνεχίστηκε επί Λεονίντ Μπρέζνιεφ και κορυφώθηκε με την «περεστρόικα» του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Σε αντίθεση με το ΚΚΕ Εσωτερικού και τις προσεγγίσεις του για το σταλινικό μοντέλο, ο Περισσός ουδέποτε είχε αποστασιοποιηθεί από κορυφαίες επιλογές του Στάλιν, όπως η κολεκτιβοποίηση.

Η διαδικασία της αναγκαστικής κολεκτιβοποίησης της ρωσικής υπαίθρου, που επέβαλε ο Στάλιν με την απαλλοτρίωση της αγροτικής γης και τη δημιουργία κολχόζ (αγροτικοί συνεταιρισμοί) και σοβχόζ (βιομηχανοποιημένοι συνεταιρισμοί), ερμηνευόταν ανέκαθεν από το ΚΚΕ ως ορθή «παρά τα λάθη και ορισμένες γραφειοκρατικές υπερβολές στην ανάπτυξη του κινήματος της κολεκτιβοποίησης της αγροτικής παραγωγής». Οσον αφορά τη σύγκρουση και τη βία που επέφερε στη ρωσική ύπαιθρο η κολεκτιβοποίηση, το ΚΚΕ έχει αποφανθεί ότι η πορεία αυτή πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες έντονης ταξικής πάλης κάτω από την αντίδραση των κουλάκων (πλούσιοι γαιοκτήμονες).

Οι δίκες της Μόσχας
Υπό το ίδιο πρίσμα έχει προσεγγίσει ουσιαστικά ο Περισσός και τις μαζικές εκκαθαρίσεις της δεκαετίας του ’30, όπως και τις περιβόητες δίκες της Μόσχας (1936-1938) που οδήγησαν στην εξόντωση των αντιπάλων του Στάλιν. Το ΚΚΕ έχει υιοθετήσει την άποψη για σχέδια ανατροπής της σοβιετικής εξουσίας σε συνεργασία με μυστικές υπηρεσίες ξένων κρατών και έχει απορρίψει κατηγορηματικά ότι οι δίκες της Μόσχας ήταν η κατάληξη του σχεδίου του Στάλιν για την εξόντωση των μπολσεβίκων ηγετών. «Μια τέτοια προσέγγιση σκοντάφτει σε μια σειρά από αντιφάσεις. Είναι κοινώς ομολογούμενο ότι η πολιτική γραμμή του Στάλιν ήταν κυρίαρχη από τις αρχές του ’30. Παρ’ όλα αυτά, οι εσωκομματικοί αντίπαλοι όχι μόνο δεν εξοντώθηκαν, αλλά επανεντάχθηκαν στο κόμμα (με εξαίρεση τον Τρότσκι) πριν από το «συνέδριο των νικητών» (17ο Συνέδριο – 1934)», αναφέρει ο «Ριζοσπάστης», επισημαίνοντας ότι «οι δίκες της Μόσχας μπορούν να ερμηνευθούν μόνο ενταγμένες μέσα στις συνθήκες στις οποίες διεξήχθησαν» σε μια περίοδο προετοιμασίας της Σοβιετικής Ενωσης για τον επερχόμενο παγκόσμιο πόλεμο και ενώ η σοβιετική εξουσία προσπαθούσε «να σταθεροποιηθεί στο εσωτερικό μέσα από όλο και πιο ευρείες κοινωνικές συμμαχίες».

Ο Τρότσκι και οι άλλοι
Σύμφωνα με την προσέγγιση του ΚΚΕ, εκείνη την περίοδο ο Τρότσκι (μετά τον θάνατο του Λένιν το 1924 ήρθε σε σύγκρουση με τον Στάλιν και εξορίστηκε από τη Σοβιετική Ρωσία, για να δολοφονηθεί το 1940 στο Μεξικό) είχε περάσει στη θέση της ανατροπής της σοβιετικής ηγεσίας και οι οπαδοί του μετατοπίζονταν από τη φραξιονιστική δραστηριότητα στο εσωτερικό των κομμουνιστικών κομμάτων και της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στη δημιουργία αντιπολιτευόμενων κομμάτων.

«Επαφή με τον Τρότσκι φαίνεται να είχαν και οι Κάμενεφ και Ζινόβιεφ (σ. σ.: στελέχη της μπολσεβίκικης φρουράς που συντάχθηκαν με τον Τρότσκι και ακολούθως εξοντώθηκαν ως «συνωμότες» και «πράκτορες» από τον Στάλιν). Εξάλλου, αυτός είναι ο λόγος που ο Μπουχάριν (σ.σ.: ένα ακόμη από τα θύματα του Στάλιν και από τους θεωρούμενους τότε κορυφαίους θεωρητικούς οικονομολόγους της παλιάς μπολσεβίκικης φρουράς) θεωρούσε προδοτικές όλες τις παλιές ομάδες του κόμματος στις καινούργιες συνθήκες. Επομένως, ανεξάρτητα από τις υπερβολές στις διώξεις της περιόδου 1936 – 1938, η σοβιετική εξουσία στην ουσία απαντούσε στις αντικαθεστωτικές πράξεις, μιας και οι σκοποί των αντιφρονούντων και του γερμανικού ιμπεριαλισμού συνέκλιναν και μια αντεπαναστατική δραστηριότητα, την περίοδο που η Σοβιετική Ενωση θα δεχόταν επίθεση, θα μπορούσε να αποβεί καταστροφική» έχει συμπεράνει ο Περισσός.

«Το υποτιθέμενο έγκλημα του Στάλιν δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το τσάκισμα των μηχανισμών υπονόμευσης του σοβιετικού κράτους και η υπεράσπιση του σοσιαλισμού, με δεδομένο τον επερχόμενο πόλεμο» έχει διαπιστώσει το ΚΚΕ, υιοθετώντας την «αυτοκριτική» του Στάλιν στο 18ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1939): «Δεν μπορούμε να πούμε ότι η εκκαθάριση έγινε χωρίς σοβαρά λάθη. Δυστυχώς έγιναν περισσότερα από όσα μπορούσαμε να υποθέσουμε. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως δεν θα αναγκαστούμε να χρησιμοποιήσουμε ξανά τη μέθοδο της μαζικής εκκαθάρισης» είχε πει.

Θύματα των εκκαθαρίσεων
Το 1987 συγκροτήθηκε από παράγοντες του ΚΚΕ Εσωτερικού, με πρωτοβουλία του ιστορικού Τάσου Βουρνά και του Βασίλη Νεφελούδη, μια Επιτροπή Πρωτοβουλίας «για την αποκατάσταση της μνήμης των αγωνιστών της Αριστεράς που συκοφαντήθηκαν και εξοντώθηκαν από τμήμα της ηγεσίας της». Μεταξύ των περιπτώσεων που διερευνήθηκαν ήταν και εκείνες των ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ που βρέθηκαν στην ΕΣΣΔ τη δεκαετία 1930 – 1940 και υπήρξαν θύματα των σταλινικών εκκαθαρίσεων.

Σε αυτά περιλαμβάνονται οι εξής: Ανδρόνικος Χαϊτάς, διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ (1928 – 1931), Γιώργος Κολοζώφ, διετέλεσε γραμματέας της ΟΚΝΕ (1925 – 1928), Γιώργος Ντούβας, διετέλεσε γραμματέας της ΟΚΝΕ (1928 – 1931), Διονύσης Πυλιώτης, μέλος του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ (1928 – 1931), Κώστας Ευτυχίδης, μέλος του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ (1928 – 1931), Αλέξης Χριστοδουλίδης, διευθυντής του «Ριζοσπάστη» (1928 – 1931), Απόστολος Κλυδωνάρης, βουλευτής του ΚΚΕ στη Βουλή του 1932, μέλος ΚΕ, Μάρκος Μαρκοβίτης, στέλεχος της ΟΚΝΕ, Γιάννης Γιαννακούτσος ή Γιαννούτσος, Τζαννής Φλαράκος, εργάτης, συνδικαλιστής, στέλεχος του ΚΚΕ, δραπέτευσε από τις φυλακές της Αίγινας, Κουρούκλης, εργάτης, συνδικαλιστής, στέλεχος του ΚΚΕ, δραπέτευσε από τις φυλακές της Αίγινας, Ιορδάνης Ιορδανίδης, παιδαγωγός, στέλεχος του ΚΚΕ, Δεσποτόπουλος, στέλεχος του ΚΚΕ από τον Βόλο, οι εργάτες, δραπέτες από τις φυλακές της Αίγινας Αβραάμ Δερβίσογλου, Δουλγερίδης, Καλογρίδης, Σαρίκας και Θωμάζος, Γιάννης Τσαγκαράκης, στέλεχος της ΟΚΝΕ και Μουτζούρης, μέλος του Γραφείου της ΚΕ της ΟΚΝΕ.

Ο Νίκος Ζαχαριάδης, άλλοτε αγαπημένο παιδί του Ιωσήφ Στάλιν και κατόπιν απόκληρος του ΚΚΣΕ, λίγες ώρες προτού αυτοκτονήσει εκτοπισμένος στο Σουργκούτ της Σιβηρίας την 1.8.1973 στο «Μήνυμα από την άλλη μεριά» που άφησε στο κόμμα του έγραφε: «Κάποτε θα πρέπει να ζητείστε – ακόμα και με απόφαση συνεδρίου – όλα τα χαρτιά της ΚΔ (σ.σ.: Κομμουνιστικής Διεθνούς), της Τσεκά του ΚΠCC (σ.σ.: ΚΕ του ΚΚΣΕ), του ΚΓΜπε (κρατική ασφάλεια) που αφορούν το ΚΚΕ και το κίνημα, τους αγωνιστές μας που χάθηκαν εδώ στη Σιβηρία (σαν τον Κλειδωνάρη, Φλαράκο, Χαϊντά κ.ά. πολλούς). Αφτή είναι ιερή υποχρέωσή μας. Το 1947 εγώ ζωντανούς βρήκα μονάχα δυο: το Χαλκογιάνη και το Δημητρίου».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ