Η θέσπιση και η καθιέρωση επετείων, εορτών, τελετών, ημερών μνήμης ή πένθους δεν είναι φαινόμενα εκτός ιστορίας. Αποτελούν διαδικασίες και πρακτικές εγγεγραμμένες σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες και συνθήκες. Αποτυπώνουν το πώς ορίζεται το παρελθόν στο πλαίσιο των αιτημάτων και των προσδοκιών του παρόντος. Η καθιέρωση μιας Ευρωπαϊκής Ημέρας Μνήμης για τα θύματα του ναζισμού και του σταλινισμού από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2008/2009 απηχεί κυρίως το κλίμα της περιόδου ένταξης ή και ενίσχυσης των δεσμών με την ΕΕ χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, στις οποίες η ιδιότητα του μέλους της ΕΕ συναρτήθηκε εμμέσως πλην σαφώς με την απεξάρτηση ή και την καταγγελία του «σοβιετικού παρελθόντος». Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν είχε ως στόχο να «ξεπλύνει» τον ναζισμό μέσα από τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία. Αυτή είναι μια παρατραβηγμένη και μάλλον συνωμοσιολογική θεωρία. Ανταποκρίθηκε ή έτεινε ευήκοα ώτα σε αιτήματα χωρών, πολιτικών φορέων ή κοινοτήτων (ακόμη και της διασποράς) κυρίως Ανατολικοευρωπαίων που επεδίωξαν την αναγνώριση των δεινών που βίωσαν και των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν κατά την περίοδο της κυριαρχίας της Σοβιετικής Ενωσης και δη του σταλινισμού. Να σημειωθεί ότι σε επίσημα κείμενα και ανακοινώσεις χρησιμοποιείται ο όρος «σταλινισμός» αλλά και ο όρος«κομμουνισμός» και «κομμουνιστικά καθεστώτα».
Η κανονικοποίηση του ναζισμού
Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, η Ημέρα Μνήμης και η δημόσια συζήτηση γύρω από αυτήν αναπαράγουν ηθελημένα ή αθέλητα αναλογίες, αντιστοιχήσεις και εξισώσεις ασύμβατες με την ιστορική σκέψη. Η εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία εμπεριέχει στον πυρήνα της αντιλήψεις φυλετικής ανισότητας και βιολογικής κατωτερότητας, οι οποίες οδήγησαν σε σχεδιασμένη και συστηματική μαζική εξόντωση εκατομμυρίων ανθρώπων, με κύρια θύματα τους Εβραίους. Η κατ’ αναλογίαν εξέταση και θεώρηση του εθνικοσοσιαλισμού και του κομμουνισμού μπορεί να οδηγήσει σε γενικεύσεις και αναγωγισμούς ελάχιστα παραγωγικούς για την ιστορική γνώση. Ελλοχεύει επίσης ο κίνδυνος της ομαλοποίησης και της «κανονικοποίησης» του ναζισμού αλλά και της σχετικοποίησης της σημασίας και της θέσης του Ολοκαυτώματος στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια ιστορική συνείδηση.
Η μεγάλη κλίμακα των ιστορικών φαινομένων όμως δεν απεξαρτάται και δεν αποδυναμώνει τις άλλες πλευρές και τις ποικίλες όψεις της ιστορικής εμπειρίας των ανθρώπων. Αν η κανονικοποίηση του ναζισμού συνιστά ιστορικό και ηθικοπολιτικό πρόβλημα, ιδιαίτερα προβληματική –αν όχι θλιβερή –είναι κάθε απόπειρα λείανσης της ιστορίας των κομμουνιστικών καθεστώτων και αποσιώπησης πρακτικών ελέγχου, διώξεων, βίας, εξόντωσης ατόμων και ομάδων.
Ειδικά σε χώρες που βίωσαν τον σταλινισμό, μαθήματα ιστορίας για την ποικιλία των κομμουνισμών ηχούν κάπως παράταιρα, ενώ οι ηθικολογικές κατηγορίες περί λαών που είναι συλλήβδην «αντικομμουνιστές» ή «νεοναζί» έχουν μάλλον τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Επιπλέον, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η άνοδος των ακροδεξιών και εξτρεμιστικών δυνάμεων στην Ελλάδα και την Ευρώπη θα ανακοπεί αποτελεσματικά αν αναδείξουμε επαρκώς τις αδυναμίες του αντικομμουνισμού. Δεν είναι τόσο κανονικά «τακτοποιημένος» ο κόσμος. Αντίθετα, δίπλα στην ιστορία του ναζισμού, φαίνεται απαραίτητη η ανάπτυξη μιας ιστορικής εκπαίδευσης και η καλλιέργεια μιας ιστορικής συνείδησης που κατανοεί τους υπόγειους δρόμους κυκλοφορίας των ρατσισμών και των διακρίσεων γύρω από τη θρησκεία, την εθνικότητα, το φύλο, τη φυλή, τον σεξουαλικό προσανατολισμό σε μεγάλο εύρος του πολιτικού και ιδεολογικού φάσματος αλλά και σε μεγάλο βάθος χρόνου που δεν εξαντλείται στο κοντινό «χθες» του εικοστού αιώνα. Η ιστορία του αντισημιτισμού στη χώρα μας και αλλού μας έχει δείξει πολλές αναπάντεχες συναντήσεις και ωσμώσεις μεταξύ δεξιών και αριστερών δυνάμεων και χώρων. Και δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα…
Ο μετασχηματισμός των κοινωνιών
Ζούμε σε εποχές όξυνσης των πολιτικών λόγων οι οποίες απέχουν πια πολύ από τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Σε εκείνη την περίοδο, η οικοδόμηση της ευρωπαϊκής κοινωνίας βασίστηκε στις λεγόμενες «πολιτικές της συμφιλίωσης» που επικέντρωσαν στις τραγικές συγκρούσεις της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας, με κύριο άξονα τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σταδιακά όμως η ευρωπαϊκή ιστορία, ειδικά η δημόσια ιστορία, κατακερματίζεται ξανά σε νεοεθνικιστικά αφηγήματα που συχνά στέκονται αποκλειστικά στη θυματοποίηση παρουσιάζοντας κυρίως τις ευθύνες «των άλλων».
Καθώς οι γενιές που έζησαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Ψυχρό Πόλεμο κλείνουν τον βιολογικό τους κύκλο, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες μετασχηματίζονται μέσα από την παγκοσμιοποίηση, τις αλλαγές στον παγκόσμιο άξονα ισχύος, τη λεγόμενη «επιστροφή των θρησκειών», τις νέες μεταναστεύσεις, την τρομοκρατία, τους νέους εθνοθρησκευτικούς κοινοτισμούς, την επισφάλεια, νέες μορφές αποκλεισμού. Κι αν έχουμε περάσει σε έναν άλλο ιστορικό χρόνο ενώ ακόμη διαχειριζόμαστε τα φαντάσματα του εικοστού αιώνα; Κι αν η ιστορία μάς έχει πια ξεπεράσει όσο εμείς ζούμε τις μαθημένες και ίσως βολικές συγκρούσεις μας; Παρακολουθώντας τη σκέψη του ιστορικού Ντόμινικ Λα Κάπρα, θα μπορούσαμε να διεκδικήσουμε μια διαδικασία μνημόνευσης των θυμάτων και των χαμένων της ιστορίας που δεν ταυτίζει την «απώλεια» με την «απουσία». Ισως έτσι απεγκλωβιστούμε από τη στατική αντίληψη για τον χρόνο, ενδεχομένως και από τις μικροπολιτικές χρήσεις της ιστορίας, και ανοίξουμε δρόμους προς το μέλλον.
Η κυρία Εφη Γαζή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ