Η κυβέρνηση της Βραζιλίας αποφάσισε να ανοίξει έναν τεράστιο εθνικό δρυμό, που δημιουργήθηκε το 1984, για να επιτρέψει την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου του, σύμφωνα με το διάταγμα του Προέδρου Μισέλ Τεμέρ που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της κυβέρνησης.
Η περιοχή αυτή, που εκτείνεται σε 46.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, βρίσκεται στις βόρειες Πολιτείες Αμαπά και Παρά και πιστεύεται ότι έχει μεγάλα αποθέματα σε χρυσό, σίδηρο, μαγγάνιο και άλλα μέταλλα.
Σύμφωνα με την κυβέρνηση της Βραζιλίας, οι εννέα καταυλισμοί και οι περιοχές των αυτοχθόνων που βρίσκονται μέσα στο Εθνικό Δρυμό θα εξακολουθήσουν να χαίρουν νομικής προστασίας. Ωστόσο ακτιβιστές έχουν εκφράσει την ανησυχία ότι οι περιοχές αυτές θα κινδυνεύσουν.
Το μέγεθος αυτού του Εθνικού Δρυμού είναι μεγαλύτερο από αυτό της Δανίας και περίπου το 30% θα είναι πλέον ανοικτό προς εκμετάλλευση από τις μεταλλευτικές εταιρείες.
«Στόχος του μέτρου είναι να προσελκύσουμε νέες επενδύσεις, δημιουργώντας έσοδα για τη χώρα και εργασία για την κοινωνία, πάντα με βάση την αρχή της βιωσιμότητας», τόνισε σε ανακοίνωσή του το υπουργείο Ενέργειας και Μεταλλευμάτων της Βραζιλίας.
Παρόλα αυτά ο γερουσιαστής της αντιπολίτευσης Ραντόλφε Ροντρίγκες κατήγγειλε την απόφαση της κυβέρνησης ως «τη μεγαλύτερη επίθεση εναντίον του Αμαζονίου τα τελευταία 50 χρόνια».
Ο Μαουρίτσιο Βόιβοντικ, επικεφαλής της WWF στη Βραζιλία, είχε προειδοποιήσει ήδη από τον προηγούμενο μήνα ότι η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της περιοχής θα οδηγήσει «σε δημογραφική έκρηξη, αποψίλωση των δασών, καταστροφή υδάτινων πόρων, απώλεια της βιοποικιλότητας».
Σύμφωνα με έκθεση της WWF, τα μεγαλύτερα αποθέματα χαλκού βρίσκονται σε μια από τις προστατευόμενες περιοχές, ενώ μέσα στην ίδια περιοχή υπάρχουν και αποθέματα χρυσού.
Η περιβαλλοντική οργάνωση προειδοποιεί επίσης ότι υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθεί πρόβλημα σε δύο ακόμη προστατευόμενες περιοχές, όπου ζουν διάφορες κοινότητες οι οποίες είναι σχετικά απομονωμένες από τον υπόλοιπο κόσμο. «Το κυνήγι του χρυσού στην περιοχή μπορεί να προκαλέσει ανεπανόρθωτες ζημιές σε αυτούς τους πολιτισμούς», τονίζει.
ΑΠΕ-ΜΠΕ