Από τα τέλη του 1990 οι οργανισμοί αξιολόγησης (rating agencies) βρίσκονται στο κέντρο πολλών αμφισβητήσεων. Η ασιατική κρίση 1997-1998, το σκάνδαλο Enron 2001 και, πολύ πρόσφατα, η πανωλεθρία των subprimes 2007-2008 φανέρωσαν την επίδραση της χρηματοοικονομικής αξιολόγησης (βαθμολογίας) στις αγορές κεφαλαίων και έδειξαν με τον πιο εμφατικό τρόπο τις αδυναμίες της. Ο συγγραφέας Norbert Gaillard αρχίζει το βιβλίο του με τις πέντε κριτικές που απευθύνονται στους οργανισμούς αξιολόγησης.
Η πρώτη κριτική αναφέρεται στη διαφάνεια των μεθόδων βαθμολόγησης που χρησιμοποιούν. Ποιες είναι βασικές μεταβλητές που λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση της φερεγγυότητας ενός κράτους, μιας τοπικής κοινότητας, μιας επιχείρησης ή μιας τράπεζας; Οι οργανισμοί παίρνουν τις αποφάσεις τους βασιζόμενοι σε ένα μαθηματικό μοντέλο;
Η δεύτερη κριτική σχετίζεται με την ισχυρή συγκέντρωση του κλάδου της βαθμολόγησης. Τρεις εταιρείες μονοπωλούν σχεδόν όλη την αγορά. Το ερώτημα είναι πώς αυτή η ολιγοπωλιστική δομή δεν κινδυνεύει να επηρεάσει την ποιότητα των εκτιμημένων βαθμολογιών.
Η τρίτη κριτική αφορά τις συγκρούσεις συμφερόντων που υπάρχουν στο εσωτερικό των οργανισμών και θέτουν το πρόβλημα της μεθόδου αποζημίωσής τους. Το γεγονός ότι τα εισοδήματά τους προέρχονται κυρίως από τους εκδότες δανείων τους οποίους βαθμολογούν ανεγείρει το ερώτημα-πρόβλημα της αντικειμενικότητας της βαθμολόγησης.
Η τέταρτη κριτική επανατοποθετεί το πρόβλημα της χρονικής ανικανότητας των οργανισμών να προβλέψουν τις βίαιες υποβαθμίσεις της φερεγγυότητας των δανειοληπτών. Την προηγουμένη των κρίσεων του 2001 και των 2007-2008, πολλές επιχειρήσεις που ήταν έτοιμες για πτώχευση θεωρούνταν τελείως φερέγγυες.
Τέλος, η πέμπτη κριτική υπογραμμίζει με έμφαση την τάση των οργανισμών να «υπεραντιδρούν» όταν οι κρίσεις είναι επιβεβαιωμένες. Οι μειώσεις των βαθμολογιών που αποφασίζονται εν μέσω οικονομικής κρίσης συνεισφέρουν στην επιδείνωσή τους. Για τη συμπεριφορά τους αυτή έχουν κατηγορηθεί από επενδυτές, ρυθμιστές και τον επιστημονικό κόσμο.
Ο ορισμός ενός rating είχε τα πρώτα χρόνια αρκετές διακυμάνσεις μέχρι να σταθεροποιηθεί κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930. Η καλή κατανόηση των κλιμάκων αξιολόγησης είναι απαραίτητη για να αντιληφθούμε σωστά την εκτίμηση του πιστωτικού κινδύνου από τις agencies. Εδώ και έναν αιώνα, οι κλίμακες αξιολόγησης συνδέουν ένα ή περισσότερα γράμματα με ένα συγκεκριμένο επίπεδο κινδύνου αθέτησης των εκδοτών ή των τίτλων χρέους.
Η ομοιογενοποίηση και η τυποποίηση των κλιμάκων αξιολόγησης από το 1930 έχουν συνεισφέρει να κάνουν συγκρίσιμα τα ratings από έναν οργανισμό στον άλλον. Ακόμη, η πρόσφατη επέκτασή τους επέτρεψε τη διάκριση των εκδοτών και των τίτλων σε συνάρτηση με την ποιότητα του πιστωτικού κινδύνου. Ετσι, έχουμε τη διάκριση σε «Investment grade» (κατηγορία επένδυσης και σε «speculative grade» (κατηγορία κερδοσκοπική). Η εμφάνιση αυτών των δύο εννοιών αποτέλεσε ένα σπουδαίο γεγονός της ιστορίας της βαθμολόγησης διότι εγκαθίδρυσε ένα «άκαμπτο» όριο μεταξύ των τίτλων και εκδοτών που κρίνονται συνολικά σίγουροι και φερέγγυοι και αυτών που θεωρούνται επικίνδυνοι και μη ασφαλείς.
Από τα μέσα του 2000 και μετά οι οργανισμοί αξιολόγησης αποδίδουν κυρίως τρεις τύπους βαθμολογήσεων:
¢ Βαθμολόγηση του εκδότη, η οποία μετρά την ολική ποιότητα της υπογραφής του εκδότη του χρέους.
¢ Βαθμολόγηση της έκδοσης, η οποία είναι συγκεκριμένη σε κάθε τίτλο χρέους, που εκδίδεται στην αγορά ομολογιών. Ενας ίδιος εκδότης μπορεί με τον τρόπο αυτόν να έχει εκδώσει πολλές ομολογίες οι οποίες έχουν διαφορετικά ratings (οφείλονται σε διαφορετικές εγγυήσεις και ρήτρες).
¢ Βαθμολόγηση της επανάκτησης, η οποία μετρά τον κίνδυνο της μη επανάκτησης που συνδέεται με έναν τίτλο χρέους.
Διαδικασία rating
Από το 1970 οι εκδότες χρέους ανταμείβουν τους οργανισμούς με στόχο να αποκτήσουν ένα rating που θα τους επιτρέψει:
¢ Να έχουν πιο εύκολη πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές.
¢ Να μειώσουν το κόστος χρηματοδότησής τους.
¢ Να αυξήσουν τη φήμη τους.
¢ Να διακριθούν από τους ανταγωνιστές τους πάνω στην αγορά.
Αρχικά ο δημόσιος ή ιδιωτικός οργανισμός ζητάει επαφή με έναν οργανισμό rating. Ενας αναλυτής leader αναλαμβάνει να συγκεντρώσει τις πληροφορίες για τον εκδότη με στόχο τη μέτρηση του πιστωτικού του κινδύνου. Σε ό,τι αφορά το corporate rating, ο αναλυτής συναντά γενικά τη διοίκηση της επιχείρησης. Σε ό,τι αφορά το sovereign rating (κράτος), επισκέπτεται το κράτος και μπορεί να συναντήσει τον πρωθυπουργό, τον υπουργό Οικονομικών, τον διοικητή της κεντρικής τράπεζας, υψηλά στελέχη του Δημοσίου και διευθυντικά στελέχη επιχειρήσεων. Ο αναλυτής leader με βάση τις συλλεχθείσες πληροφορίες συντάσσει ένα υπόμνημα το οποίο παρουσιάζει σε μια επιτροπή αξιολόγησης απαρτιζόμενη από άλλους αναλυτές του κλάδου. Στο τέλος της συζήτησης καταλήγουν σε μια βαθμολόγηση. Υπάρχει βέβαια περίπτωση να μην αποδοθεί rating και να ζητηθούν περισσότερες πληροφορίες ώστε μετά τη νέα συνάντηση στην επιτροπή rating να δοθεί νέα βαθμολόγηση. Οταν το rating επισημοποιείται, ο αναλυτής παρακολουθεί την οικονομική, χρηματοοικονομική και πολιτική κατάσταση των οργανισμών που επιβλέπει. Η διαδικασία αξιολόγησης διαρκεί κατά μέσο όρο 4-6 εβδομάδες. Οι γνώμες που εκφέρονται κατά τη διάρκεια της συζήτησης στην επιτροπή rating παραμένουν εμπιστευτικές.
Η απόσυρση μιας βαθμολογίας μπορεί να επέλθει με βάση τους παρακάτω λόγους:
¢ Λήξη του ομολογιακού τίτλου (προπληρωμή) που καθιστά τη βαθμολόγηση μη χρήσιμη.
¢ Ανεπάρκεια πληροφοριών που αφορούν τον εκδότη και αποτρέπει τον οργανισμό rating να συνεχίσει την ανάλυσή του.
¢ Απόφαση του δανειολήπτη να διακόψει τις εμπορικές σχέσεις με τον οργανισμό rating, κρίνοντας ότι η βαθμολόγηση είναι πολύ χαμηλή και μη χρήσιμη.
¢ Η εξαφάνιση του εκδότη (εκκαθάριση ή απορρόφηση της επιχείρησης από άλλη).
Τι πρέπει να κάνουν οι οργανισμοί βαθμολόγησης για να βελτιωθεί η θέση τους
Τα δυνατά-αδύνατα σημεία του rating στηρίζονται σε τέσσερις βασικούς πυλώνες:
¢ αξιοπιστία των βαθμολογήσεων, αντικειμενικότητα, εισαγωγή των βαθμολογήσεων στις χρηματοοικονομικές ρυθμίσεις και επιρροή πάνω στις εξισορροπητικές δραστηριότητες των επενδυτών.
1Βελτίωση της διαφάνειας τόσο των διαδικασιών της βαθμολόγησης όσο και των στατιστικών εργαλείων που χρησιμοποιούν για τη μέτρηση των επιδόσεων των ratings.
2Καλύτερος προσδιορισμός των λεπτομερειών της αλλαγής των μεθοδολογιών τόσο σε ένα πλάνο ποιοτικό όσο και ποσοτικό.
3Προσδιορισμός του τρόπου εξακρίβωσης των χρησιμοποιημένων πληροφοριών για τη βαθμολόγηση των δομημένων προϊόντων και εξέταση εάν προέρχονται από υποκειμενικές ή αντικειμενικές πηγές.
4Δημοσίευση σε διαδικτυακό τόπο 10% ιστορικών στοιχείων για βαθμολόγηση εκδοτών-πληρωτών.
5Προετοιμασία μιας ετήσιας έκθεσης περικλείοντας όλες τις αποφάσεις rating που πάρθηκαν σε κάθε κλάδο τη χρονιά που πέρασε.
6Αρνηση να αποδοθεί ταυτόχρονα μια σύσταση και μια βαθμολόγηση σε έναν εκδότη χρέους.
7Εξακρίβωση ώστε οι εργαζόμενοι των οργανισμών rating που θα μελετήσουν και θα δώσουν τη βαθμολόγηση να μην εισπράξουν διάφορα δώρα, ικανοποιήσεις ή ανταμοιβές από τους εκδότες χρέους.
8Απαγόρευση στους εργαζομένους που θα μελετήσουν τα στοιχεία των εκδοτών να συμμετέχουν σε συζητήσεις που αφορούν τις προμήθειες που θα καταβληθούν από τους εκδότες.
Ο κ. Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης είναι καθηγητής στο Πολυτεχνείο Κρήτης, ακαδημαϊκός στη Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών της Ισπανίας.
HeliosPlus