«Η τέχνη είναι κατά βάθος η πιο έγκυρη, δηλαδή η πιο αισιόδοξη εκδοχή της υπαρξιακής μας θλίψης»
Υπάρχει μια τέχνη που διακοσμεί και υπάρχει μια τέχνη που αμφισβητεί την ευκολία της διακόσμησης.
Και οι δύο εκφράσεις είναι νόμιμες απλώς η δεύτερη παρωθεί δυναμικά τον θεατή να απαλλαγεί από τις βολικές ασφάλειες του, από τις ευκολίες του και τον μυεί στην ουσιαστική σημασία της τέχνης.
Εκείνη η τέχνη που – τουλάχιστον – προσπαθεί να αλλάξει τον κόσμο και όχι απλώς να τον κάνει να φαίνεται τακτοποίησιμος ή , ακόμα χειρότερα, «τακτοποιημένος».
Μια τέτοια ποιητική «αταξία » εν χώρω είναι και η έκθεση – εγκατάσταση που έστησε ο καλλιτέχνης Βασίλης Καβουρίδης στο παλιό λιμάνι της Μυκόνου με τίτλο Praxis of Progress και χορηγία της dac ( designartprogress ).
Στους δύο ορόφους ενός κτηρίου εκτός λειτουργίας, του παλιού επιβατικού σταθμού του νησιού, ο Καβουρίδης σαν τους παλιούς ντανταϊστές σκηνογραφεί θεματικές ενότητες και δραματοποιεί χώρους παίζοντας άλλοτε με το τραγικό κι άλλοτε με κωμικό πρόσωπο της έκφρασης.
Πίνακες, γλυπτά, κατασκευές, εγκαταστάσεις, βιντεοπροβολές, σχέδια, μινιατούρες (!) καλύπτουν όλα τα επίπεδα του εκθεσιακού κτίσματος δημιουργώντας την ατμόσφαιρα ενός Δωματίου Θαυμάτων, μιας Wunderkammer που μαγικά αποκαλύφθηκε στο νησί των ανέμων (και της εκζήτησης). Με την αθωότητα μικρού παιδιού αλλά και με την επίγνωση του ενήλικα που γνωρίζει ότι η αθωότητα δεν συμβαδίζει με τέτοιους χαλεπούς καιρούς, ο Καβουρίδης πενθεί με τα καμμένα δοκάρια του και τα παλιά χρησιμοποιημένα παιχνίδια για την φθορά των πραγμάτων αλλά και γιορτάζει το ακαταδάμαστο άνθισμα της Φύσης με τα ευφορικά, παστόζικα λουλούδια του. Ανοιχτός σε επιδράσεις και διάλογο δείχνει στα έργα του τις εικαστικές του αγάπες ισορροπώντας αριστοτεχνικά ανάμεσα στις ελεύθερες, εξπρεσιονιστικές γραφές και την προοπτική αυστηρότητα της Αρχιτεκτονικής. Διαλέγεται άφοβα με τον διεθνή και τον εγχώριο μοντερνισμό χωρίς να φοβάται να δείχνει τις επιρροές που έχει δεχτεί.
Από την μία οι δάσκαλοι του ο Ζιώγας, ο Κοντοσφύρης κι από την άλλη ο μυθικός Θανάσης Τσίγκος ή ο επικός της χρωματικής σπάταλης Αχιλλέας Χρηστίδης, η ιέρεια WieiradaSilva, ο Albers κλπ.
Θεατρικότητα, έλλειψη σοβαροφάνειας, πειραματική διάθεση, συνεχείς εκπλήξεις του θεατή ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι, το φως και τα παιχνίδια του σκοταδιού, της διαφάνειας και της συμπάγειας, των ήχων και των ηχείων της σιωπής είναι τα χαρακτηριστικά μιας έκθεσης άκρως παιδαγωγικής που μπορούν να χαρούν πάντως εξίσου ενήλικες και παιδιά. Δηλαδή οι συνειδητοποιημένοι πολίτες του αύριο… Η ευθύνη μας.