Το είχε πει η καγκελάριος Μέρκελ σε ανύποπτο (για τους συμπατριώτες της) χρόνο: η κινητικότητα (διάβαζε ανασφάλεια) στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας πρέπει να θεωρείται εφεξής δεδομένη. Τα στοιχεία που ανακοίνωσε πρόσφατα η Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία της Γερμανίας (Destatis) δείχνουν ότι πίσω από την εντυπωσιακή βελτίωση της απασχόλησης στη χώρα και την πτώση του ποσοστού της ανεργίας στα χαμηλότερα επίπεδα από την ενοποίηση του 1990 (στο 5,7% τον Ιούλιο), η γερμανική αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από την αυξανόμενη ανασφάλεια των εργαζομένων.
Είχε φροντίσει, βέβαια, ο προκάτοχος της Ανγκελα Μέρκελ, σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ, με το περίφημο πρόγραμμά του «Ατζέντα 2010» να καθηλώσει από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας τους μισθούς των Γερμανών και να δημιουργήσει ένα κλίμα που ευνοεί τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης. Αλλά τα τελευταία χρόνια η λεγόμενη «άτυπη απασχόληση», δηλαδή η μη πλήρης, σταθερή και ρυθμισμένη μισθωτή εργασία, έρχεται όλο και περισσότερο στη… μόδα.
Ετσι, ένας στους πέντε Γερμανούς απασχολούνταν το 2016 σε μια ευέλικτη θέση εργασίας. Συνολικά 7,65 εκατομμύρια εργαζόμενοι, όπως αποκαλύπτει η Destatis. Το 1996 οι αντίστοιχες θέσεις εργασίας ήταν λιγότερες από 5 εκατομμύρια. Μπορεί «η απασχόληση να συνεχίζει να βελτιώνεται» και ότι «η προσφορά εργασίας εκ μέρους των επιχειρήσεων συνεχίζει να βαίνει αυξανόμενη, ενώ η ζήτηση εργασίας βαίνει μειούμενη», όπως παρατήρησε ο διευθυντής της Destatis Ντέτλεφ Σίλε. Αλλά η μείωση του αριθμού των αιτούντων απασχόληση συνοδεύεται με μια αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων και της ανασφάλειας στη γερμανική αγορά εργασίας.
Το αποτέλεσμα είναι η καθημερινότητα των πιο ευάλωτων εργαζομένων (κυρίως νέοι και εργαζόμενοι με χαμηλή επαγγελματική κατάρτιση) να επιδεινώνεται. Και η επιδείνωση αυτή φαίνεται από το άνοιγμα της ψαλίδας των μισθολογικών και εισοδηματικών εν γένει ανισοτήτων, που ξεκίνησε προ 15ετίας με τις μεταρρυθμίσεις Σρέντερ, όπως η ίδια η Destatis σημειώνει. Αλλωστε το 2014, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία Eurostat, στη Γερμανία οι χαμηλόμισθοι αντιστοιχούσαν στο 22,5% του εργατικού δυναμικού της χώρας, ενώ στη Γαλλία αντιστοιχούσαν μόλις στο 8,8%. Ως χαμηλόμισθοι ορίζονται όσοι αμείβονται με λιγότερα από τα δύο τρίτα του μέσου ακαθάριστου ωρομισθίου.
Ως «μη τυπικώς» απασχολούμενοι λογίζονται οι μερικώς απασχολούμενοι, οι εργαζόμενοι με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, οι προσωρινώς απασχολούμενοι, οι αμειβόμενοι με λιγότερα από 450 ευρώ μηνιαίως (οι απασχολούμενοι στις λεγόμενες «μισές δουλειές») ή επίσης όσοι εργάζονται λιγότερες από 20 ώρες εβδομαδιαίως. Συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά τη Γερμανία οι απασχολούμενοι με σύμβαση ορισμένου χρόνου φθάνουν τα 2,6 εκατομμύρια και αντιστοιχούν στο 7,2% του συνόλου των εργαζομένων.
Ο αριθμός των προσωρινώς απασχολουμένων φθάνει τις 737.000 και αντιστοιχεί στο 2% του συνόλου. Οι μερικώς απασχολούμενοι με λιγότερες από 20 ώρες εβδομαδιαίως αριθμούν 4,8 εκατ. εργαζομένους (13% του εργατικού δυναμικού), ενώ οι απασχολούμενοι στις «μισές δουλειές» των 450 ευρώ τον μήνα αριθμούν 2,1 εκατομμύρια –τα στοιχεία αφορούν το έτος 2016.
Στη Γερμανία απασχολούνται επίσης 3,6 εκατομμύρια ελεύθεροι επαγγελματίες που δεν «προστατεύονται» από το κατώτατο ωρομίσθιο των 8,50 ευρώ μεικτών που καθιέρωσε από τον Ιανουάριο του 2015 η κυβέρνηση Μέρκελ. Μεταξύ αυτών, τα 2 εκατομμύρια απειλούνται από τη φτώχεια, όπως επισημαίνει η γερμανική Στατιστική Υπηρεσία.
Ολες αυτές οι θέσεις εργασίας βρίσκονται εκτός του νομικού πλαισίου προστασίας της απασχόλησης στη Γερμανία και δεν ακολουθούν τις μισθολογικές αυξήσεις που προβλέπουν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Ομως το ζήτημα της κλιμακούμενης εργασιακής ανασφάλειας τις τελευταίες εβδομάδες πρωταγωνιστεί στον προεκλογικό αγώνα εν όψει της αναμέτρησης της 24ης Σεπτεμβρίου με «ευθύνη» του επικεφαλής των Σοσιαλδημοκρατών Μάρτιν Σουλτς. Στις αρχές Ιουλίου η Ανγκελα Μέρκελ υποσχέθηκε «πλήρη απασχόληση έως το 2025» και «καθιέρωση κατώτατου μηνιαίου μισθού». Η κινητικότητα, κινητικότητα…
HeliosPlus