«Με την Εϊμι τίποτα δεν ήταν απλό». Αυτή είναι μία από τις πρώτες φράσεις στο βιβλίο «Amy, η κόρη μου» (εκδόσεις Ροπή), το οποίο έγραψε ο πατέρας της, Μιτς Γουαϊνχάουζ. Είναι μια απλή διαπίστωση, συνοψίζει όμως το πόσο δύσκολο είναι να αποφανθείς για ποιον λόγο το πέρασμα ενός ανθρώπου από τη ζωή αποδείχθηκε τόσο σύντομο και πονεμένο. Κατά την εξιστόρηση της ζωής και του θανάτου αυτής της υπέρμετρα ταλαντούχας γυναίκας δεν μπορείς να μείνεις ασυγκίνητος μπροστά στο ανώφελο ξόδεμα και το δυσαναπλήρωτο κενό που επέφερε ο χαμός της στο μουσικό στερέωμα, πέρα από την ίδια την οικογένειά της. Παράλληλα, δεν μπορείς να μη σκεφτείς και όλους τους άσημους που χάθηκαν από τους δαίμονές τους.
Σε ένα επίπεδο, λοιπόν, το «Amy, η κόρη μου» θα μπορούσε να διαβαστεί ως η εξιστόρηση των δεινών ενός εξαρτημένου ανθρώπου αλλά και όσων βρίσκονται γύρω του και τον παρακολουθούν να τον καταπίνει η μαύρη τρύπα των καταχρήσεων. Ο Μιτς Γουαϊνχάουζ καταφέρνει ακριβώς αυτό: ξεναγεί τον αναγνώστη στον κόσμο των εθισμένων, καθώς καταγράφει μέρα με την ημέρα τις αυταπάτες της κόρης του, τις κούφιες υποσχέσεις της στον εαυτό της και τους κοντινούς ανθρώπους της, την αδυναμία της να τις τηρήσει, αλλά και τις επιδέξιες μεθόδους που επιστράτευε προκειμένου να εξασφαλίσει τη δόση της. Σπαράζει η καρδιά σου με τα αμέτρητα «τέρμα τα ναρκωτικά, μπαμπά» που ψέλλιζε η Εϊμι Γουαϊνχάουζ, κυρίως επειδή νιώθεις την επιθυμία της να πάλλεται προτού πνιγεί στο high του κρακ κοκαΐνης. Χαμογελάς πικρά όταν διαβάζεις πως είχε ζητήσει από τον πατέρα της να ακυρώσει μια συμφωνία για προώθηση αρώματος που θα έφερε το όνομά της, επειδή «δεν ήθελε να βλάψει την αξιοπιστία της», όπως εξηγούσε παραπαίοντας μαστουρωμένη.
Ολα κι όλα. Αν ξέρει ένα πράγμα καλά ο Μιτς Γουαϊνχάουζ, αυτό είναι τι σημαίνει να έχεις στη ζωή σου έναν άνθρωπο που αυτοκαταστρέφεται με σύστημα. Εξάλλου, όλα τα έσοδα του βιβλίου πηγαίνουν στο Ιδρυμα Amy Winehouse, το οποίο δημιούργησε η οικογένεια της Εϊμι προκειμένου να βοηθήσει παιδιά και νέους που αντιμετωπίζουν διάφορα προβλήματα. «Το γεγονός είναι ότι ο χρήστης που δεν θέλει να απεξαρτηθεί θα βρει ναρκωτικά πάση θυσία και θα επιστρέψει στις παλιές συνήθειες μόλις βγει από το κέντρο αποτοξίνωσης» γράφει απαντώντας εμμέσως σε όσους κατηγορούν τους γονείς για την ανικανότητά τους να απομακρύνουν τα παιδιά τους από ό,τι τα σκοτώνει. «Ο εθισμός είναι κυρίως ασθένεια που, όπως όλες οι άλλες, πρέπει να θεραπεύεται» τονίζει.
Τα τσιγάρα, το ποτό και ο Μπλέικ
Οπως και ο «εθισμός» στον σύζυγό της, Μπλέικ Φίλντερ-Σίβιλ, η σχέση της με τον οποίο έγινε η αφορμή για να γραφτεί το άλμπουμ «Back to Black», αλλά και για να δοκιμάσει εκείνη σκληρά ναρκωτικά όπως το κρακ και η ηρωίνη. «Το άλμπουμ με τις περισσότερες μέχρι στιγμής πωλήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο τον 21ο αιώνα αναφέρεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στο χειρότερο απόβρασμα που έζησε ποτέ. Πράγματι, δεν γράφονται τέτοιοι δίσκοι για ανθρώπους όπως ο Γκάντι ή ο Νέλσον Μαντέλα» γράφει ο Γουαϊνχάουζ καθώς εξαπολύει μύδρους κατά του πρώην γαμπρού του στο βιβλίο του. Μνημονεύει με περηφάνια πώς τον είχε κλωτσήσει στον πισινό όταν τον είχε συναντήσει στο διαμέρισμα της κόρης του, μια εύλογη θα έλεγε κανείς αντίδραση, δεδομένου ότι μόλις είχε ακούσει την ατάκα «δεν σκοπεύω να καθαρίσω, μου αρέσει να είμαι ναρκομανής» να ξεστομίζεται αυτάρεσκα ενόσω η Εϊμι παρέπαιε στο πλευρό του πιωμένη ή μαστουρωμένη (πολύ συχνά δε ήταν και τα δυο ταυτόχρονα). «Το ξέρω ότι ο Μπλέικ με χειραγωγεί, κι αυτό μου αρέσει κάπως, το παραδέχομαι» είχε εξομολογηθεί στον Μιτς η κόρη του. Ο βοηθός παραγωγής βιντεοκλίπ που είχε αποπειραθεί να κόψει τις φλέβες του στα εννιά του χρόνια για να πείσει τη μητέρα του να διώξει τον πατριό του ήταν ένα παιδί εξίσου χαμένο με την αγαπημένη του. Χωρίς την παρηγοριά ή τη γενναιοδωρία που θα μπορούσε να του προσφέρει η επίγνωση μιας κλίσης ή ενός δημιουργικού στόχου, έγινε άλλος ένας κρίκος στην αλυσίδα των ανθρώπων που «άρμεγαν» την Εϊμι, σύμφωνα με τον κομψό χαρακτηρισμό των βρετανικών ταμπλόιντ, αλλά και βάσει όσων καταθέτει ο Μιτς στο βιβλίο του.
Μέχρι και διαμέρισμα στο Σέφιλντ έφτασε να αγοράσει ο Μπλέικ από τις αποκλειστικές ειδήσεις που πούλησε στον Τύπο μετά τον χωρισμό τους, κοινώς τις φυλλάδες του τύπου «Daily Mail» και «News of the World» (η βρετανική εφημερίδα που έκλεισε το ’11 εξαιτίας του τεράστιου σκανδάλου με τις τηλεφωνικές υποκλοπές). Μηνιάτικο έβγαζε και η μητέρα του, Τζορτζέτ, από όσες ιστορίες διοχέτευε στις ίδιες εφημερίδες, την ίδια ώρα που ανέμενε να τής αγοράσει η νύφη της το κομμωτήριο που της είχε υποσχεθεί. Ο «χοντρός ελεγκτής» όμως και ο μεγάλος εισπράκτορας, σύμφωνα με ανάλογα δημοσιεύματα , δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον πατέρα της. Οχι ότι η αξιοπιστία τους είναι υπολογίσιμη, όμως η συγκεκριμένη μομφή έχει επανειλημμένα αποδοθεί στον πατέρα της Γουαϊνχάουζ. Γι’ αυτό νιώθει και την ανάγκη να απαντήσει με το βιβλίο του σε όσους ισχυρίζονταν ότι την ανάγκαζαν «να σκοτώνεται στη δουλειά» και υπονοούσαν πως «η οικογένειά της είχε συμφέρον και αποκόμιζε οφέλη».
Φιλοδοξίες γονιών παιδεύουσι τέκνα
Οταν λοιπόν η Εϊμι Γουαϊνχάουζ υπέγραφε το πρώτο της συμβόλαιο στα 17 της χρόνια, ο πατέρας της και η μητέρα της, Τζάνις, αποφάσισαν να την εκπροσωπήσουν και γι’ αυτό τον λόγο σύστησαν μια εταιρεία. «Επειδή ήθελα να είμαι βέβαιος πως δεν θα ξόδευε αμέσως τις προκαταβολές, προτίμησα να φυλάξουμε τα χρήματά της η μητέρα της κι εγώ» εξηγεί ο Γουαϊνχάουζ. Μια λογική κίνηση, αν σκεφτεί κανείς πού θα πήγαιναν σύντομα τα λεφτά της, αν και ο έλεγχος αυτός δεν απέτρεψε τελικά τα χειρότερα. Ωστόσο, η εκμετάλλευση της επιτυχίας μιας ιδιοφυούς αλλά αποπροσανατολισμένης θυγατέρας μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους. Με την επιδίωξη της προσωπικής προβολής μέσω των ΜΜΕ, για παράδειγμα. Οπως γράφει και ο ίδιος στο βιβλίο του, ως πατέρας μιας τόσο διάσημης προβληματικής κόρης, μιλούσε κατ’ επανάληψη στα βρετανικά ταμπλόιντ αλλά και στην τηλεόραση για τις εξαρτήσεις της μολονότι γενικώς οι εφημερίδες «επινοούσαν τις χειρότερες ιστορίες γι’ αυτήν». Ηταν μάλιστα σχεδόν φίλος με έναν δημοσιογράφο της εφημερίδας «News of the World», ο οποίος ήξερε ότι όποτε προέκυπτε είδηση για τη Γουαϊνχάουζ μπορούσε να τη διασταυρώσει με τον πατέρα της και να έχει από αυτόν μια δήλωση για το αποκαλυπτικό άρθρο του.
«Δεν θέλω να μιλάς στην τηλεόραση για τα προβλήματά μας» είχε προσπαθήσει να τον αποτρέψει η Εϊμι. Εκείνος το θεωρούσε δείγμα αφοσίωσης, όπως λέει, και έναν τρόπο να βοηθήσει και τους γονείς άλλων εξαρτημένων μέσα από την προβολή του παραδείγματος (προς αποφυγή) της κόρης του. Εχει ενδιαφέρον, ωστόσο, πως όταν εμφανίστηκε ο Μαρκ Ρόνσον, ο παραγωγός του «Back to Black», στο Sky News και δήλωσε ότι η Εϊμι δεν ήταν σε θέση να εργαστεί, ο Μιτς ενοχλήθηκε. «Κατανοούσα τον έντονο θυμό του, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί έπρεπε να μιλήσει για αυτό στην τηλεόραση» γράφει χαρακτηριστικά.
Δεν χρειάζεται να είσαι υποψιασμένος ή προκατειλημμένος για να αντιληφθείς ότι ακόμα και σε αυτό του το πόνημα, το οποίο κυκλοφόρησε έναν χρόνο μετά τον θάνατο της κόρης του, προσπαθεί να προβάλλει τη συμβολή του στη διαμόρφωσή της και τον εαυτό του. Εξ ου και παραθέτει κάρτες γενεθλίων που του έστελνε η Eϊμι, με δηλώσεις θαυμασμού όπως «Αγαπημένε μου μπαμπά. Είμαι ευγνώμων που πήρα από εσένα την αίσθηση του στυλ». Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ξεκινάει το βιβλίο αναφέροντας ότι λίγο προτού πεθάνει η κόρη του ετοιμάζονταν να ηχογραφήσουν μαζί δύο τραγούδια, το «Autumn Leaves» και το «Fly Μe to the Μoon». Γιατί, παρεμπιπτόντως, όταν εκείνη βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας, αλλά και της κατρακύλας της, ο μέχρι πρότινος οδηγός ταξί, Μιτς Γουαϊνχάουζ, ξεκινούσε μια δεύτερη καριέρα ως τραγουδιστής.
Σημειωτέον ότι σήμερα διαθέτει μάνατζερ, υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων και ατζέντη-δες και τους ευχαριστεί όλους θερμά στον πρόλογο του βιβλίο του. Οι επαγγελματικές υποχρεώσεις του μάλιστα ήταν εκείνες που δεν του επέτρεψαν να απαντήσει σε ερωτήσεις του BHΜΑgazino. Η μουσική καριέρα ήταν ένα όνειρο που είχε από νέος, όμως ήταν δύσκολο, όπως λέει, να το εκπληρώσει, εξαιτίας των οικογενειακών υποχρεώσεων. Τραγουδούσε πάντα στο σπίτι τους και ήταν αναμφισβήτητα εκείνος που ενστάλαξε στην Εϊμι την αγάπη για τους crooner και τη μουσική τζαζ. Οπως έγραφε η ίδια σε μια αίτησή της προκειμένου να εισαχθεί στο Sylvia Young Theatre School, «Μου έχουν πει ότι έχω υπέροχη φωνή και αυτό μάλλον οφείλεται στον πατέρα μου. Σε αντίθεση όμως με εκείνον, που του είναι αρκετό να τραγουδάει στο γραφείο και να πουλάει παράθυρα, και άλλους της οικογένειάς του, εγώ θέλω να κάνω κάτι με τα ταλέντα μου».
Οταν ήταν μόλις δέκα ετών, η Εϊμι πήρε μέρος σε μια οντισιόν για το μιούζικαλ «Annie». Η δασκάλα της στο Susi Earnshaw Theatre School, όπου φοιτούσε, είχε πληροφορήσει εκ των προτέρων τον πατέρα της ότι δεν θα έπαιρνε τον ρόλο και ότι η συμμετοχή της ήταν μια ευκαιρία να αποκτήσει «εμπειρία» από τέτοιου είδους διαδικασίες. Ωστόσο, η γιαγιά της και μαμά του Μιτς πίστευε ότι η εγγονή της ήταν έτοιμη να γίνει η νέα Annie. Ηταν τέτοια μάλιστα η σιγουριά της, ώστε έσπευσε να αγοράσει φόρεμα για την πρεμιέρα. Προθυμοποιήθηκε να τη συνοδεύσει στην οντισιόν, τη δασκάλευε πώς να φερθεί και τι να πει. Οταν η εγγονή δεν τα πήγε καλά, η γιαγιά έγινε έξαλλη. «Επιασε τον σκηνοθέτη και του φώναζε πως είναι άσχετος και δεν ξέρει τι κάνει» γράφει ο Γουαϊνχάουζ. Εννοείται ότι στην επιστροφή με το τρένο άκουσε και η Εϊμι τον δικό της εξάψαλμο. Αυτή ήταν η Σίνθια στο μπράτσο της, το τατουάζ που χτύπησε όταν εκείνη πέθανε. Η πολυαγαπημένη γιαγιά που την είχε μεγαλώσει και είχε βρεθεί και η ίδια σε απόσταση αναπνοής από τη φήμη. Οπως μαθαίνουμε, μεταξύ άλλων, την είχε φλερτάρει ο μουσικός της τζαζ, Γκλεν Μίλερ, το 1943, ενώ ο σαξοφωνίστας Ρόνι Σκοτ ήταν ερωτευμένος μαζί της.
My daddy thinks I ‘m fine
Στην Εϊμι όμως έπεσε το λαχείο του ταλέντου, της ευφυΐας και της επιτυχίας. Στο ευαίσθητο, σκανδαλιάρικο, τολμηρό και θαρραλέο παιδί που ήθελε πάντα να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής. «Ηταν από μόνη της ατίθαση, αλλά την κακομάθαινα κι εγώ, ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου» εξομολογείται ο Μιτς με έμμεσο τρόπο την ενοχή του για την εξωσυζυγική σχέση του και το διαζύγιό του με τη μητέρα της όταν η κόρη τους ήταν εννέα χρόνων. Εκείνος ανέκαθεν πίστευε ότι δεν είχε επηρεαστεί από τον χωρισμό τους, μολονότι κάτι τέτοιο ήταν μάλλον αδύνατο, από τη στιγμή που εκδήλωνε τη λατρεία της στο πρόσωπό του με κάθε ευκαιρία. Επειτα υπήρχαν και οι ενδείξεις στη συμπεριφορά της. «Δεν έκανε τίποτε τρομερό, όμως ήταν αποδιοργανωτική και αποζητούσε την προσοχή, με αποτέλεσμα να μας κάνουν συνεχή παράπονα για τη συμπεριφορά της» περιγράφει ο Μιτς τις σχολικές επιδόσεις της, τις οποίες οι γονείς της έβρισκαν συνήθως αστείες και χαριτωμένες.
Οπως αργότερα το σοβαρό πρόβλημα που είχε η Εϊμι με το ποτό, προτού πέσει στα βαριά ναρκωτικά εξαιτίας του Μπλέικ. Οταν δηλαδή οι φίλοι της και ο πρώτος της μάνατζερ, Νικ Γκόντγουιν, πίστευαν ότι έπρεπε να εισαχθεί σε κλινική αποτοξίνωσης για να αντιμετωπίσει το πρόβλημά της. Ο Μιτς Γουαϊνχάουζ θεώρησε ότι δεν συνέτρεχε λόγος και με αυτή του τη στάση ενέπνευσε και τον περίφημο στίχο «If my daddy thinks I ‘m fine» του τραγουδιού «Rehab». Ηταν αφελής; Ηταν τυφλός; Ενας εξωτερικός παρατηρητής μπορεί να πει ότι ήταν απλώς ένας άγγλος πατέρας της εργατικής τάξης που έβλεπε την κόρη του να επιδίδεται σε ατέλειωτα «binge drinking» και δεν διέκρινε κάτι το ανησυχητικό σε αυτό.
Οποιος έχει βρεθεί Παρασκευή απόγευμα σε παμπ του Λονδίνου και των περιχώρων μπορεί ενδεχομένως να κατανοήσει τη στάση του, καθώς σίγουρα θα έχει δει ορδές νεαρών να πίνουν μέχρι τελικής πτώσεως, σαν να πρόκειται για μια ιεροτελεστία απολύτως φυσιολογική και αποδεκτή από τη βρετανική κοινωνία. Δεν είναι λίγοι, ωστόσο, αυτοί που δεν βρίσκουν το κουράγιο να ξανασηκωθούν. «Οταν ήταν έφηβη αντιμετώπιζε κάποια προβλήματα αυτοεκτίμησης, αλλά ποιος έφηβος αισθάνεται καλά με τον εαυτό του;» διερωτάται ρητορικά ο πατέρας της.
Παραλείπει όμως να αναφέρει ότι η κόρη του ήταν επιπλέον βουλιμική, αλλά και ότι υπέφερε από κατάθλιψη από τα 14 χρόνια της, τουλάχιστον σύμφωνα με το βραβευμένο με Οσκαρ «Amy» (2015) του Ασίφ Καπάντια. Ο Μιτς Γουαϊνχάουζ ήταν έξαλλος όταν κυκλοφόρησε το εν λόγω ντοκιμαντέρ, καθώς ούτε λίγο ούτε πολύ παρουσιαζόταν ως ένας πατέρας που εκμεταλλεύτηκε την κόρη του για να αποκομίσει οφέλη. Οσο κι αν υπερασπίζεται τον εαυτό του, είναι δύσκολο να πιστέψεις το αντίθετο. Θα ήταν άδικο, ωστόσο, αλλά και μια πρόχειρη και φτηνή ψυχαναλυτική απόπειρα, να τον κατηγορήσει κανείς για τον δρόμο που εκείνη ακολούθησε, αλλά και για τον θάνατό της. Είναι κι αυτός στο τέλος της ημέρας ένας πατέρας που βίωσε τον χειρότερο φόβο κάθε γονιού όταν είδε το παιδί του να πεθαίνει σε ηλικία 27 ετών. Ενας δυνατός άνδρας, σαν αυτούς που άρεσαν τελικά στην Εϊμι, ο οποίος ωστόσο δεν κατάφερε να τη σώσει με τη ρώμη του.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 20 Αυγούστου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ