Το βράδυ εκείνο της 7ης Δεκεμβρίου 1951, η καθιερωμένη πρεμιέρα της σεζόν στη Σκάλα του Μιλάνου –ανήμερα του Αγίου Αμβροσίου, προστάτη της πόλης –δόθηκε με κάθε επισημότητα και σημείωσε τεράστια επιτυχία. Την παράσταση «έκλεψε» αναμφίβολα η 28χρονη, τότε, Μαρία Κάλλας που αποθεώθηκε κυριολεκτικά στον ρόλο της Ελενα από τον βερντιανό «Σικελικό Εσπερινό». Τα χειροκροτήματα μετά το περίφημο «Bolero» ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο… Το ίδιο βράδυ, αργότερα, η καλή κοινωνία της πόλης σχολίαζε την επιτυχία στο σπίτι της νεαρής τότε Βάλι Τοσκανίνι, κόρης του θρυλικού μαέστρου Αρτούρο Τοσκανίνι ο οποίος διετέλεσε επί χρόνια βασικός αρχιμουσικός της Σκάλας.
Μεταξύ των λαμπερών καλεσμένων βρισκόταν και η περίφημη Μπίκι, η διάσημη ιταλίδα σχεδιάστρια –η ίδια προτιμούσε να την αποκαλούν μοδίστρα –, η οποία έλαμψε μεταξύ των δεκαετιών ’40 και ’60. Σε μια φάση κυριαρχίας των Γάλλων στη μόδα η Μπίκι –κατά κόσμον Ελβίρα Λεονάρντι Μπουγέ –υπήρξε πρωτοπόρος του Made in Italy έχοντας ντύσει την αφρόκρεμα της κοινωνίας της εποχής.
Το βράδυ εκείνο η Μπίκι δήλωνε και εκείνη γοητευμένη από τη νεαρή πρωταγωνίστρια την οποία είχε χειροκροτήσει με πάθος λίγο νωρίτερα στη Σκάλα θαυμάζοντας τη σκηνική της παρουσία και τη δυνατότητά της να κερδίζει τις εντυπώσεις. Εξίσου την εντυπωσίασε και η γνωριμία μαζί της, αν και από πλευράς αμφίεσης η Κάλλας τής προκάλεσε πραγματικό σοκ. «Φορούσε μια ζακέτα που πάλευε να κλείσει στο στήθος της. Για το πουκάμισό της καλύτερα ας μη μιλήσουμε. Η μακριά φούστα δεν έφτανε να κρύψει τα παχουλά της πόδια και τα άκομψα παπούτσια της επέτειναν το τραγικό αποτέλεσμα» διηγούνταν αργότερα η Μπίκι στον γαμπρό και συνεργάτη της Αλέν. Τα πλαστικά σκουλαρίκια της νεαρής Μαρίας και το τεράστιο μαύρο βελούδινο καπέλο που επέμεινε να φορά στη διάρκεια της δεξίωσης την απογοήτευσαν εντελώς. «Αν μου έλεγαν τότε ότι θα έπρεπε να ντύσω αυτή τη γυναίκα, θα πάθαινα παράκρουση» θυμόταν και πάλι η Μπίκι. Εκείνο το βράδυ τής ήταν αδύνατο να φανταστεί ότι η Κάλλας θα γινόταν όχι μόνο η σημαντικότερη «πρέσβειρα» της δημιουργίας της αλλά και επιστήθια φίλη της.
Η γκαρνταρόμπα και ο Πάπας
Πέρασαν ημέρες από εκείνο το βράδυ, όταν κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο στο ατελιέ της Μπίκι. Ηταν ο βιομήχανος Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, ο κατά 27 χρόνια μεγαλύτερος σύζυγος της Κάλλας –ο οποίος σύντομα εγκατέλειψε την επιχειρηματική του δραστηριότητα προκειμένου να αφιερωθεί στην καριέρα της ντίβας –που ζητούσε από τη διάσημη «μοδίστρα» να αναλάβει τη Μαρία. Η Μπίκι κόμπιασε: εξήρε την τέχνη της σοπράνο αλλά δεν δίστασε να πει στον Μενεγκίνι πως κάτι τέτοιο δεν θα είχε νόημα αν η Κάλλας δεν έχανε, πρώτα, ορισμένα κιλά. Εκείνος τής απάντησε πως η σύζυγός του ακολουθούσε ήδη κάποια δίαιτα.
Μήνες αργότερα η Κάλλας εμφανίστηκε στο ατελιέ της Μπίκι. Η «μοδίστρα» εντυπωσιάστηκε όχι μόνο από την εμφανώς πιο αδύνατη φιγούρα της αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο η σοπράνο κυριαρχούσε οπουδήποτε πατούσε το πόδι της, όπως ακριβώς έκανε επί σκηνής. «Η ευθύνη να σχεδιάσω κάτι για σένα γίνεται πλέον υπεράνθρωπη» της είπε τότε η Μπίκι. Σύντομα αποφάσισε ότι στη Μαρία ταίριαζαν το λεοπάρ και οι γούνες, οι μεγάλες φούστες, τα τιρμπάν, τα οποία άλλωστε λάτρευε και η ίδια η «μοδίστρα» για τον εαυτό της, που της έδιναν αυτοκρατορικό «αέρα», οι γραμμές που έδειχναν το σώμα της πιο «μακρύ».
Λίγο καιρό αργότερα οι επαγγελματικές υποχρεώσεις της καλούσαν την Κάλλας στις ΗΠΑ. Διαθέτοντας πλέον μια ολοκαίνουργια γκαρνταρόμπα, ο «πονοκέφαλός» της ήταν πώς θα συνδύαζε τα καινούργια της κομμάτια. Η Μπίκι βρήκε λύση και γι’ αυτό. Τοποθέτησε στα ρούχα χαρτάκια με νούμερα και της έγραψε τους συνδυασμούς. Η Μαρία ανακουφίστηκε. «Δύο μόνο άνθρωποι χρησιμοποιούσαν αυτόν τον τρόπο για να ντύνονται» θυμόταν αργότερα η Μπίκι. «Η Κάλλας και ο καρδινάλιος του Μιλάνου Μοντίνι, ο οποίος έμελλε να γίνει ο Πάπας Παύλος Στ’».
Με νονό τον Πουτσίνι
Ποια ήταν, όμως, πραγματικά η γυναίκα που κράτησε το μαγικό ραβδάκι μεταμορφώνοντας την Κάλλας από ασχημόπαπο σε γεμάτο χάρη κύκνο; Ποια ήταν η «μάγισσα» που έθεσε τις βάσεις ώστε η ντίβα να σφραγίσει ανεξίτηλα τον κόσμο της μόδας αφήνοντας τα ίχνη της ως την εποχή μας; Γεννημένη την 1η Ιουνίου 1906 στο Μιλάνο, η Μπίκι χρωστά το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο –με το οποίο έγινε γνωστή και η φίρμα της –στον συνθέτη Τζιάκομο Πουτσίνι, συγγενή της εξ αγχιστείας. Στα 18 της, μπορούσε να υπερηφανεύεται για τη θέση της στη μιλανέζικη κοινωνία: σύχναζε στη Σκάλα ενώ είχε σχέση με τις πλέον επιφανείς οικογένειες της πόλης. Οταν κάποια στιγμή χρειάστηκε να εργαστεί, θέλησε να αξιοποιήσει το πάθος της για τα ρούχα. Στη διάρκεια ενός γεύματος γνώρισε την κόμισσα Μπόρεα η οποία είχε ένα μικρό ατελιέ στο Παρίσι και η τελευταία της πρότεινε να ασχοληθεί με τις συλλογές της σπορ ρούχων, στις οποίες εκείνη ειδικευόταν, στην Ιταλία. Η συγκεκριμένη συνεργασία δεν προχώρησε, ωστόσο η Μπίκι αποφάσισε να ανοίξει έναν οίκο εσωρούχων που μιμούνταν τη γαλλική γραμμή. Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία ανταποκρινόταν στις ανάγκες της εποχής καθώς οι νόμοι του φασιστικού καθεστώτος επέβαλλαν να μην υπερβαίνουν το 50% των προϊόντων προς πώληση οι εισαγωγές από τη Γαλλία. Ο ποιητής Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο «βάφτισε» τη φίρμα με το όνομα «Domina» και, φυσικά, ήταν παρών στην εναρκτήρια επίδειξη η οποία έλαβε χώρα την άνοιξη του 1934 στο Μιλάνο. Αγόρασε μάλιστα πολλά μοντέλα για την ερωμένη του εκείνης της περιόδου, την πιανίστα Λουίζα Μπακάρα, αλλά καθώς ήταν καταχρεωμένος, δεν μπόρεσε να πληρώσει παρά μόνο με μια «βροχή» από επιστολές στις οποίες εξέφραζε τον θαυμασμό του.
Σύντομα η Μπίκι εγκατέλειψε τα εσώρουχα και στράφηκε στην υψηλή ραπτική: τα ενδύματα για επίσημες εκδηλώσεις. Η πρώτη επίδειξη έγινε στις 5 Μαΐου 1936, την ίδια εκείνη ημέρα κατά την οποία τα ιταλικά στρατεύματα καταλάμβαναν την αιθιοπική Αντίς Αμπέμπα. Το σπίτι της, στη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 και του ’60 ήταν σημείο συνάντησης των σημαντικότερων προσωπικοτήτων της τέχνης, του θεάματος και των επιχειρήσεων ενώ έντυνε τις πλέον σημαίνουσες γυναίκες του Μιλάνου. Στη διάρκεια της χρυσής αυτής δεκαετίας και ως το 1957 τις συλλογές της Μπίκι υπέγραφε ο γαμπρός της Αλέν: οι ευφάνταστοι συνδυασμοί των χρωμάτων και μια γενική ανανέωση του ύφους της δεκαετίας του ’50 υπήρξαν τα κύρια χαρακτηριστικά του προσωπικού του στυλ.
Στην τελευταία φάση της καριέρας της, μετά το 1968, καθώς το κλίμα στον κόσμο της κουλτούρας άλλαζε, η Μπίκι υιοθέτησε έναν τρόπο δημιουργίας πιο «ήσυχο». Χρησιμοποίησε το τουίντ στα βραδινά ενδύματα, μια πραγματική καινοτομία. Στο πέρασμα του χρόνου ασχολήθηκε επίσης με τη δημοσιογραφία ενώ εργάστηκε και ως σύμβουλος εταιρειών ετοίμων ενδυμάτων. Στη διάρκεια της δεκαετίες του ’90 συνεργάστηκε μαζί της η κόρη της Ρομπέρτα, ωστόσο, με τον θάνατο της Μπίκι το 1999, η φίρμα έκλεισε…
YSL, Balmain και Gucci
Παρ’ όλο που ο τίτλος της ντίβας αποδίδεται πλέον με ευκολία σε κάθε λαμπερή, περισσότερο ή λιγότερο, παρουσία της σόουμπιζ, η αλήθεια είναι ότι για πολλά χρόνια ταυτίστηκε απόλυτα με τη Μαρία Κάλλας. Με ορόσημο τη γνωριμία της με την Μπίκι η σοπράνο τον υπηρέτησε με αυταπάρνηση τόσο επάνω όσο και κάτω από τη σκηνή. Στην πρώτη περίπτωση με τις ερμηνείες της, οι οποίες άλλαξαν την πορεία του λυρικού θεάτρου χωρίζοντάς το σε «πριν» και «μετά». Στη δεύτερη με την ίδια της τη ζωή, η οποία κινήθηκε με μυθιστορηματικό τρόπο ανάμεσα στη λάμψη και στην τραγωδία. «Vissi d’ arte, vissi d’ amore» τραγούδησε η Κάλλας στην «Τόσκα», έναν από τους ρόλους που σημάδεψαν την καριέρα της. Και πραγματικά: έζησε για την τέχνη, έζησε για τον έρωτα.
Μέσα από αυτό το πρίσμα η σχέση της με τη μόδα αποτελεί αναμφίβολα ιδιαίτερο κεφάλαιο. Το εμπνευσμένο από την ίδια σόου του διάσημου διδύμου Dolce&Gabbana πριν από μερικά χρόνια, δεν ήταν παρά μια μόνο έκφραση της αισθητικής της επιρροής στην εποχή μας. Η επίδρασή της σε σύγχρονα είδωλα την οποία αναγνωρίζουν ορισμένοι –το έντονο αϊλάινερ της Εϊμι Γουαϊνχάουζ για παράδειγμα που κάποιοι θεωρούν ότι αντλούσε από το αντίστοιχο σήμα κατατεθέν της Κάλλας –έρχεται να αποδείξει του λόγου το αληθές.
Τα μεγάλα γυαλιά που έκρυβαν τα χαρακτηριστικά τονισμένα μάτια της, οι ογκώδεις φούστες, τα κοκτέιλ φορέματα, τα «βαριά» πανωφόρια, τα ψηλοτάκουνα παπούτσια, τα αξεσουάρ των μαλλιών, τα καπέλα και, φυσικά, τα υπέροχα κοσμήματα, με πρώτα τα μαργαριταρένια κολιέ, αποτέλεσαν τις κατ’ εξοχήν στυλιστικές επιλογές της στις εκτός σκηνής εμφανίσεις της. Συχνά, ο φωτογραφικός φακός την απαθανάτιζε να φορά μαύρα –κατά κανόνα με την υπογραφή του Ντιόρ, αγαπημένου της σχεδιαστή –τα οποία της άρεσε να «φωτίζει» με διαφορετικούς τρόπους. Η ντίβα «τίμησε» τους μεγαλύτερους οίκους μόδας της εποχής: Yves Saint Laurent, Balmain, Gucci είναι οι υπογραφές που τη «συντρόφευαν» στις κοσμικές υποχρεώσεις της χωρίς να ξεχνά, όμως, την Μπίκι, τη φήμη της οποίας επαύξησε στο εξωτερικό διατηρώντας τη, μπορεί να πει κανείς, και στον χρόνο. «Μη μου μιλάς για κανόνες, αγάπη μου. Οπου κι αν βρεθώ, τους αναθεματισμένους κανόνες τους θέτω εγώ» έλεγε η Κάλλας στο απόγειο της δόξας της: μια φράση που ταίριαζε αναμφίβολα στον τρόπο της να επιβάλλεται με την εμφάνισή της. Η Μπίκι είχε κερδίσει το στοίχημα…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ