Αν η λογοτεχνία ήταν ένα γήπεδο ποδοσφαίρου, αυτός, ως παίκτης, θα μπορούσε να καλύψει τις περισσότερες θέσεις. Γιατί είναι το «πολυεργαλείο» των σύγχρονων μεξικανικών γραμμάτων. Θα μπορούσε, βέβαια, να είναι και ο προπονητής της ομάδας του. Καθηγητής Λογοτεχνίας, πεζογράφος της μικρής και της μεγάλης φόρμας, δοκιμιογράφος, κριτικός αλλά και δημοσιογράφος, ο Χουάν Βιγιόρο (γεννημένος το 1956) ανήκει στους πιο πολυσχιδείς συγγραφείς της Λατινικής Αμερικής. Στα νιάτα του υπήρξε DJ της ροκ μουσικής αλλά στην πορεία βρέθηκε σε πιο θεσμικά πόστα, εργάστηκε λ.χ. ως μορφωτικός ακόλουθος της μεξικανικής πρεσβείας στην τότε Ανατολική Γερμανία.
«Οταν ήμουνα μικρός, πήγα σε γερμανικό σχολείο. Ο πατέρας μου, γεννημένος στη Βαρκελώνη, ήταν φιλόσοφος και ήθελε να λάβω ευρωπαϊκή παιδεία. Η εκμάθηση των γερμανικών ήταν δύσκολη για μένα και ανέπτυξα μια νευρωτική σχέση με αυτή τη γλώσσα. Οταν μεγάλωνα στη δεκαετία του ’60, στο μόνο που χρησίμευαν τα γερμανικά ήταν να καταλαβαίνεις τι έλεγαν οι ναζί στρατιώτες στις ταινίες (και αναρωτιόμουνα μάλιστα γιατί μάθαινα τη γλώσσα των «κακών» αντί για αγγλικά ή γαλλικά). Υστερα όμως, μέσα από τη λογοτεχνία, ανακάλυψα τα θαύματα της γερμανικής γλώσσας. Αυτό με βοήθησε να πάω αργότερα στο Βερολίνο. Ηταν μια σχέση αγάπης – μίσους που είχε αίσια κατάληξη».
Δύο βιβλία στα ελληνικά
Το εφετινό καλοκαίρι, με την έλευση του συγγραφέα στην Ελλάδα για το 9ο Ιβηροαμερικανικό Φεστιβάλ ΛΕΑ, κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα τα δύο πρώτα βιβλία του στην ελληνική γλώσσα, η συλλογή διηγημάτων «Οι ένοχοι» (Los culpables, 2007) και το μυθιστόρημα «Ο ύφαλος» (Arrecife, 2012).
Στο πρώτο, μέσα από επτά ιστορίες, ο ίδιος ακτινογραφεί την πληθωρική πραγματικότητα της πατρίδας του ενώ στο δεύτερο, μέσα από μια σάτιρα που τοποθετείται σε ένα γκροτέσκο θέρετρο της Καραϊβικής, επιστρατεύει τη φαντασία για να μετρήσει τον εφιαλτικό παραλογισμό της ίδιας πραγματικότητας: δεν υπάρχει πλέον τουρισμός αλλά μετα-τουρισμός και το δόγμα είναι ότι «ο κίνδυνος είναι το καλύτερο αφροδισιακό» που υπάρχει.
«Στην Ελλάδα είχα έρθει άλλη μια φορά με την οικογένειά μου. Επισκεφθήκαμε την Αθήνα και τη Νάξο και περάσαμε υπέροχα. Οπως συμβαίνει με πολλούς μεξικανούς συγγραφείς, μου αρέσουν πολύ ορισμένοι έλληνες ποιητές, όπως ο Σεφέρης, ο Καβάφης, ο Ρίτσος, και έχω διαβάσει την αρχαία ελληνική μυθολογία. Ενα εμβληματικό βιβλίο για τη γενιά μου ήταν «Ο Κολοσσός του Μαρουσιού» του Χένρι Μίλερ. Η εμπειρία τού να είσαι ένας ξένος στην Ελλάδα είχε διαμορφωθεί από τις αντίστοιχες του Λέοναρντ Κοέν, του Λόρενς Ντάρελ κ.ά. Αυτή ήταν η μυθική μου Ελλάδα. Ομως η αληθινή Ελλάδα μοιάζει πολύ με το Μεξικό. Και οι δύο χώρες ζουν πάνω στα μεγαλειώδη ερείπια του παρελθόντος και, σήμερα, αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα. Οι κοινωνίες μας έχουν διαρραγεί αλλά οι κοινότητές μας παραμένουν ισχυρές. Οι ατομικοί και οικογενειακοί δεσμοί είναι πιο δυνατοί από τους αντίστοιχους πολιτικούς, και αντισταθμίζουμε τα κουσούρια και τις παθογένειές μας με το χιούμορ αλλά και έναν υπερβολικό συναισθηματισμό».
Το σκάνδαλο κατασκοπείας
Σήμερα ο Χουάν Βιγιόρο μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στη Βαρκελώνη και στην Πόλη του Μεξικού. Εκεί, στη γενέτειρά του, τον εντόπισε «Το Βήμα» και συνομίλησε μαζί του. «Βρίσκομαι εδώ και είμαι σοκαρισμένος από το σκάνδαλο της μεξικανικής κυβέρνησης που κατασκόπευε δημοσιογράφους και κοινωνικούς ακτιβιστές. Εδωσαν 80 εκατομμύρια δολάρια σε μια ισραηλινή εταιρεία (η οποία συνεργάζεται μόνο με κυβερνήσεις) για το σύστημα «Πήγασος» που, μεταξύ άλλων, παρακολουθεί και κινητά τηλέφωνα. Το παράξενο είναι ότι ο Πήγασος υπήρξε και το έμβλημα της Νέας Ισπανίας (το όνομα που έδωσαν στην χώρα οι ισπανοί κατακτητές, οι κονκισταδόρες). Αυτό το φτερωτό άλογο μάλλον ταίριαζε με την υβριδική ταυτότητα μιας χώρας που προέκυψε από τον συνδυασμό των Αζτέκων και των Ισπανών. Και τώρα αυτό είναι το όνομα του συστήματος που μας κατασκοπεύει, τι ειρωνεία! Από τη στιγμή που βγάζω το ψωμί μου από τα κείμενα που γράφω στον Τύπο, είμαι βαθύτατα προβληματισμένος. Σύμφωνα με τους «Ρεπόρτερ χωρίς Σύνορα» το Μεξικό έχει γίνει, και πάλι, η πιο επικίνδυνη χώρα για τους δημοσιογράφους. Αντί λοιπόν η κυβέρνηση να τους προστατεύει, τους κατασκοπεύει».
Κύριε Βιγιόρο, διάβασα τους «Ενόχους» και υποψιάζομαι ότι, όσο και να προσπαθείτε εσείς με τη μυθοπλασία, η πραγματικότητα στο Μεξικό δύσκολα καλουπώνεται, φαίνεται πως σας ξεπερνά διαρκώς εσάς τους συγγραφείς...
«Το να είσαι Μεξικανός, όχι αναγκαστικά ένας μεξικανός συγγραφέας, είναι σαν να επιδίδεσαι ακατάπαυστα σε ένα περιπετειώδες και ιλιγγιώδες σπορ. Πρέπει να επιβιώσεις μέσα σε μια πολύ επικίνδυνη πραγματικότητα, και, συγχρόνως, να πηγαίνεις σε πολλές εορταστικές εκδηλώσεις. Η απομόνωση εδώ θεωρείται κοινωνική ασθένεια! Μόνο το 2016, περίπου 500 πτώματα εντοπίζονταν, κάθε μήνα, σε ομαδικούς τάφους. Ζούμε σε μια αληθινή νεκρόπολη. Εχουμε όμως μια πολύ έντονη κουλτούρα, σφιχτούς κοινωνικούς δεσμούς και έναν ανυπόκριτο τρόπο να απολαμβάνουμε τη ζωή. Σε τούτο τον τόπο, το καρναβάλι εξελίσσεται την ίδια ώρα με την αποκάλυψη. Και είναι δύσκολο να καταλάβεις ένα μέρος που παράγει τόσο πολλές αντιφάσεις. Γράφοντας μυθιστορήματα και διηγήματα προσπαθώ να βγάλω νόημα από αυτή τη χαοτική πραγματικότητα. Δεν κάνω, βέβαια, κάτι διαφορετικό από άλλους συγγραφείς ανά τον κόσμο. Η πραγματικότητα δεν έχει κάποιο νόημα, η λογοτεχνία επινοεί ένα νόημα».
Είναι πολύ χαρακτηριστική η ιστορία με τον αμερικανό δημοσιογράφο που αναζητεί την «αυθεντική» μεξικανική πραγματικότητα, επειδή ακριβώς αποτυγχάνει στο εγχείρημά του. Μοιάζουν καθόλου τα στερεότυπα με τα εγκλήματα; Εχουν πάντοτε θύτες και θύματα, ας πούμε;
«Το τοπικό χρώμα είναι μια ψευδαίσθηση, είναι μια επινόηση του «ξένου βλέμματος». Γιατί είναι αδύνατον να είσαι φολκλορικός στην ίδια σου τη χώρα. Κανείς δεν μπορεί να είναι τυπικός για τον ίδιο του τον εαυτό. Υπάρχουν περίοδοι στην ιστορία που ο εθνικισμός γίνεται ένα εργαλείο στα χέρια συγκεκριμένων πολιτικών προσώπων ή συγκεκριμένων πολιτιστικών κινημάτων. Εγώ όμως δεν πιστεύω καθόλου στις εθνικές αξίες που γίνονται ιδεολογία. Ολοι κάπου ανήκουμε και εγώ λ.χ. είμαι βαθύτατα δεμένος με τον τόπο που γεννήθηκα, την Πόλη του Μεξικού. Μου αρέσει αυτή η συναισθηματική διάσταση που αποδίδουμε στα πράγματα που μας ανήκουν, αλλά είναι μια λανθασμένη υπόθεση να λέμε ότι αυτά τα πράγματα είναι ανώτερα επειδή ακριβώς είναι δικά μας. Συνήθως, οι εθνικές αξίες εγείρονται ως άλλοθι για να καταπιεστούν άλλες αξίες. Κατά συνέπεια, θα σας έλεγα ότι εμένα, σε κάθε περίπτωση, με ενδιαφέρει περισσότερο η κρίση της ταυτότητας. Πάρτε για παράδειγμα, επίσης, το διήγημα «Μαριάτσι». Ο βασικός πρωταγωνιστής ενσαρκώνει τον τυπικό παραδοσιακό τραγουδιστή του Μεξικού. Είναι το σύμβολο της παράδοσης και του εθνικού χαρακτήρα, αλλά υποφέρει από μια προσωπική και εξαιρετικά μύχια κρίση ταυτότητας. Οταν κάτι είναι πράγματι αυθεντικό δεν τον προσέχουμε καν. Το να προσεγγίσεις κάτι, καθαυτό, ως κάτι «πολύ φυσικό» εμένα μου φαίνεται μια τεχνητή κίνηση».
Ο «Υφαλος» είναι ένα εκκεντρικό βιβλίο. Και αναρωτιέμαι ποιο ήταν το σημείο εκκίνησής του. Υπήρξε κάποιος συγκεκριμένος προβληματισμός που σας ώθησε να το γράψετε;
«Κοιτάξτε, το Μεξικό έχει γίνει ένας δημοφιλής προορισμός για τουρίστες απ’ όλο τον κόσμο. Τα τελευταία χρόνια η χώρα έχει γίνει πολύ επικίνδυνη αλλά αν κάποιος διαβάσει τον Μάλκολμ Λόουρι, τον Ντ. Χ. Λόρενς, τον Τζακ Κέρουακ και άλλους συγγραφείς που το επισκέφθηκαν παλαιότερα, θα διαπιστώσει ότι αυτό το μέρος ανέκαθεν απέπνεε ένα μαγικό μείγμα παράδεισου και κόλασης για τους ξένους. Εχω συναντήσει τουρίστες που έχουν απογοητευθεί επειδή δεν βρήκαν στο Μεξικό ό,τι «αλλόκοτο», «σουρεαλιστικό», «μυστηριώδες» περίμεναν, αλλά μια φυσιολογική καθημερινότητα. Οι άνθρωποι που βαριούνται στη Γερμανία, στον Καναδά ή στις ΗΠΑ προσμένουν μια ξεχωριστή εμπειρία ερχόμενοι εδώ, επειδή ακριβώς διαβάζουν ή μαθαίνουν τόσα για ανταρτοπόλεμους, βαρόνους ναρκωτικών, απαγωγές και άλλα δεινά. Μου φάνηκε, λοιπόν, ενδιαφέρον να στήσω ένα θεματικό πάρκο των υπαρκτών κοινωνικών μας προβλημάτων. Υπάρχουν ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις όπως το Club Med (σ.σ.: στο Κανκούν, στην περιοχή του Γιουκατάν) που προσφέρουν προγράμματα διασκέδασης στους πελάτες τους. Η «Πυραμίδα», το ξενοδοχείο όπου διαδραματίζεται «Ο Υφαλος», μοιάζει με ένα κτίσμα των Μάγιας και προσφέρει προγράμματα που «σε βάζουν» στη μεξικανική πραγματικότητα. Μπορεί κάποιος λ.χ. να σου επιτεθεί πολύ άσχημα, αλλά αυτό ανήκει στη διασκέδαση! Οι τουρίστες απολαμβάνουν τους κινδύνους επειδή γνωρίζουν ότι αυτοί είναι υπό έλεγχο: στο τέλος της ημέρας τα ξεχνάνε όλα πίνοντας ήρεμοι ένα κοκτέιλ κοντά στην παραλία. Κάτι όμως πηγαίνει δραματικά λάθος σε αυτή τη θεατρική μηχανή και προκύπτει ένας φόνος πραγματικός. Συνήθως ξεκινώ να γράφω μια ιστορία θέλοντας να διερευνήσω με ποιους τρόπους και πότε η πραγματικότητα καθίσταται τόσο παράξενη ώστε να μπορεί να μετουσιωθεί σε λογοτεχνία. Στον «Υφαλο», ωστόσο, λειτούργησα αντίστροφα, έφτιαξα πρώτα έναν δεδομένο φανταστικό κόσμο και διερωτήθηκα τι θα επακολουθούσε αν συνέβαινε κάτι πραγματικό σε αυτό το σκηνικό…».
Χρησιμοποιείτε το χιούμορ, την ειρωνεία και τον σαρκασμό στη λογοτεχνία σας. Πώς διαφέρουν αυτά τα τρία; Και πού συναντιούνται;
«Η μεξικανική λογοτεχνία έχει αποδειχθεί εξαιρετικά δραματική σε σχέση με τη λαϊκή μας κουλτούρα η οποία αντιδρά με χιούμορ ακόμα και μπροστά σε τραγωδίες. Τα καλύτερα μεξικανικά ανέκδοτα λέγονται στις κηδείες. Αυτό δεν σημαίνει ότι αψηφούμε τον θάνατο. Αντιθέτως, τον φοβόμαστε τόσο πολύ ώστε επιστρατεύουμε το γέλιο για να τον αντέξουμε. Το χιούμορ είναι ένας τρόπος να υπάρχεις, ανήκει στην προσωπικότητά σου. Είναι υπέροχο να έχεις χιούμορ, αλλά φρικτό το να προσπαθείς να γίνεις αστείος εκβιαστικά. Πρέπει να είναι φυσικό, όπως η αναπνοή. Η ειρωνεία είναι μια αποστασιοποιημένη συμπεριφορά, μια πιο κριτική και εκλεπτυσμένη διανοητική στάση για να διορθώσεις κάτι που δεν σου αρέσει. Στην ισπανική γλώσσα, ο «σαρκασμός» προέρχεται από το «δαγκώνω». Ο σαρκασμός είναι μια πιο επιθετική και στρατευμένη μορφή χιούμορ. Ο συνδυασμός του χιούμορ, της ειρωνείας και του σαρκασμού είναι η καλύτερη εξάρτυση απέναντι σε έναν ανυπόφορο κόσμο. Με τα αστεία δεν μπορείς να ανατρέψεις την πραγματικότητα αλλά μπορείς να την δεις με έναν άλλο τρόπο, και το πλέον σημαντικό: έτσι περνάς καλά. Σε μια προβληματική πραγματικότητα δεν υπάρχει κάτι πιο ριζοσπαστικό από τα αισθάνεσαι καλά, τότε είσαι ένας αληθινός αντιφρονών!».
Μιλώντας για προβλήματα, σκέφτομαι τα σύνορα Μεξικού και Ηνωμένων Πολιτειών…
«Μοιραζόμαστε τα ίδια σύνορα με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι τα σύνορα με τα περισσότερα παράνομα περάσματα στον πλανήτη. Οι ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής ναρκωτικών και ο μεγαλύτερος πωλητής όπλων στον κόσμο. Η Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών των ΗΠΑ (DEA –Drug Enforcement Administration) υποκρίνεται ότι το πρόβλημα βρίσκεται έξω από τη χώρα της. Και έχουν χτίσει μια πολύ αποτελεσματική ρητορική ομολογουμένως: όλοι οι βαρόνοι των ναρκωτικών βρίσκονται είτε στο Μεξικό είτε στην Κολομβία. Τους ξέρουμε, με ονόματα και παρατσούκλια. Πλην όμως αυτοί έχουν και τους ομολόγους τους στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά για αυτούς δεν γνωρίζουμε τίποτα. Υπάρχει ένα αφηγηματικό εμπάργκο στη Βόρεια Αμερική: όλες οι εγκληματικές ιστορίες ναρκωτικών εκπορεύονται από πολύ μακριά. Η διαφθορά στο Μεξικό εργαλειοποιείται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που έχει θεσμοποιηθεί στις ΗΠΑ η εμπορία των ναρκωτικών. Η DEA δεν ασχολείται με τα καρτέλ εντός των ΗΠΑ, απαγορεύει την υπέρμετρη βία, τις «παράπλευρες απώλειες», και δεν παρεμβαίνει στη διακίνηση των ναρκωτικών. Το ίδιο το όνομα της υπηρεσίας είναι εξόχως χαρακτηριστικό: η υπηρεσία «επιβολής» ναρκωτικών, σκεφτείτε το αγγλικό ρήμα enforce».
«Απειλή για το Μεξικό ο Ντόναλντ Τραμπ» Εχετε να μου πείτε κάτι για τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ;
«Ο Ντόναλντ Τραμπ συνιστά απειλή για το Μεξικό. Και για μία ακόμη φορά παρακολουθούμε την κατασκευή ενός εξωτερικού εχθρού. Οι Ηνωμένες Πολιτείες συγκρούστηκαν με πολλά «κακά παιδιά» στη διάρκεια της ιστορίας τους: τους ναζί, τους κομμουνιστές, την ισλαμική τρομοκρατία, τους ναρκέμπορους. Ορισμένοι ήταν αληθινοί εχθροί, άλλοι επινοημένοι. Και ο Τραμπ κατασκεύασε τον πιο αθώο από όλους: τους Μεξικανούς! Πλην όμως δεν ήταν μόνος σε αυτό. Υπάρχουν εκατομμύρια δουλειές διαθέσιμες για τους Μεξικανούς, αλλά δεν υπάρχει ένας επίσημος, νόμιμος τρόπος ώστε να τις διεκδικήσουν. Με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να διακινδυνεύουν τις ίδιες τους τις ζωές, διασχίζοντας τα σύνορα. Η κατάσταση είναι παράλογη, είναι ένα δομικό πρόβλημα που χρονίζει εδώ και δεκαετίες επειδή ακριβώς αποφέρει κέρδη στην αμερικανική οικονομία (είναι προφανές πως όταν εργάζεται παράνομα, σε εκμεταλλεύονται ευκολότερα). Ο Ομπάμα αποδείχθηκε το γελαστό πρόσωπο της ίδιας πολιτικής: εξεδίωξε περισσότερα από 3 εκατομμύρια Μεξικανών, σημείωσε ιστορικό ρεκόρ. Και ο Τραμπ ήλθε να ενισχύσει αυτή την καταπιεστική πολιτική των διακρίσεων. Παρ’ όλα αυτά το ουσιαστικό μας πρόβλημα εντοπίζεται εντός του Μεξικού. Είναι κακό που ο Τραμπ κυβερνά τις ΗΠΑ, αλλά είναι ακόμα χειρότερο που ο Πένια Νιέτο κυβερνά το Μεξικό. Ο σημερινός πρόεδρος του Μεξικού κάλεσε τον άλλο όταν ακόμα ήταν υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών για την προεδρία. Ηταν μια ευκαιρία για τον Τραμπ να δείξει «προεδρικός» και φυσικά την εκμεταλλεύτηκε. Ο Πένια Νιέτο άλλαξε τους νόμους για να επεκτείνει τον αριθμό των επενδύσεων και έστειλε στις ΗΠΑ τον πλέον καταζητούμενο έμπορο ναρκωτικών, τον El Chapo (σ.σ.: «Ο κοντούλης»), μία ημέρα προτού ο άλλος ορκιστεί. Υποτίθεται ότι ήταν ένα δώρο καλωσορίσματος, το οποίο αποδείχθηκε αχρείαστο βέβαια, γιατί ο Τραμπ συνέχισε και συνεχίζει να σιχαίνεται τους Μεξικανούς και ο Πένια Νιέτο εξακολουθεί να του κάνει τα γλυκιά μάτια… Μονόπλευρος έρωτας!».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ