εξουσία» που θα ήλεγχε την αυθαιρεσία κυβερνήσεων και ο εκδοτικός οίκος Canongate προετοίμαζε την έκδοση των απομνημονευμάτων του Ασανζ που θα τεκμηρίωναν μια «μεγάλη γενεακή μετατόπιση».
Επτά χρόνια μετά, ο 46χρονος αυστραλός προγραμματιστής μπορεί να πανηγύρισε τον περασμένο Μάιο την παύση της δίωξης της σουηδικής δικαιοσύνης που τον αναγκάζει να διαμένει στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο από τον Ιούνιο του 2012, είναι όμως ακόμη έγκλειστος, μια και η βρετανική αστυνομία απειλεί να τον συλλάβει, αν βγει, και βλέπει τη δημόσια εικόνα του να καταρρακώνεται οριστικά από τις εκδηλώσεις μεγαλομανίας και την ανάμειξή του στην υπόθεση της διαρροής των e-mail των Δημοκρατικών κατά την περυσινή προεκλογική εκστρατεία της Χίλαρι Κλίντον.
Οπως χαρακτηριστικά δηλώνει on camera η Λόρα Πουατράς, σκηνοθέτις του ντοκιμαντέρ «Risk» που παρακολουθεί τη ζωή του Ασανζ επί τρία χρόνια και ξεκίνησε να προβάλλεται στα τέλη Ιουνίου στην Ευρώπη, αρχής γενομένης από τη Μεγάλη Βρετανία: «Νόμιζα ότι μπορούσα να αγνοήσω τις αντιφάσεις, νόμιζα ότι δεν ήταν μέρος της ιστορίας. Εκανα μεγάλο λάθος. Είναι όλη η ιστορία».
Το 2010, ένα πλήθος απόρρητων εγγράφων για τον πόλεμο στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, μαζί με το βίντεο της επίθεσης ενός αμερικανικού στρατιωτικού ελικοπτέρου που είχε στοιχίσει τη ζωή σε 18 άτομα στη Βαγδάτη τρία χρόνια νωρίτερα, έφερναν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση την κυβέρνηση των ΗΠΑ, αποδεικνύοντας την υποκρισία πίσω από ακανθώδη ζητήματα όπως οι «παράπλευρες απώλειες» και τα δυσθεώρητα ύψη των αριθμών που αφορούσαν τον θάνατο αμάχων.
Στην ευφορία της στιγμής οι αισιόδοξοι είδαν «την πρωτοπορία ενός παγκόσμιου κινήματος για την ειλικρίνεια και τη δημοκρατία, ενισχυμένου από την ψηφιακή τεχνολογία και κινούμενου από τον ιδεαλισμό και τον σκεπτικισμό ενός στρατού από χάκερ» έγραφε τον περασμένο Μάιο στους «New York Times» o Α. Ο. Σκοτ. Στο απόγειο της φήμης του, ο Τζούλιαν Ασανζ χαιρετιζόταν ως ο φορέας ενός νέου είδους διαφάνειας και λάμβανε το περιζήτητο βραβείο «Μάρθα Γκέλχορν» για τη δημοσιογραφία.
Ο Ασανζ έδειχνε τις ΗΠΑ και συγκεκριμένα τη Χίλαρι Κλίντον, η οποία ως υπουργός Εξωτερικών καταδίκασε τον Νοέμβριο του 2010 τη διαρροή 251.287 διπλωματικών τηλεγραφημάτων: Η φράση «λαμβάνουμε δυναμικά μέτρα για να βρούμε τους υπεύθυνους που έκλεψαν τις πληροφορίες αυτές» ήταν για τον ίδιο χαρακτηριστική των προθέσεών της.
Εκτοτε, πέρα από την πολιτική αντίθεση, ο ιδρυτής του WikiLeaks θα έτρεφε και προσωπική αντιπάθεια για την πολιτικό των Δημοκρατικών.
Για τον Μπολ η δημοσιότητα της όλης ιστορίας τού απέφερε πολλούς υποστηρικτές ταυτίζοντας την περίπτωσή του με εκείνες του/της Μπράντλεϊ (νυν, Τσέλσι) Μάνινγκ και του Εντουαρντ Σνόουντεν, ανθρώπων με έντονα ηθικά διλήμματα, εξαιτίας των οποίων προχώρησαν σε αποκαλύψεις για τη βία του αμερικανικού στρατού στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν και το πρόγραμμα παρακολουθήσεων συνδιαλέξεων της NSA, αντίστοιχα.
Στο «New York Review of Books» της 13ης Ιουλίου 2017 η Σου Χάλπερν παρέθετε μια χαρακτηριστική αποστροφή του από ντοκιμαντέρ της Λόρα Πουατράς: «Το προφίλ μου δεν απογειώθηκε παρά με την υπόθεση του σεξ. Βρισκόταν σε υψηλό σημείο στους κύκλους των μέσων ενημέρωσης και των υπηρεσιών ασφαλείας, δεν απογειώθηκε όμως, δεν έγινα δηλαδή οικείο όνομα σε όλους, παρά με την υπόθεση του σεξ. Αστειευόμενος με κάποιον από τους δικούς μας, του είπα ότι χρειαζόμαστε ένα σεξοσκάνδαλο κάθε έξι μήνες».
Η Χάλπερν πρόσθετε ότι το ντοκιμαντέρ δείχνει πως το ζήτημα «αποκαλύπτει τον φυσικό, και ενίοτε επιβλαβή, μισογυνισμό του και αποδεικνύεται αφορμή συμφυρμού του προσωπικού με το πολιτικό στοιχείο, ώστε να χρησιμοποιήσει το πολιτικό για να αποφύγει να δώσει απαντήσεις ως προς το προσωπικό και το προσωπικό για να ισχυριστεί ότι ο ίδιος είναι το θύμα».
Στην πορεία, ωστόσο, προέκυψαν αντιδικίες αναφορικά με τον βαθμό προστασίας των πηγών: στο βιβλίο τους «WikiLeaks: Inside Julian Assange’s War on Secrecy» (εκδ. Guardian Faber) οι ρεπόρτερ Ντέιβιντ Λι και Λιουκ Χάρντινγκ υπογραμμίζουν πως ο Ασανζ αντιδρούσε σε κάθε επιμέλεια, ακόμη και στην αφαίρεση των ονομάτων αφγανών χωρικών που είχαν επαφές με αμερικανούς στρατιώτες, με τον ισχυρισμό ότι τέτοιες παρεμβάσεις «μολύνουν τα τεκμήρια».
Ο Τζέιμς Μπολ σημειώνει στο BuzzFeed ότι είχε προσωπική γνώση του γεγονότος, ο Ασανζ το αρνήθηκε δημοσίως όταν ρωτήθηκε από μέσα ενημέρωσης. Για τον Μπολ, περισσότερο από το ψεύδος μετρά η εργαλειακή χρήση καταστάσεων, ανθρώπων, καθεστώτων: ο Ασανζ δεν ενδιαφέρεται για το αν οι συνεργάτες του είναι αντισημίτες, δημοκράτες, ακροδεξιοί, αρκεί να ασπάζονται τον σκοπό του WikiLeaks και να υπακούν στις εντολές του.
Ωστόσο, η έρευνα που το FBI ξεκίνησε για την υπόθεση στις 25 Ιουλίου έσπειρε μια θύελλα που διαρκεί έως σήμερα: τα μέχρι στιγμής στοιχεία δείχνουν ότι η πηγή των υποκλαπέντων μηνυμάτων είναι ρώσοι χάκερ σε εντεταλμένη υπηρεσία από κύκλους του Κρεμλίνου.
Αν ο Ντόναλντ Τραμπ δεν φρόντιζε να κλέψει την παράσταση, πρώτα με τη δημόσια παρότρυνσή του «Ρωσία, αν ακούς, ελπίζω να βρεις και τα υπόλοιπα 30.000 e-mail που λείπουν», έπειτα με τις ανεξήγητες επαφές μελών της προεκλογικής εκστρατείας και της κυβέρνησής του με ρώσους παράγοντες οι οποίες διερευνώνται σήμερα από Βουλή και Γερουσία, ο Ασανζ ίσως να ήταν τώρα εκείνος στη στριμωγμένη θέση του Προέδρου.
Και η αίσθηση ότι ο ίδιος παρενέβαινε στις εκλογές σκόπιμα εναντίον της Κλίντον εντάθηκε όταν έναν μήνα πριν από την 6η Νοεμβρίου το WikiLeaks άρχισε να δημοσιεύει τμηματικά μερικές χιλιάδες κλεμμένα e-mail του επικεφαλής της εκστρατείας της, Τζον Ποντέστα. Για το περιοδικό «Wired» το WikiLeaks είχε ήδη «χάσει και επισήμως το ηθικό πλεονέκτημα».
«Γιατί με εμπιστεύεται; Δεν δείχνει να με συμπαθεί» λέει σε ένα στιγμιότυπο η ίδια. Οσο επεξεργάζεται τη μορφή του φιλμ, ενσωματώνοντας περισσότερο κριτικές απόψεις συγκριτικά με την προκαταρκτική μορφή που προβλήθηκε στις Κάννες το 2016, τόσο περισσότερο επικρίνεται από οπαδούς του ηγέτη. Οταν του προβάλλει μια κόπια της ταινίας, εκείνος της δηλώνει: «Πρόκειται για σοβαρότατη απειλή κατά της ελευθερίας μου και προτίθεμαι να δράσω αναλόγως».
Παρόμοια ήταν η προειδοποίησή του προς κάθε ενδιαφερόμενο στις 19 Μαΐου, την ημέρα που η σουηδική δικαιοσύνη απέσυρε τις κατηγορίες εναντίον του: «Πέντε χρόνια έγκλειστος χωρίς να μου απαγγελθούν κατηγορίες, ενώ τα παιδιά μου μεγάλωναν και το όνομά μου δυσφημιζόταν. Δεν ξεχνώ και δεν συγχωρώ».
Οι «New York Times», η «Washington Post», o «New Yorker» και τα άλλα μείζονα ονόματα των μέσων ενημέρωσης διδάχθηκαν από το παράδειγμα του WikiLeaks την ανάγκη αναβάθμισης της σχέσης τους με την ανωνυμία: βαθμιαία και χωρίς πολύ θόρυβο δημιούργησαν τη δική τους πλατφόρμα υποδοχής παρόμοιου υλικού, μέσω ενός ανώνυμου, διαδικτυακού, ανοικτού λογισμικού, με το όνομα Secure Drop.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Αυγούστου 2017.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ