Ενα μέρος της νεοελληνικής πνευματικής κληρονομιάς, μονογραφίες, αυτοβιογραφίες, λογοτεχνικές σελίδες, εκπομπές για την ελληνική γλώσσα, ιστορικά, ενημερωτικά και πολιτιστικά ντοκιμαντέρ, θρησκευτικές και λαογραφικές εκπομπές όπως και μουσικές και ψυχαγωγικές, σίριαλ και ταινίες, όλα έχουν περάσει από τα χέρια του.

Ωστόσο, καθώς μας λέει ο δημιουργός τους, Γιώργος Σγουράκης: «Δεν μου αρκούν όσα έχω κάνει και βρίσκομαι σε πλήρη δράση, παρά τα 70 χρόνια μου. Εχω ακόμη δώδεκα «Μονογράμματα» έτοιμα».

Παραγωγός και κινηματογραφιστής εκλεκτών εκπομπών της ΕΡΤ, μοναδικός στην ανάδειξη του ανθού των καλλιτεχνών και επιστημόνων μας και στη μετάγγιση των ελληνικών αξιών, διακεκριμένος για την υψηλή ποιότητα που μας προσφέρει επί σειρά δεκαετιών, φίλτατος των πνευματικών ανθρώπων της χώρας, ακαταπόνητος και γεμάτος σχέδια, ο Γιώργος Σγουράκης μάς ανοίγει την καρδιά και το αρχείο του.
Σε αυτό το πολύχρονο ταξίδι ζωής και δημιουργίας δεν ήταν μόνος. Η σύζυγός του, Ηρώ, συνοδοιπόρος και σκηνοθέτις μεγάλου αριθμού εκπομπών, ήταν το άλλο μισό αυτών των επιτευγμάτων, ήταν ψυχή και ανάσα ανά πάσα στιγμή, ήταν στήριγμα και δύναμη.

Ομως, δυστυχώς, η Ηρώ έφυγε φέτος από τη ζωή. Και ο Γιώργος Σγουράκης συνεχίζει βοηθούμενος πλέον από τους δύο γιους του. Το ζεύγος Σγουράκη τιμήθηκε το 2012 από την Ακαδημία Αθηνών για «ταις τηλεοπτικαίς αυτών παραγωγαίς τον πνευματικόν, ιστορικόν και καλλιτεχνικόν της Ελλάδος βίον εξόχως αναδεικνύουσιν» –τέτοιου είδους βραβείο δεν έχει ξαναδοθεί.


Θα αρχίσω από κάτι… παιδικό. Νονός σας ήταν ο διάσημος για τις βαπτίσεις, απελθών Κωνσταντίνος Μητσοτάκης!
«Κι εγώ, βαφτισιμιός –όπως έλεγε –ξεχωριστός. Γιατί ήμουν 12 χρόνων όταν με βάφτισαν και με ρώτησαν αν θέλω για νονό τον Μητσοτάκη ή τον Βενιζέλο και διάλεξα τον πρώτο».
Με τι κριτήρια τον διαλέξατε;
«Ηταν γοητευτικός. Είχε κάτι που σε αγκάλιαζε αμέσως. Ενα ειλικρινές και ανθρώπινο βλέμμα. Μια ζωή έμεινα κοντά του, παρόλο που αδελφικός φίλος μου ήταν και είναι ο Αντώνης Σαμαράς, τον οποίο αγαπώ και με αγαπά».
Φίλοι καρδιάς με τον Σαμαρά μόνο;
«Ο Μητσιάς, ο Σαμαράς, ο Βασιλικός κι εγώ ήμασταν αχώριστοι. Και οι γυναίκες μας. Ζούσε και η Μιμή, τότε (σ.σ.: η πρώτη σύζυγος του Βασίλη Βασιλικού)».
Τι δώρα έκανε ο νονός Μητσοτάκης;
«Γελάγαμε με τον Μανούσο Γρυλλάκη, τον σωματοφύλακά του, που ήταν και αυτός βαφτισιμιός του, και αναρωτιόμασταν αν τη Μεγάλη Εβδομάδα θα πηγαίναμε στα μαγαζιά να μας πάρει λαμπάδα… Αλλά σε ποιον να πρωτόπαιρνε; Είχε χιλιάδες βαφτιστήρια. Εκείνος που ήξερε όλα τα βαφτιστήρια του ήταν ο Παύλος Βαρδινογιάννης (σ.σ.: 1925-1984), ο οποίος μιλούσε επτά γλώσσες! Σπάνιο! Τον Βαρδινογιάννη έπρεπε να τον έχω καταγράψει, αλλά απέφευγα τους πολιτικούς».
Μα, έχετε κάνει και πολιτικούς.
«Το ότι κατέγραψα τον Μανώλη Γλέζο, το έκανα πριν από μία δεκαετία, όταν ήταν εκτός πολιτικής. Εκανα και τον Ηλία Ηλιού και με μεγάλη επιμονή τον Λεωνίδα Κύρκο, αλλά, δυστυχώς, κάποια απρόοπτα γεγονότα δεν επέτρεψαν την ολοκλήρωση του εγχειρήματος».
Τα πρόσωπα που αναφέρετε ανήκουν στην Αριστερά, παρόλο που ζούσατε σε δεξιό περιβάλλον.
«Δεν ήμουν αριστερός, όμως τρέφω τεράστιο σεβασμό προς την Αριστερά και τους ανθρώπους της. Η δική μου αντίληψη είναι εντελώς βενιζελική. Εχω κάνει ταινίες για τον Βενιζέλο. Μάζευα τα ηχητικά ντοκουμέντα του επί σειρά ετών και, κάποια στιγμή, ίδρυσα τη μη κερδοσκοπική εταιρεία Αρχείο Κρήτης και τα έβγαλα σε 5.000 αντίτυπα, για να δοθούν σε όλα τα σχολεία του νησιού. Τα πήρε και ο Χρήστος Λαμπράκης και τα έδινε μαζί με «Τα Νέα». Οι πωλήσεις εκτοξεύτηκαν στα 172.000 φύλλα από τα 68.000! Του Βενιζέλου έχω συλλέξει όλο το φωτογραφικό υλικό, όλα τα ενθυμήματα, χειρόγραφα, μέχρι και τις αποδείξεις από τον Ελευθερουδάκη. Ημερολόγια, λεξικά, την κασέλα της Ελενας Βενιζέλου, πού να τα βάλω…».
Υπάρχει Ιδρυμα Βενιζέλου.
«Δύο Ιδρύματα. Το πραγματικό είναι στην Αθήνα, το έφτιαξε το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Αυτός που κράτησε τη μνήμη του Βενιζέλου, όμως, ήταν ο γραμματέας του, Στέφανος Στεφάνου. Του τον παρουσίασε ο Δημήτριος Λαμπράκης και, από τότε, έγινε ο πιστός του άνθρωπος. Πριν από μερικά χρόνια άνοιξε Ιδρυμα Βενιζέλου και στα Χανιά, στο σπίτι του, στη Χαλέπα».
Δεν σκεφτήκατε να κάνετε εκπομπή και τον Ανδρέα Παπανδρέου;
«Ηθελα, η Μαργαρίτα μού είχε δώσει όλο το οικογενειακό υλικό, αλλά το ΠαΣοΚ λειτουργούσε με βιάση, οι χρόνοι που μου έβαζαν ήταν του ποδαριού, και δεν την έκανα».
Ξεκινήσατε στην ΕΡΤ με την εκπομπή «Ρωμανός ο Μελωδός».
«Τι ήταν εκείνο, μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα! Με τον Νίκο Καρούζο να κάνει το μεταφραστικό σχεδίασμα των ύμνων, τον Πέτρο Φυσσούν να τους αφηγείται… Τον Χριστόδουλο Χάλαρη, που ήταν και συμμαθητής μου στη Λεόντειο, να κάνει την ενορχήστρωση, και να έχω βάλει λαϊκούς τραγουδιστές αντί για ψάλτες, τον Ξυλούρη, τον Μητσιά, τη Γαλάνη… Ηθελα πολύ να κάνω στο «Μονόγραμμα» και τον Ξυλούρη, αλλά δεν πρόλαβα…».
Από την Κρήτη ήταν και ο Ελύτης.
«Στην Κρήτη πηγαίναμε συχνά, γιατί τη λάτρευε. Ελεγε ότι εκεί βρίσκει την ύπαρξή του. Μια φορά, ψάξαμε για το σπίτι του στην περιοχή Εφτά Μπαλτάδες, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, αλλά είχε αλλάξει τόσο η περιοχή, που δεν το βρήκαμε. Η ταινία που του έκανα είναι ένα μοναδικό ντοκουμέντο, μένει στην Ιστορία. Και το φωτογραφικό αρχείο του είναι στα χέρια μου».
Οι επαφές που κρατούν τόσο, γίνονται φιλίες ζωής;
«Υπάρχουν και αυτές. Και στην κηδεία της Ηρώς ήρθαν τόσο πολλοί φίλοι, κι εγώ ήμουν λίγο χαμένος… Οι φίλοι μας ήταν κοινοί. Ηταν οι φίλοι της Κρήτης, της Αθήνας, της Αίγινας. Η Αίγινα είναι σημείο αναφοράς. Ημασταν εκεί τα καλοκαίρια, κτίσαμε κι ένα σπίτι στα γούστα μας. Το σπίτι, όμως, όσο το κτίζαμε, δεν μας έβγαινε καλά, κι έρχεται, κάποια στιγμή, ο Νίκος Κούνδουρος και λέει «Βάλτε μια κολόνα εδώ, μια κολόνα εκεί, ένα παράθυρο εδώ και ένα εκεί», και στο τέλος, ανοίγαμε το παράθυρο μέσα στις φιστικιές του γείτονα! Η παρέα μας στην Αίγινα ήταν 30 άτομα, κλείναμε όλη την ταβέρνα. Ζήσαμε καλά».
Ηταν και ο Γιάννης Μόραλης;
«Ο Νίκος Νικολάου, ο Μόραλης, ο Χρήστος Καπράλος, και ξεκινούσε ομαλά η συζήτηση και κατέληγε σε καλλιτεχνικό καβγά. Το έλα να δεις. Είχαμε κάνει μια καταπληκτική ταινία για τους τρεις καλλιτέχνες της Αίγινας. Τους είπα: «Μαζευτείτε όλοι, να δούμε τι είναι ο καβγάς!»».
Πείτε μας μνήμες και από άλλα γλέντια.
«Στην Κρήτη, τα μεγάλα γλέντια· σε μια σειρά εκπομπών «Αυτή είναι η Κρήτη», και ήταν πολύ φυσικό, γιατί ήμασταν μια παρέα. Ο Κώστας Μουντάκης με τη λύρα του –θεός της Κρήτης -, τώρα ένας είναι πάλι ο λυράρης, ο Βασίλης Σκουλάς στα Ανώγεια. Γλέντια καλά κάναμε και με τον Νίκο Καρούζο που απολάμβανε τα πάντα –στα ταβερνάκια, στα Μετέωρα, στη Ναύπακτο».

Με τη σύζυγό σας, την Ηρώ, πώς διαμορφωνόταν η σχέση σας μέσα και από τη συνεχή συνεργασία;
«Είχαμε κοινή αντίληψη για τη ζωή, για τους ανθρώπους, για τη σχέση που πρέπει να έχουν μεταξύ τους, για την αλληλεγγύη, για το καλό και το κακό, για το τι πρέπει να σωθεί και να παραμείνει… Και ήταν κάποια χαρίσματα που δεν ξέρω ποιος μπορεί να τα είχε, εκείνη ή εγώ, τα οποία έγιναν κτήμα και του άλλου. Δεν ήταν να απορείς, που και τα παιδιά μας από την πρώτη στιγμή ήταν στη δουλειά. Από 5-6 ετών ερχόντουσαν μαζί μας».
Δύο άνθρωποι σε ένα σχήμα. Χωρίς αψιμαχίες;
«Ελάχιστες. Κάποιες επιμονές καλλιτεχνικές, πού και πού. Δουλεύαμε για έναν καλό σκοπό. Γι’ αυτό και τώρα είμαι σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Είναι κάτι που δεν μπορώ να το δεχθώ. Ενα υλικό που ψάχνω, μια σκέψη που θέλω να μοιραστώ, δεν υπάρχει άνθρωπος να τον ρωτήσω. Η Ηρώ είχε λιγότερη ευθύνη επικοινωνιακή, την οποία είχα εγώ, καθώς και ευθύνη για το πώς θα σταθεί και τι θα πει και πώς θα προβληθεί ένας άνθρωπος σαν να είναι το κέντρο του κόσμου, γιατί καθένας έχει κάτι το μοναδικό, που αξίζει να το καταγράψεις και να το μάθουν και οι άλλοι. Δεν κάναμε κάτι τυχαία. Η Ηρώ έχει κάνει αξεπέραστες δουλειές σκηνοθετικές. Κι ένα καταπληκτικό βιβλίο για τη Γαύδο, για να καταδείξει την ελληνικότητά της».
Μεγάλο θέμα η απώλεια… «Τραγικό. Μετά, θαυμάζαμε ο ένας τον άλλον, που είναι ένα από τα προτερήματα της ανθρώπινης επικοινωνίας».

Είχατε κάποιο μεγάλο κοινό όνειρο;
«Ναι. Να μπουν τα «Μονογράμματα» στα σχολεία. Διδάσκεις Ρίτσο; Ζωντανή δουλειά. Μαρτυρία. Το είπα και στον Φίλη, που ήταν οπαδός του «Μονογράμματος» –όλοι οι συριζαίοι ήταν οπαδοί ένθερμοι -, τίποτα δεν έγινε. Ομως, αυτός ο λαός δεν έχει πεθάνει. Μπορεί να βλέπει «Survivor», αλλά μπορεί ανά πάσα στιγμή να σταθεί στα πόδια του. Η νέα γενιά είναι καταπληκτική, μας ξεπερνά όλους, και στην πορεία του χρόνου θα το διαπιστώσουμε. Και τα έργα του Θεοδωράκη, του Ρίτσου και του Ελύτη είναι εργαλεία στα χέρια της νέας γενιάς».
Πώς νιώθατε δίπλα σε αυτούς τους ταγούς του πνεύματος;
«Οι πνευματικοί άνθρωποι είναι μοναδικά φαινόμενα. Ιερά πρόσωπα. Δημιουργώντας φιλίες μαζί τους, κατέληξα σε μια καινούργια αντίληψη ζωής. Μου άνοιξαν ορίζοντες. Ακόμη και θέματα καθημερινότητας τα μετέτρεπαν σε φιλοσοφική συζήτηση. Η ζωή μου κοντά τους ήταν κάτι υπεράνω των πανεπιστημιακών σπουδών».
Θα σας πω μερικά ονόματα και απαντήστε με μερικές λέξεις. Αμαλία Φλέμινγκ.
«Ηταν και βουλευτής επικρατείας του ΠαΣοΚ. Ονειρο ζωής της ήταν να δημιουργήσει το Κέντρο Φλέμινγκ, που δεν έγινε ποτέ».
Σπύρος Βασιλείου.
«Από τα πρώτα «Μονογράμματα» και μεγάλη τιμή μας. Μετά τα γυρίσματα έστρωνε καταπληκτικά τραπέζια. Θυμάμαι τις Καθαρές Δευτέρες, σπίτι του. Εφερνε ψάρια για να τα απολαύσουν οι φίλοι του. Ο Βασιλείου ήταν έξω καρδιά».

Κάρολος Κουν.
«Τέσσερα «Μονογράμματα» με τον σκηνοθέτη Κώστα Αριστόπουλο. Μας έδωσε όλο το φωτογραφικό υλικό της ζωής του. Ηταν πολύ πρόθυμος».

Δανάη.
«Η καλύτερη μεταφράστρια ισπανικών, πολύ αγαπητή και ζεστή. Ζούσε πολύ φτωχικά στη Ραφήνα, ένας δημοσιογράφος τη βοηθούσε όλα τα χρόνια. Είναι λογικό σε αυτήν τη γυναίκα να μη δώσουν μια τιμητική σύνταξη;».

Λουκιανός Κηλαηδόνης.
«Η χαρά της ζωής».
Μανόλης Ανδρόνικος.
«Χάρες τρομακτικές. Από τις πιο ευτυχισμένες μου στιγμές στην αρχαιολογία. Επέτρεψε να κινηματογραφήσουμε για πρώτη φορά την «Αρπαγή της Περσεφόνης» στη Βεργίνα!».
Κώστας Βουτσάς.
«Αν θέλεις στη ζωή σου να γελάσεις, πρέπει να τον κάνεις παρέα. Μπαίνεις στο σπίτι του, είναι μόνος, και αρχίζεις και γελάς με ό,τι λέει. Στη Σόλωνος που κάναμε ένα γύρισμα, βλέπει ένα παιδάκι Ρομά, το παίρνει αγκαλιά, πάνε μαζί και του παίρνει ό,τι φαγώσιμο θέλει».

Βαγγέλης Γκούφας.
«Κάναμε στενή παρέα. Εκπληκτική παρουσία. Τον έχουν θάψει στην Καισαριανή, κοντά στην Ηρώ».
Αχιλλέας Δρούγκας.
«Από τους πιο ειλικρινείς και αγαπημένους ανθρώπους. Το έργο του είναι τόσο χαρισματικό, πραγματικά το απολαμβάνω».

Γιώργος Κωνσταντίνου.
«Παιδικός μου φίλος. Ζούσαμε στην ίδια αυλή. Οταν τελείωνε τη Σχολή του Κουν, εγώ τελείωνα το Δημοτικό».
Γιάννης Γαΐτης. «Παίξαμε και γίναμε ανθρωπάκια του».

Γιάννης Σακελλαράκης.
«Από τους μεγαλύτερους αρχαιολόγους. Τον καιρό που κάναμε το «Μονόγραμμα» είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση η δουλειά του για τις ανασκαφές της Κρήτης. Και όταν κατεβήκαμε με τον Ελύτη στην Κρήτη, πήγαμε να δούμε τις ανασκαφές στο Φουρνί και στα Ανεμόσπηλια. Μοναδικό ντοκουμέντο. Στη ζωή μου δύο ανθρώπους έχω φυλάξει από αυτόν τον χώρο: τον Στυλιανό Αλεξίου, διευθυντή του Μουσείου Ηρακλείου, και τον Σακελλαράκη στην Κνωσό. Και οι δύο σπάνιοι. Από τα τυχερά της ζωής και του επαγγέλματος».
Γιάγκος Πεσμαζόγλου.
«Καταπληκτική φινέτσα ευπατρίδη. Στο τέλος της ζωής του, τον έφερνε ο γιος του στην Αίγινα και ποτέ δεν πήγα να του μιλήσω γιατί ήταν μεγάλο το σοκ μου, βλέποντάς τον σε τόσο κακή κατάσταση υγείας. Κάναμε και πολιτική παρέα, αλλά λέγαμε και αστεία στο σπίτι του Γιώργη Μασσαβέτα. Ηταν και η Βιργινία Τσουδερού μαζί μας».
Γιάννης Μόραλης.
«Μετά το γύρισμα, ήρθε στο γραφείο με ένα πακέτο. «Ηρθα να σου δώσω ένα ‘γαμισάκι’ (έτσι έλεγε τα μικρά σκίτσα του)». Διάλεξα ένα, και μετά μου είπε: «Πού να τα κουβαλάω πίσω; Πάρ’ τα όλα!»».
Ζυλ Ντασσέν.
«Οταν κάναμε γυρίσματα δεν αφήναμε κανέναν να παρευρίσκεται. Η Μελίνα επέμενε. Η οικονόμος τους, η Αγγελική, της έλεγε: «Αυτό είναι για τον Τζούλη, δεν έχεις σχέση εσύ». Η Μελίνα, απτόητη, περίμενε έξω από την πόρτα. Ενα άλλο βράδυ, μιλούσε για τον γιο του, ο οποίος είχε ήδη πεθάνει, και τον έπιασαν τα κλάματα…».
Μίκης Θεοδωράκης.
«Με τον Μίκη, η ταινία ξεκίνησε το 1983, και βγήκε στον αέρα το 2005. Μέσα σε αυτά τα χρόνια, όλο και κάτι προσθέταμε και αλλάξαμε δύο τεχνολογίες. Από φιλμ 16 mm έγινε βίντεο, και μετά digital, περιπέτειες που τις πληρώναμε από την τσέπη μας. Με θυσίες. Αλλοι κάνουν πολυκατοικίες. Εμείς, όπως και o Φιλοποίμην Φίνος και ο Κλέαρχος Κονιτσιώτης, ήμασταν παραγωγοί που ό,τι κερδίζαμε το βάζαμε στη δουλειά».

Κώστας Χατζηχρήστος.
«Στις δύσκολες ημέρες της ζωής του, τον φιλοξενούσαν σε ένα ξενοδοχείο. Αρχίσαμε τα γυρίσματα, αλλά ήταν σε άσχημη κατάσταση και δεν τα ολοκληρώσαμε».
Τελικά, αρκετοί καλλιτέχνες της παλιάς γενιάς πέθαναν στην ψάθα.
«Ναι, πάμπτωχοι. Ο Κατράκης, η Λίντα Αλμα… Εγινε και κάτι καλό από το ΠαΣοΚ. Ο Γιώργος Λιάνης, όταν ήταν υφυπουργός Αθλητισμού, έδωσε από πέντε εκατομμύρια σε κάποιους δημιουργούς. Μεταξύ αυτών ήταν η Αλμα, και έτσι μπόρεσε και επιβίωσε. Και η Μπέλλου πέθανε στην ψάθα. Ηταν ψυχούλα. Εκανε το πρόβλημα του άλλου δικό της. Ενα βράδυ, βλέποντας έναν λυπημένο νέο, τον ρώτησε: «Αγοράκι, γιατί είσαι στενοχωρημένος;». «Γιατί πάω φαντάρος και η γυναίκα μου είναι έγκυος» της απάντησε. «Εντάξει», του είπε, «πάρε με τηλέφωνο αύριο το πρωί». Και τη νύχτα το καθάρισε το θέμα. Βρήκε γιατρούς για χαρτιά και κατάφερε να του δώσουν αναβολή».

Για την Μπέλλου που αναφέρατε, λέγεται ότι τα έτρωγε στα ζάρια.
«Η Μπέλλου είχε ως τελευταία επιθυμία να της βάλουν μέσα στο φέρετρο ένα μαντίλι που κάτι περιείχε. Οταν, από περιέργεια, το άνοιξαν οι δικοί της, είδαν δύο ζάρια. Και για τον Μπιθικώτση, όμως, έλεγαν ότι τα έφαγε στα τυχερά παιχνίδια. Δεν μπορώ να το πιστέψω».
Ποια από όλες αυτές τις προσωπικότητες ήταν η πιο δύσκολη;
«Πολλοί μπορεί να ήταν πολύ απαιτητικοί, αλλά δεν το αισθάνθηκα σαν δυσκολία. Καταλάβαινα την αγωνία τους. Καταγράφεις την ιστορία της ζωής τους με τον πιο καίριο τρόπο, όπως θέλει καθένας να τη διηγηθεί. Μία «δύσκολη» ήταν η Κική Δημουλά. Περίμενα δυο-τρία χρόνια. Και ο Μάνος Ελευθερίου, που δεν θέλει, αλλά εγώ επιμένω».
Γιατί έχετε κάνει πιο πολλούς άνδρες από γυναίκες;
«Επειδή δεν έχουμε γυναίκες στο μέγεθος των ανδρών. Εχουμε εκατοντάδες, όλες συγγραφείς, χωρίς ολοκληρωμένο έργο. Την Ευγενία Φακίνου την έκανα επειδή, εκτός από συγγραφέας, είχε δημιουργήσει και την Ντενεκεδούπολη».
Η Ελλάδα σέβεται τους δημιουργούς της;
«Οχι. Τα παρακάλια που έχω κάνει παλαιότερα στο υπουργείο Πολιτισμού, όπου ήθελα να δώσω ένα αρχείο με αντίγραφα και δεν θέλανε… Και η ΕΡΤ πάντα υπονόμευε το έργο μου. Οταν ξεκίνησα είχα αποφασίσει να δείξω το δικό μου στίγμα και αυτό μόνο μέσω πνευματικών ανθρώπων. Οταν κάναμε τον Κώστα Μουντάκη, γελάγανε. «Ορίστε, οι πνευματικοί σας άνθρωποι» έλεγαν, όμως η συνείδηση του Μουντάκη απέναντι στο μεγάλο θέμα που λέγεται κρητική μουσική είναι συγκλονιστική. Τώρα η ΕΡΤ μάς παγιδεύει, καθώς κάθε παραγωγός μπορεί να κάνει μόνο μία παραγωγή. Ετσι, έχει γίνει τηλεόραση επαναλήψεων. Ανεπίτρεπτο, γιατί δουλεύει με ανταποδοτικό τέλος… Ισως της είμαι και βαρίδι, 36 χρόνια…».
Τελειώνοντας, κύριε Σγουράκη, να πούμε ότι έχετε δύο γιους και τρία εγγόνια. Τα δύο έχουν και τα ονόματά σας. Το δικό σας και της Ηρώς.
«Ναι, κανείς δεν γλιτώνει στην Ελλάδα από τον Γιώργο και την Ηρώ Σγουράκη».
Σας ευχαριστώ πολύ!
«Κι εγώ σας ευχαριστώ!»

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Αυγούστου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ