Λίγες εβδομάδες πριν από την έναρξη της διαδικασίας για την τρίτη αξιολόγηση, η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζουν μια προκλητική πολιτική διπροσωπία. Τη στιγμή που στις συζητήσεις με τους πιστωτές και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς παραδίδουν τα πάντα άνευ όρων, εφαρμόζοντας τη σκληρότερη πολιτική λιτότητας στην ιστορία της χώρας, στο εσωτερικό αποδύονται σε μια προσπάθεια συσπείρωσης των ψηφοφόρων τους, με μεθόδους αθέμιτες, στα όρια της θεσμικής ακροβασίας.
ΣΥΡΙΖΑ… Εξωτερικού στους δανειστές
Το φαινόμενο έχει οδηγήσει πολιτικούς και άλλους παράγοντες στο να μιλούν για ΣΥΡΙΖΑ Εξωτερικού (που υποτάσσεται ασυζητητί στους δανειστές) και ΣΥΡΙΖΑ Εσωτερικού (ο οποίος επιχειρεί με κάθε τρόπο να διαφυλάξει την εκλογική του πελατεία, να εξεύρει τρόπους παράτασης της παραμονής του στην εξουσία και να υποδυθεί τον ρόλο της δήθεν αντισυστημικής δύναμης).
Αφότου έκλεισε η αξιολόγηση έπειτα από πολύμηνες καθυστερήσεις και παλινωδίες και αφότου στην ουσία η κυβέρνηση προϋπέγραψε το επόμενο μνημόνιο δεσμεύοντας τη χώρα για δεκαετίες, ο Αλ. Τσίπρας μετέτρεψε ένα τεχνικό ζήτημα σε βασική κυβερνητική διακήρυξη. Η περιβόητη έξοδος στις αγορές, με τη συμφωνία και την άδεια των πιστωτών, έγινε αίφνης κυρίαρχη εξαγγελία ενώ με κάθε ευκαιρία πλέον ο Πρωθυπουργός προαναγγέλλει την έξοδο από το μνημόνιο το καλοκαίρι του 2018 –κι ας ακολουθεί αμέσως το επόμενο.

Αυτό αναμένεται να είναι και το πνεύμα των όσων θα πει ο κ. Τσίπρας σε μερικές εβδομάδες από το βήμα της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης.

Παρά ταύτα, η «λεπτομέρεια» των 113 προαπαιτουμένων μέχρις ότου ολοκληρωθεί και η επόμενη αξιολόγηση προμηνύει άλλη μια άτακτη υποχώρηση της Αριστεράς από τις «κόκκινες γραμμές» της.
Απέναντι στο νέο κύμα μέτρων
Προκειμένου να λήξει το μνημόνιο, όπως διακηρύττει ο κ. Τσίπρας, θα πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να ξεχάσει μερικές ακόμη από τις βασικές του θέσεις. Και έως ότου να κλείσει και αυτή η αξιολόγηση που οδηγεί στο τέλος του τρέχοντος μνημονίου, θα πρέπει μεταξύ των άλλων να ολοκληρωθεί ένα κύμα ιδιωτικοποιήσεων, να γίνουν νέες περικοπές στις συντάξεις, να απελευθερωθούν κλειστά επαγγέλματα και να προχωρήσει η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων.
Η εμπειρία των τελευταίων δυόμισι ετών δείχνει πως ακόμη μία φορά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα πει «Ναι σε όλα», όμως αυτό μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο πως δεν θα γίνει σε ένα πολιτικό περιβάλλον ηρεμίας και ομαλότητας.

Οι ενδείξεις που προμηνύουν κάτι τέτοιο είναι πολλές:
Είναι χαρακτηριστική η προσπάθεια του κ. Τσίπρα να καλλιεργήσει την ένταση στο πολιτικό σκηνικό και στο κοινωνικό πεδίο, ξεκινώντας από τις προσωπικές του επιθέσεις κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη τις τελευταίες ημέρες και φθάνοντας έως την ψήφιση μέτρων τα οποία διαμορφώνουν ένα διχαστικό περιβάλλον. Το πλέον πρόσφατο σχετικό δείγμα ήταν το προεδρικό διάταγμα για την κλήρωση των σημαιοφόρων στις σχολικές παρελάσεις, απ’ όπου και πυροδοτήθηκε μια έντονη δημόσια αντιπαράθεση. Ηταν φανερό ότι η κυβέρνηση την επιδίωξε.
– Παράλληλα, αμετακίνητη είναι η ηγεσία του Μεγάρου Μαξίμου στο θέμα του ελέγχου της Δικαιοσύνης, με τον ίδιο τον Πρωθυπουργό να ομολογεί τις επιδιώξεις αυτές. «Αλλο ανεξάρτητη και άλλο ελεγχόμενη Δικαιοσύνη» δήλωσε ο κ. Τσίπρας μόλις την προηγούμενη εβδομάδα σε τηλεοπτική του συνέντευξη.
– Την ίδια στιγμή και ενώ ο κ. Τσακαλώτος έχει υπογράψει με τους πιστωτές την υποχρέωση της κυβέρνησης να αποζημιώσει τον πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ Ανδρέα Γεωργίου, η κυβέρνηση εξακολουθεί να επενδύει πολιτικά στο θέμα του ελλείμματος του 2009. Παρά την αθώωση του κ. Γεωργίου για τις κατηγορίες παραποίησης του ελλείμματος, η καταδίκη του για παράβαση καθήκοντος εξακολουθεί να υποδαυλίζει τα πάθη των οπαδών του ΣΥΡΙΖΑ και των θεωριών συνωμοσίας για την ένταξη της Ελλάδας στο μνημόνιο. Το συγκεκριμένο θέμα παρακολουθείται στενά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και αναμένεται πως θα αποτελέσει ένα από τα πεδία τριβής εν όψει της επόμενης αξιολόγησης.
– Στον απόηχο της υπόθεσης Γεωργίου, προσφάτως ασκήθηκε αναίρεση κατά δύο ακόμη αποφάσεων με τις οποίες είχαν απαλλαγεί από τις κατηγορίες ο πρώην υπουργός Οικονομικών Γκίκας Χαρδούβελης (για εκπρόθεσμη υποβολή «πόθεν έσχες») και η πρώην γενική γραμματέας Δημοσίων Εσόδων Κατερίνα Σαββαΐδου (για απόπειρα απιστίας, σε υπόθεση όπου φερόταν να έχει παγώσει πρόστιμο σε βάρος εταιρείας, διατάσσοντας επανέλεγχο).
– Οι διορισμοί με αιχμή τον τομέα της Υγείας συνεχίζονται ενώ με πρόσφατη παρέμβασή του ο υπουργός Εσωτερικών Πάνος Σκουρλέτης επανέφερε το θέμα της μονιμοποίησης συμβασιούχων, υποσχόμενος οριστική λύση το φθινόπωρο.
– Στον απόηχο των αποκαλύψεων Βαρουφάκη, όπου μεταξύ των άλλων ο κ. Τσίπρας παρουσιάζεται να δηλώνει ότι θα έσυρε τον Γιάννη Στουρνάρα με ουρλιαχτά έξω από την Τράπεζα της Ελλάδας, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να δηλώνει συμπαράσταση στο καθεστώς Μαδούρο της Βενεζουέλας (με το οποίο άλλωστε είχε στενές σχέσεις ήδη από το 2013).
Μνημονιακοί και «αντισυστημικοί»…
Ως υπέρτατη ένδειξη της διπροσωπίας του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης αντιμετωπίζεται η αντίφαση μεταξύ της διακήρυξης περί «επιστροφής στην κανονικότητα» και της ταυτόχρονης ανοχής σε κρούσματα οργανωμένης βίας, ως ένδειξη του δήθεν αντισυστημικού πολιτικού DNA του κόμματος. Τα επαναλαμβανόμενα περιστατικά με τις επιθέσεις κουκουλοφόρων στα Εξάρχεια, οι καταστροφές στην Ερμού και οι πρόσφατες εισβολές του «Ρουβίκωνα» στην Τράπεζα της Ελλάδας και στη Βουλή ανέδειξαν τις πραγματικές διαθέσεις και την πολιτική φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ.
Από τη μία οι ομάδες των Εξαρχείων εξακολουθούν να δρουν ανενόχλητες, από την άλλη μια αντιεξουσιαστική οργάνωση εξασφαλίζει και επισήμως την κάλυψη και την ανοχή, ακόμη και με γραπτές ανακοινώσεις ενός πολιτειακού παράγοντα, όπως ο Πρόεδρος της Βουλής Ν. Βούτσης. Τα συγκεκριμένα περιστατικά και η στάση της κυβέρνησης επισημαίνονται κατ’ επανάληψη από στελέχη της αντιπολίτευσης, τα οποία εφιστούν τον κίνδυνο.
Εν είδει πολιτικού αντιπερισπασμού, τη στιγμή που ο Πρωθυπουργός και η ομάδα των συνεργατών του έχουν μετατραπεί στα «καλά παιδιά» της Ευρώπης, στο εσωτερικό οι πολιτικές τους ακροβασίες και οι θεσμικές παρεκτροπές διαμορφώνουν μια εντελώς διαφορετική εικόνα και δοκιμάζουν τις αντοχές των θεσμών. Ετσι, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται να πανηγυρίζει για την έξοδο στις αγορές και την ίδια στιγμή να «κλείνει το μάτι» στις αντισυστημικές ομάδες με τις οποίες είχε συμπορευθεί στο παρελθόν, να παίζει ταυτόχρονα τον ρόλο κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, να υποδύεται την αντιμνημονιακή δύναμη ενώ είναι ο χειρότερος των μνημονιακών.
Υπό αυτές τις συνθήκες μόνο κανονικότητα δεν προμηνύεται για το πολιτικό περιβάλλον των επόμενων μηνών.
Θεσμική ακροβασία για δημοψήφισμα ταυτόχρονα με εκλογές

Μια ακραία θεσμική ακροβασία περιλαμβάνεται στους σχεδιασμούς του στενού επιτελείου του Αλ. Τσίπρα, εν όψει της πολιτικής περιόδου η οποία ξεκινά αμέσως μετά το καλοκαίρι. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, εν αναμονή της πρώτης συζήτησης του φθινοπώρου για την ούτως ή άλλως αμφιλεγόμενη συνταγματική αναθεώρηση, η κυβέρνηση μελετά σοβαρά το ενδεχόμενο της διεξαγωγής δημοψηφίσματος, ταυτόχρονα όμως με τις εθνικές εκλογές.

Πολιτικός εκβιασμός της επόμενης Βουλής
Η πρόταση έχει πολλούς υποστηρικτές στο εσωτερικό της κυβέρνησης, μεταξύ αυτών και ο υπουργός αναπληρωτής Εξωτερικών Γ. Κατρούγκαλος, ο οποίος συντονίζει την ομάδα για την αναθεώρηση, ενώ έχει συζητηθεί και με τον Πρωθυπουργό. Κατά τις ίδιες πληροφορίες ο κ. Τσίπρας βλέπει θετικά ένα τέτοιο σενάριο. Ο στόχος μιας τέτοιας ακραίας μεθόδευσης θα είναι, αφενός, να αποτραπεί ένα ενδεχόμενο πολιτικό μποϊκοτάζ του δημοψηφίσματος και αφετέρου να δημιουργηθεί πολιτικό πρόβλημα στην αντιπολίτευση, με το στήσιμο μιας παράλληλης κάλπης και προκειμένου η κυβέρνηση να παγιδεύσει εκ νέου τους πολίτες σε εκβιαστικά διλήμματα.

Παράλληλα δε, στόχος θα είναι να επιδιωχθεί και ο πολιτικός εκβιασμός της επόμενης Βουλής ακόμη ως προς το περιεχόμενο της αναθεώρησης, το οποίο αποφασίζεται από την κοινοβουλευτική σύνθεση που προκύπτει μετά τη διεξαγωγή εκλογών. Πάντως το ακραίο αυτό σενάριο, αν και εφόσον η κυβέρνηση θελήσει να το υλοποιήσει, είναι εξαιρετικά πιθανό να προκαλέσει τεράστια πολιτική εμπλοκή, στα όρια της θεσμικής κρίσης.

Θεωρείται βέβαιο ότι ένα τέτοιο σχέδιο θα προσκρούσει στην άρνηση του Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου να δώσει την έγκρισή του για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος με αντικείμενο τη συνταγματική αναθεώρηση. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο κ. Παυλόπουλος έχει αναφέρει σε συνομιλητές του ως προς το συγκεκριμένο ενδεχόμενο: «Αυτό με υπερβαίνει».

Επιπλέον, προς την πλευρά του Προέδρου της Δημοκρατίας έχουν εγκαίρως απευθυνθεί εκκλήσεις προκειμένου να προστατεύσει το Σύνταγμα έναντι μιας τέτοιας απόπειρας της κυβέρνησης. Πρώτος είχε διατυπώσει μια σχετική επισήμανση ο Ευ. Βενιζέλος, μόλις είχε διακινηθεί η πληροφορία περί της πρόθεσης της κυβέρνησης να διενεργήσει δημοψήφισμα για την αναθεώρηση.

Πάντως, ο κ. Παυλόπουλος από άλλη θέση το 2011 και με τη νομική του ιδιότητα είχε χαρακτηρίσει αντισυνταγματική οποιαδήποτε απόπειρα διεξαγωγής δημοψηφίσματος για το Σύνταγμα, με αφορμή σχετική πρόθεση του τότε πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου.
Σε σχετικό του άρθρο στην «Καθημερινή» ο κ. Παυλόπουλος έγραφε: «Οι σχεδιασμοί και αυτοσχεδιασμοί του κ. Πρωθυπουργού είναι συνταγματικώς παντελώς αστήρικτοι και θεσμικώς εξαιρετικά επικίνδυνοι» ενώ σημείωνε ότι «η αναθεώρηση του Συντάγματος μέσω δημοψηφίσματος συνιστά ευθεία και κραυγαλέα παραβίαση του άρθρου 110, κυρίως διότι θα οδηγούσε και σε –ούτως ή άλλως εντελώς απαγορευμένη –αναθεώρηση των μη αναθεωρητέων διατάξεων του άρθρου αυτού». Οπως επίσης τόνιζε ο κ. Παυλόπουλος στο ίδιο κείμενο, «η διά δημοψηφίσματος αναθεώρηση του Συντάγματος έρχεται σε ευθεία και κραυγαλέα αντίθεση και προς τις διατάξεις του άρθρου 44 παρ. 2, οι οποίες καθιερώνουν τους δύο τύπους δημοψηφίσματος».
Κατά του δημοψηφίσματος για την αναθεώρηση του Συντάγματος έχει ταχθεί και ο συνταγματολόγος, ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Κ. Χρυσόγονος, ο οποίος έχει δηλώσει σχετικά: «Δεν προβλέπεται και δεν νοείται διεξαγωγή δημοψηφίσματος στο πλαίσιο της αναθεωρητικής διαδικασίας. Προβλέπεται όμως η παρεμβολή βουλευτικών εκλογών μεταξύ της διαπίστωσης της ανάγκης για αναθεώρηση (από την παρούσα Βουλή) και της συντέλεσης της αναθεώρησης από την επόμενη. Οι εκλογές αυτές ενδέχεται να προσλάβουν έναν οιονεί δημοψηφισματικό χαρακτήρα, εάν το ζήτημα της αναθεώρησης κυριαρχήσει στα πολιτικά προγράμματα των κομμάτων και στις επιλογές των ψηφοφόρων».
«Συμβουλευτικό» δημοψήφισμα δεν προβλέπεται
Παρά ταύτα, η κυβέρνηση φαίνεται πως εξακολουθεί να θεωρεί πως έχει τα περιθώρια για έναν τέτοιου τύπου ακραίο ελιγμό, υποστηρίζοντας ότι ο χαρακτήρας του δημοψηφίσματος θα είναι συμβουλευτικός. Κάτι τέτοιο όμως δεν προβλέπεται από το ίδιο το Σύνταγμα. Το σημαντικότερο στοιχείο ως προς τον συγκεκριμένο σχεδιασμό παραμένει η πρόθεση ταυτόχρονης διεξαγωγής εθνικών εκλογών και δημοψηφίσματος.
Κατά την άποψη κάποιων πολιτικών παραγόντων, μια τέτοια πρωτοφανής μεθόδευση θα είχε ως προφανή στόχο να διεκδικήσει ο κ. Τσίπρας μια επίσημη ευκαιρία ακόμη και πολιτικής αμφισβήτησης, έστω έμμεσης, του αποτελέσματος της κάλπης των εθνικών εκλογών σε περίπτωση ήττας του, επικαλούμενος μια ενδεχόμενη νίκη του στο παράλληλο δημοψήφισμα.
Ως προς το τι θα τεθεί ως ερώτημα σε μια τέτοια περίπτωση, κυβερνητικά στελέχη που τάσσονται υπέρ της διεξαγωγής αποφεύγουν να απαντήσουν. Θα μπορούσε να είναι το σύνολο της πρότασης για την αναθεώρηση ή επί μέρους στοιχεία της και πάντως το ερώτημα θα ήταν κάτι μέσω του οποίου η κυβέρνηση θα εκβίαζε την υπέρ της τοποθέτηση των πολιτών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ