Και βάζεις έτσι και όρια στις ευκολίες της μέρας που θέλουν να ταυτίσουν κάθε Αριστερά με τον τυχοδιωκτισμό και τον αυταρχισμό.
Λες και στα πολιτικά και κοινωνικά ήθη αυτής της χώρας περίσσεψε ο ευπρεπής, αστικός πολιτισμός στα πελατειακά χρονικά της Δεξιάς ακόμα και του Κέντρου.
Για αυτό λέω πως η Αριστερά, ως αυτόνομος διανοητικός και πολιτικός χώρος με μαρξιστικές και ριζοσπαστικές αναφορές, δεν μπορεί να αφορά τους αριστερούς δημοκράτες του σήμερα. Και η ριζοσπαστική Αριστερά, στον βαθμό που δεσμεύεται πάντα σε μια συγκρουσιακή και πολεμική αντίληψη για τις κοινωνικές αντιθέσεις και την πολιτική ζωή στη δημοκρατία, δεν πρέπει να λογαριάζεται ως προοδευτική δύναμη.
Με άλλα λόγια, η Αριστερά ως κοινότητα που φτιάχνεται στην εχθρότητα προς την «αστική κοινωνία» και μιλάει ακόμα για «παλιό» και «νέο κόσμο» αποδεικνύεται κατά βάση ως ένας αντιφιλελεύθερος και αντιδραστικός χώρος.
Ολα αυτά τα παλιά δεν βρίσκονται «πίσω μας» παρά μόνον από την άποψη της χρονολογίας και της ιστορικής φάσης. Στον βαθμό που δεν έχουν αποσαφηνιστεί πολιτικά και συνεχίζουν να παραμένουν ενεργές ιδέες λαϊκής δημοκρατίας, ψευδο-συντακτικής εξουσίας και «αριστερής ηγεμονίας», η καχυποψία δικαιολογείται. Και επιβάλλεται.
Να το πω διαφορετικά και ίσως ενοχλητικά για ορισμένους: η μοναδική αυτόνομη Αριστερά που έχει νόημα σήμερα είναι αυτή που εμμένει στον ριζοσπαστισμό, στην επαναστατική προοπτική και στη σύγκρουση με τις φιλελεύθερες δημοκρατίες.
Αντίθετα, για όσους κρατούν στοιχεία, αναφορές, μνημονικά ίχνη από τις δημοκρατικές στιγμές της Αριστεράς (αποκηρύσσοντας ρητά τις άλλες κληρονομιές της), το ζητούμενο νομίζω πως είναι άλλο: να αισθάνονται μέρος μιας ευρύτερης πολιτικής αντίληψης στα αριστερά του αστικού φιλελευθερισμού.
Να αναζητούν, δηλαδή, καλύτερες αποκρίσεις στο σύγχρονο οξύ κοινωνικό ζήτημα – δίχως τις μυθολογίες της ταξικής πάλης – και να υπενθυμίζουν και τα άλλα θεμελιώδη προβλήματα όπως η ασφάλεια των πολλών, η ανάγκη για οικολογική μετάβαση, η ενθάρρυνση μιας ανοιχτής κοινωνίας που δεν αναπαλαιώνει το κράτος της, ούτε αποθεώνει τα σοκ της παγκοσμιοποίησης και τις ακρότητες του νεοκαπιταλισμού.
Συμπερασματικά: στον μακρύ ιστορικό χρόνο της Δύσης, δυνάμεις που θεωρήθηκαν αριστερές λειτούργησαν συχνά ως επιταχυντές σημαντικών αστικοδημοκρατικών μεταβολών. Πολλές φορές και εναντίον κάποιων ελίτ που ονομάστηκαν φιλελεύθερες και συντηρητικές.
Ο εργάσιμος χρόνος, η καθολική ψήφος, η διεύρυνση δικαιωμάτων, η κριτική στη σκληρότητα του εργοστασίου, η υπεράσπιση πολιτικών δικαιωμάτων για «ριγμένες» ομάδες και μειονότητες, όλα αυτά χρωστούν πολλά στις αγωνιστικές και διανοητικές ποιότητες προοδευτικών φιλελεύθερων, σοσιαλιστών, ελευθεριακών.
Αυτή η διάσταση ιστορικής δικαιοσύνης για εκατομμύρια αριστερούς των νεότερων χρόνων είναι ανεξάλειπτη και δεν μπορεί να λοιδορείται από κανέναν. Καμιά όμως «επιείκεια» και μασημένα λόγια δεν χωρούν για πραγματικά εγκλήματα, για θεωρητικές παρανοήσεις, για πολλές από τις πλευρές μιας κληρονομιάς που δεν σώζεται, εκτός αν τη συντηρεί κανείς ως ριζοσπάστης εχθρός της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως κάνει ο χώρος της Ακροαριστεράς.
Στη δική μου αίσθηση των πραγμάτων, ο αριστερός που θέλει να επιμείνει στον όρο και μετά την τραυματική εμπειρία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει μια δύσκολη και εξόχως «αντιναρκισσιστική» επιλογή: να αισθανθεί κομμάτι μιας μεγαλύτερης προσπάθειας για τη δημοκρατική ανασυγκρότηση της χώρας με κριτικό ορθολογισμό και αίσθηση των ορίων κάθε απλουστευτικού συνταγολογίου.
Να μην αναζητεί δηλαδή μια εξιδανικευμένη Αριστερά αλλά να αντιστέκεται και στις κατεδαφιστικές και μηδενιστικές απορρίψεις (που αποσιωπούν πλείστες βαρβαρότητες οι οποίες πολεμήθηκαν από αριστερούς).
Τα υπόλοιπα, και ιδίως οι δολοφονικές ατάκες και οι ψηφιακοί λιθοβολισμοί, μικρή σημασία έχουν εδώ που φθάσαμε.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ