Δεν μιλάμε για μία, αλλά για δύο επαναστάσεις του έτους 1917 στη Ρωσία. Η μία έριξε την τσαρική δυναστεία των Ρομανόφ και η άλλη, η Οκτωβριανή, ανέβασε στην εξουσία τους μπολσεβίκους κομμουνιστές. Να γιατί η εφετινή στρογγυλή επέτειος των 100 χρόνων από το ξέσπασμά τους είναι διπλά προβληματική για τον νέο «τσάρο» Πούτιν, που αν μη τι άλλο κρατάει χαμηλούς τόνους.
Μια χαμένη ευκαιρία
Για τους επικριτές του ρώσου προέδρου, το θλιβερό γενικό συμπέρασμα είναι ότι πρόκειται για άλλη μία χαμένη ευκαιρία. Το 2017, που θα μπορούσε να γίνει η χρονιά μιας ειλικρινούς εθνικής συζήτησης για την υπέρβαση του τραγικού παρελθόντος και τη διαμόρφωση μιας πορείας προς το μέλλον, έχει καταντήσει το πρόσχημα για τη χλιαρή επιβολή μιας φαντασιακής εθνικής ενότητας από έναν αυταρχικό ηγέτη που φοβάται την ιστορική αλήθεια και θέλει να κατασκευάσει μύθους εθνικο-πατριωτικού μεγαλείου.
Για τους οπαδούς του, η επέτειος συμβολίζει κάτι διαφορετικό. Στις αρχές Ιουλίου, ας πούμε, ο πρόεδρος της Ρωσικής Ιστορικής Εταιρείας μίλησε δημοσίως σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η χώρα θα πρέπει να τιμήσει την εκατονταετηρίδα των επαναστάσεων του 1917, οι οποίες κατέστρεψαν τη δυναστεία των Ρομανόφ και στη συνέχεια έφεραν τους Μπολσεβίκους στην εξουσία. Ο ρωσικός λαός, είπε, θα πρέπει να αποφύγει τις «ριζοσπαστικές» εκτιμήσεις των γεγονότων του 1917 και μάλλον να βρει μέσα τους μια «πηγή εθνικής ενότητας». «Ο ριζοσπαστισμός είναι γενικά επιβλαβής» είπε, προσθέτοντας ότι «τόσο σημαντικά γεγονότα [όπως αυτά του 1917] δεν μπορούν να παρουσιαστούν σε άσπρο και μαύρο».
Στα χαρτιά, η Ρωσική Ιστορική Εταιρεία είναι μια οργάνωση-ομπρέλα για ρώσους ιστορικούς, αλλά στην πραγματικότητα υπάρχει για να παρουσιάζει την κυβερνητική γραμμή επί ιδεολογικών θεμάτων.
Πρόεδρός της δεν είναι ένας επαγγελματίας ιστορικός, αλλά ο Σεργκέι Ναρίσκιν, διευθυντής της SVR, της ρωσικής υπηρεσίας αντικατασκοπείας.
Η λέξη-κλειδί «ριζοσπαστισμός», που διατυπώθηκε από τον κορυφαίο κατάσκοπο της χώρας, αποκαλύπτει το βάθος της ανησυχίας με την οποία αντιμετωπίζει την επέτειο η ηγετική ομάδα του Πούτιν. Ανθρωποι Σοβιετικοί μέσα από την ανατροφή, τις απόψεις, τα γούστα και τις πολιτικές αντιλήψεις τους, ανησυχούν βαθύτατα επειδή το 1917 ήταν η χρονιά της επανάστασης, και μια λαϊκή εξέγερση είναι κάτι που φοβούνται στο σημερινό Κρεμλίνο.
Πριν από δέκα χρόνια, όταν η Ρωσία τίμησε την 90ή επέτειο του «έτους των δύο επαναστάσεων», υπήρχαν περισσότερα τηλεοπτικά προγράμματα, συνέδρια και βιβλία για το θέμα. Εμφανώς λιγότερες τέτοιες δραστηριότητες γίνονται σήμερα. Παραδόξως, η επιφυλακτικότητα του Κρεμλίνου σχετικά με την επέτειο των επαναστάσεων του Φεβρουαρίου και του Οκτωβρίου 1917 αποτελεί έμμεση απόδειξη της σημασίας που εξακολουθούν να έχουν.
Η Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν είναι μια χώρα στην οποία η Ιστορία διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη διατήρηση της νομιμότητας του πολιτικού καθεστώτος. Ο Πούτιν βλέπει τον εαυτό του ως τον ηγέτη που έχει ξαναδώσει στους Ρώσους την αίσθηση της υπερηφάνειας. Από τότε που έγινε πρόεδρος, το 2000, εργάστηκε σκληρά για να αποκαταστήσει τη σοβιετική περίοδο της ρωσικής ιστορίας ώστε να δημιουργήσει μια αδιάκοπη αφήγηση που συνδέει την αυτοκρατορία των τσάρων με την ΕΣΣΔ και τη σύγχρονη Ρωσία. Η ρωσική ιστορία του Πούτιν περιστρέφεται γύρω από το εθνικό μεγαλείο, τη δόξα του κράτους και την ετοιμότητα του ρωσικού λαού να θυσιαστεί για αυτό.
Για μια τέτοια αφήγηση, το 1917 είναι μια ιδιαίτερα δύσκολη στιγμή. Από τη μία πλευρά, οι ηλικιωμένοι, όσοι θυμούνται τη Σοβιετική Ενωση, εξακολουθούν να τη βλέπουν ακόμα σαν το «κράτος» τους. Για αυτούς, το 1917 είναι το έτος ίδρυσης του κράτους. Και αυτοί οι άνθρωποι συμβαίνει να είναι ο σκληρός πυρήνας των οπαδών του Πούτιν.
Αλλά για τους περισσότερους από αυτούς τους πολίτες η επανάσταση είναι μάλλον μέρος της σοσιαλιστικής νοσταλγίας τους παρά οτιδήποτε άλλο. Για μια σημαντική μειονότητα –κυρίως τους ψηφοφόρους του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσίας –η επανάσταση του 1917 εξακολουθεί να είναι ένα λαμπρό παράδειγμα κοινωνικής δικαιοσύνης σε μια εποχή που η Ρωσία είναι η πιο άνιση από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, με το πλουσιότερο 10% να κατέχει το 87% του συνολικού πλούτου της χώρας.
Από την άλλη πλευρά, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, σύμμαχος του Πούτιν, θεωρεί το 1917 ως έτος του θριάμβου του μαχητικού αθεϊσμού που σχεδόν κατέστρεψε τη θρησκευτική ζωή στη Ρωσία. Την ίδια στιγμή, η καταδίκη του κομμουνιστικού καθεστώτος που κυβέρνησε τη Ρωσία το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα δεν είναι ολόψυχη στους κόλπους της. Ο Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος καλεί τακτικά τους Ρώσους να αναγνωρίσουν τις «θετικές πλευρές» της σοβιετικής περιόδου της Ιστορίας. Παρά τον κρατικό αθεϊσμό, τα ηθικά θεμέλια της σοβιετικής κοινωνίας παρέμειναν ριζωμένα στον Χριστιανισμό, δήλωσε σε μια αντιπροσωπεία ορθόδοξων κληρικών από τις ΗΠΑ τον Μάιο. Ο Πατριάρχης συνέκρινε με ευνοϊκό τρόπο την ΕΣΣΔ με τη σημερινή κατάσταση στη Δύση, η οποία κατά την άποψή του «χάνει τα ιουδαιο-χριστιανικά θεμέλιά της».
«Εβραϊκή-τεκτονική συνωμοσία»
Επιπλέον πρόβλημα; Για ένα σημαντικό μέρος των πιστών και κληρικών της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας τα γεγονότα του 1917 ήταν μια «εβραϊκή-τεκτονική συνωμοσία» που είχε στόχο να καταστρέψει την «Αγία Ρωσία». Αυτοί οι άνθρωποι βλέπουν τον Λένιν και τους πρώτους επαναστάτες ως πράκτορες της συνωμοσίας, και τον Ιωσήφ Στάλιν ως τον ηγέτη που αντέστρεψε την τάση, εξάλειψε την παλιά φρουρά του λενινισμού και ξαναδημιούργησε τη ρωσική αυτοκρατορία με νέο, σοβιετικό όνομα.
Περιπλέκοντας κι άλλο τα πράγματα για το Κρεμλίνο, η μνήμη του κινήματος των Λευκών, που αντιστάθηκαν στους Μπολσεβίκους και ηττήθηκαν από αυτούς το 1922, είναι επίσης αμφιλεγόμενη. Η πλειονότητα των Ρώσων σήμερα είναι απόγονοι αγροτών και εργατών για τους οποίους η επανάσταση αναμφισβήτητα παρείχε πρωτοφανή κοινωνική πρόοδο –αν και με μεγάλο κόστος. Αλλά οι Λευκοί –αριστοκράτες, έμποροι, διανοούμενοι, πλούσιοι αγρότες –αποτελούν επίσης ζωτικό σύνδεσμο με χίλια χρόνια ρωσικής ιστορίας. Με τον πολιτισμικό πλούτο, τη στρατιωτική δόξα και τη λαμπρότητα της αυτοκρατορίας των Ρομανόφ. Αυτό τους καθιστά επίσης απαραίτητους για το Κρεμλίνο, επειδή είναι γνωστό τοις πάσι ότι ο Πούτιν βλέπει τον εαυτό του ως κληρονόμο και της τσαρικής κληρονομιάς…
HeliosPlus