Ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ γεννήθηκε στη Ρίγα της Λετονίας το 1948. Ο πατέρας του δεν είχε καμία σχέση με τον χορό, ήταν στρατιωτικός. Ομως, μετά τις στρατιωτικές παρελάσεις, έχοντας πιει αρκετά, συχνά παρότρυνε τον νεαρό Μίσα και χόρευαν δημόσια.
«Ο κόσμος που μας έβλεπε χειροκροτούσε.Αυτό ήταν. Το τέρας ξύπνησε μέσα μου». Αρχισε μπαλέτο όταν ήταν εννέα χρονών. Μετακόμισε στο Λένινγκραντκαι μετά από σπουδές, το 1969, έγινε βασικός χορευτής στα μπαλέτα Κίροβ. Το 1974,ενώ βρισκόταν με τα μπαλέτα Μπαλσόι στον Καναδά, αυτομόλησε στη Δύση. Υστερα από λίγο καιρό εντάχθηκε στο American Ballet Theater. Το θέατρο ήταν η πρώτη του αγάπη και έχει παίξει ρόλους σε έργα του Μπέκετ και του Τσέχοφ.
Στην Αθήνα βρέθηκε για την παράσταση «Γράμμα σ’ έναν άνδρα», τα ημερολόγια του Βάσλαβ Νιζίνσκι… σε συμπαραγωγή της Αττικής Πολιτιστικής Εταιρείας, CPA και BBI.
Προέρχεστε από μια χώρα που έχει γεννήσει μυθικά πρόσωπα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Αναρωτιέμαι ποιος από όλους αυτούς έχει επιδράσει σε εσάς;
«Και να σκεφτείτε ότι αυτό είναι το ταλέντο που θα ήθελα να έχω. Να γράφω τις σκέψεις μου σε χαρτί. Πριν από πενήντα πέντε χρόνια, λοιπόν, όταν διάβασα για πρώτη φορά ποιήματα του Γιόζεφ Μπρόντσκι. Επέδρασε το ίδιο δευτερόλεπτο πολύ βαθιά μέσα μου. Μέσα στις λέξεις του υπάρχει τόσο μεγαλείο και τόση αλήθεια. Αργότερα γίναμε φίλοι. Καταλήξαμε να κουβεντιάζουμε τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα, σε μία φιλία που κράτησε πάνω από είκοσι χρόνια. Πόσο πολύ με επηρέασε…».
Λίγοι έχουν καταφέρει να χορέψουν στο επίπεδο το δικό σας. Η κίνησή σας επάνω στη σκηνή μοιάζει σαν τα κύτταρά σας να έχουν μνήμη που έρχεται από πολύ μακριά.
«Ξεκίνησα να χορεύω επαγγελματικά από έντεκα χρόνων. Είναι περισσότερο από μισός αιώνας. Υπάρχει συγκεκριμένη «γλώσσα» στο σώμα που την έχεις σχεδόν γενετικά, και δεν εννοώ από τους προγόνους σου. Αλλωστε κανένας από την οικογένειά μου δεν είχε ασχοληθεί με τις τέχνες. Οπως γίνεται με τη μουσική που από τις πρώτες νότες καταλαβαίνεις αν πρόκειται για τον Σοπέν, τον Σοστακόβιτς και τους σπουδαίους τραγουδιστές της Οπερας που χρειάζεσαι λίγα δευτερόλεπτα για να καταλάβεις ποιος είναι. Ετσι γίνεται και με τους χορευτές. Το σώμα σου είναι η μουσική σου και η φωνή σου».
Η γλώσσα του σώματος αποκαλύπτει πράγματα ακόμα και για έναν πολιτικό.
«Συνάντησα τον Ντόναλντ Τραμπ. Το σώμα του δεν μπορεί να πει ψέματα».
Για τον Τραμπ τι λέτε;
«Με κοίταξε και χαμογέλασε πλατιά…».
«…»
Να υποθέσω ότι μερικές φορές η σιωπή είναι η μεγαλύτερη ένσταση;
«Σωστά!».
Συναντήσατε κάποιον πολιτικό που να σκεφτήκατεότι θα μπορούσε να γίνει χορευτής; Που να είχε καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά;
«Σίγουρα ο Ομπάμα!».
Είναι τόσο συναρπαστικός;
«Τον γνώρισα στον Λευκό Οίκο. Είναι τόσο γρήγορος και ταυτόχρονα κομψός, έχει αυτή την εσωτερική χάρη, χωρίς καμία υπεροψία. Η φωνή του, η εμφάνισή του. Η γυναίκα μου του είπε «Κύριε πρόεδρε, δεν έχω καταλάβει γιατί δεχτήκατε αυτή τη δουλειά, αλλά χαίρομαι που τη δεχτήκατε». Εκείνος της απάντησε: «Γιατί δεν μου το είπες αυτό πριν να γίνω πρόεδρος;»».
Υπάρχει κάποιος μεγάλος φόβος που να έχετε στη ζωή σας;
«Φοβάμαι μήπως βαρεθώ τον εαυτό μου. Και όσο μεγαλώνω αυτός ο φόβος μεγαλώνει».
Σε σχέση με το κοινό έχετε ξεπεράσει όλους σας τους φόβους;
«Παρότι έχουν περάσει εξήντα χρόνια που βγαίνω στη σκηνή, ακόμη φοβάμαι μήπως και δεν ανταποκριθώ στις προσδοκίες του κοινού. Και εννοώ ότι είναι ένας πραγματικός φόβος που έρχεται κάθε φορά και πρέπει με κάποιον τρόπο να βρω αυτή την εσωτερική ηρεμία να κάνω το πρώτο βήμα επί σκηνής. Μετά το πρώτο βήμα όλα είναι αλλιώς».
Είπατε για το πάντοτε δύσκολο πρώτο βήμα στη σκηνή. Στο τέλος της παράστασης που είδα, τη στιγμή που υποκλιθήκατε τελευταία φορά, το κάνατε τόσο ολοφάνερα ολόψυχα.
«Ολόψυχο γιατί είδα τον κόσμο όρθιο να χειροκροτεί, και με συγκίνησε πολύ που ήταν και αυτοί μέρος της παράστασης. Δεν νιώθω ότι θα ξεκολλήσει η καρδιά μου και θα αρχίσω να κλαίω. Οχι. Ταυτόχρονα είμαι χαρούμενος και σκέφτομαι ότι σε λίγο θα δειπνήσω, και αν το κρασί μου θα είναι κόκκινο ή λευκό. Αυτό είναι κανονικό και ανθρώπινο. Χρειάζομαι ώρες προετοιμασίας για μία ώρα και δεκαπέντε λεπτά επάνω στη σκηνή. Δουλεύω με τον φυσικοθεραπευτή μου, το μακιγιάζ διαρκεί μία ώρα, η τοποθέτηση του μικροφώνου, ζέσταμα φωνής και σώματος, η περούκα, το κοστούμι, όλα αυτά διαρκούν περίπου τρεισήμισι ώρες. Τρεισήμισι ώρες, για μία ώρα και δεκαπέντε λεπτά επάνω στη σκηνή. Στο τέλος, λοιπόν, αισθάνεσαι μεγάλη ανακούφιση που τελείωσε».
Καταλαβαίνετε ότι είναι αδύνατον να έχω μπροστά μου τον Μπαρίσνικοφ και να μη ρωτήσω για τον Νουρέγεφ.
«Ο Ρούντολφ είχε και το χάρισμα και πολύ ταλέντο. Αυτό που ήταν το πιο σημαντικό είναι ότι ήταν ο πρώτος που είχε την τόλμη να συνεργαστεί με σύγχρονους χορογράφους πριν από οποιονδήποτε άλλον στο μπαλέτο. Εμαθα πολλά από αυτόν».
Ο Μπαρίσνικοφ αθροίζοντας αυτά που έμαθε ο ίδιος και αυτά που έμαθε από τον Νουρέγεφ, τι θα σύστηνε στους νέους;
«Τα νέα αγόρια και κορίτσια που θέλουν να γίνουν καλλιτέχνες, να γίνουν, αλλά να το κάνουν ξέροντας ότι σε αυτή τη μάχη δεν είναι καθόλου διασφαλισμένη η νίκη. Η σκηνή είναι κάτι πολύ εύθραυστο, σαν λεπτός πάγος».
Και όταν κάποια παιδιά αντιληφθούν ότι τελικά χάνουν τον χρόνο τους σε κάποια τέχνη;
«Τη στιγμή που θα συνειδητοποιήσεις ειλικρινά ότι χάνεις τον χρόνο σου σε κάτι, εκείνη τη στιγμή γίνεται η καλύτερη επένδυση για το μέλλον σου. Προχώρησε παρακάτω».
Εννοείτε ότι το αληθινό ξόδεμα χρόνου είναι που πρέπει να δημιουργεί ενοχές και όχι η αποτυχία;
«Ακριβώς. Εγώ για παράδειγμα νιώθω ένοχος. Αφησα χρόνο να ξοδευτεί, συναναστράφηκα λάθος ανθρώπους, δεν σπούδασα, δεν υπήρξα ο καλύτερος μαθητής».
Δεν θα γινόσασταν ο Μπαρίσνικοφ, αν ήσασταν ο καλύτερος μαθητής.
«Ναι, αλλά θα μπορούσα να είχα μάθει άλλες δύο γλώσσες, θα μπορούσα να παίζω καλύτερο πιάνο, θα μπορούσα να διαβάζω περισσότερο».
Θα ήσασταν ένας ακόμα εξαιρετικά μορφωμένος άνθρωπος αλλά όχι ο Μπαρίσνικοφ.
«Εσύ το λες βλέποντας εμένα, κι εγώ το λέω βλέποντας μέσα μου. Και οι δύο έχουμε ακριβώς το ίδιο δίκιο από μια άποψη».
Ο Ντίκενς είπε ότι προκειμένου να εξασκήσεις την τέχνη σου, πρέπει να εξασκήσεις τη ζωή σου.
«Είμαι κακός σε αυτό. Αγαπάω πολύ τον Ντίκενς, και νεότερος μαγευόμουν γιατί ήταν τόσο διαφορετικός από τη ρωσική λογοτεχνία στην οποία όλα ήταν θετικάκαι ηρωικά, ενώ σε αυτόν ήταν τόσο καταθλιπτικά, όλα ήτανκάτω από την κυριαρχία των σύννεφων, παιδιά που κλέβουν χρήματα. Ακόμα και τα Χριστούγεννα μοιάζουν τρομακτικά».
Καταλαβαίνετε ότι πολύ λίγοι από τα 7 δισεκατομμύρια ανθρώπων μπορούν να κάνουν για 75 λεπτά επάνω στη σκηνή αυτό που κάνετε εσείς.
«Εξασκώ την τέχνη μου και γνωρίζω τι είμαι ικανός να κάνω. Είμαι πολύ νευρικός χορευτής, σε πολλές περιπτώσεις παίρνω χάπι για να ελαττωθούν οι παλμοί μου. Ειδικά όταν δουλεύω επάνω σε κάτι καινούργιο και δεν είμαι σίγουρος για συγκεκριμένα πράγματα μπαίνω σχεδόν σε διαδικασία κρίσης πανικού. Σκέφτομαι την ηθική πλευρά, ότι παίρνω χρήματα από τη δουλειά μου που είναι βέβαια αυτό που αγαπάω να κάνω και είναι προνόμιο να βρίσκομαι εκεί, και αυτό με διχάζει».
Σας διχάζει η συναλλαγή να δίνετε την τέχνη σας με κάποιο τίμημα;
«Είναι ανταλλαγή υπηρεσιών, είναι μια πορνεία υψηλής λάμψης, πολυτελείας, για την ακρίβεια. Μια πόρνη δανείζει το σώμα της και δημιουργεί στο μυαλό του άλλου την ιδέα και την ατμόσφαιρα ότι τον αγαπάει. Αυτό κάνουμε και εμείς, και παίρνουμε χρήματα γι’ αυτό. Το ίδιο συμβαίνει με τους ηθοποιούς και με τους μουσικούς. Οι ζωγράφοι και οι γλύπτες έχουν ένα προϊόν, το εκθέτουν στις γκαλερί, έρχεται ο κόσμος και κάποιοι το αγοράζουν και γυρίζουν σπίτι τους με ένα αντικείμενο που το τοποθετούν κάπου. Εδώ προσφέρεις τον εαυτό σου απλώς στο κοινό που είναι ο σκληρότερος κριτής, κατόπιν στους δημοσιογράφους και τελικά στους ιστορικούς που θα σε τοποθετήσουν κάπου».
Μιας και η παράστασή σας ήταν για τον Νιζίνσκι. Ποιος είναι αληθινά τρελός τελικά; Ο Νιζίνσκι ήταν στ’ αλήθεια τρελός;
«Αυτό είναι ένα ενδιαφέρον ντοκουμέντο. Ξέρετε, έκανα μια μικρή έρευνα, μίλησα με κάποιους γιατρούς που είπαν ότι είχε διαγνωστεί πρωτύτερα ως σχιζοφρενικός. Παρ’ όλα αυτά, στο βιβλίο του υπάρχουν κεφάλαια με απόλυτη σύνδεση και συνοχή. Αυτό σημαίνει ότι έπαιζε «εντός» και «εκτός». Υπάρχει και λίγο χιούμορ, κεφάλαια που σου θυμίζουν τον Τολστόι, ή τον Ντοστογέφσκι, που ήταν οι αγαπημένοι του. Είναι ειρηνιστής. Είναι πολιτικός. Ελεγε πράγματα όπως «μισώ τα βουνά γιατί καλύπτουν τη Γη, θέλω να βλέπω επίπεδη Γη χωρίς σύνορα, να μπορούν οι άνθρωποι να μετακινούνται, να μπορούν τα παιδιά να μορφώνονται στις τέχνες χωρίς κόστος». Και επειδή οΜπομπ Γουίλσον δημιουργεί και κάνει πάντα παράλληλες ιστορίες, δεν απεικονίζει απλώς τον Νιζίνσκι εδώ. Μπορεί να ήμουν εγώ, εσείς, οποιοσδήποτε».
Υπάρχει κάποια μικρή πρακτική λεπτομέρεια της παράστασης που σας συγκινεί εν αγνοία μας;
«Το κοστούμι που φοράω. Είναι του Νιζίνσκι, και πολύ διάσημο από μία φωτογραφία του 1913 στο Μπουένος Αϊρες όταν παντρεύτηκε τη Ρομόλα Πούλσκι. Γι’ αυτό αποφασίσαμε να το χρησιμοποιήσουμε, σαν μια μεταφορά».
Αν βλέπαμε τώρα στην απέναντι πλευρά του δρόμου τον Νιζίνσκι να περπατάει, θα πηγαίνατε να του μιλήσετε ή απλώς θα παρατηρούσατε τον τρόπο που κινείται, επειδή η γλώσσα του σώματος δεν λέει ποτέ ψέματα;
«Θα τον παρατηρούσα να κινείται. Νομίζω θα καταλάβαινα πιο πολλά από ό,τι από μια σύντομη συζήτηση. Εσύ τι θα έκανες;».
Θα παρατηρούσα μια τον Νιζίνσκι και μια εσάς να τον παρατηρείτε…
«Δεν χρειάζονται πάντοτε τα λόγια για να μπεις στην ουσία. Αλλωστε με τα λόγια μερικές φορές οι άνθρωποι σε απογοητεύουν, και άλλες σε κάνουν να τους ερωτεύεσαι περισσότερο. Είχα την εξαιρετική τύχη στη ζωή μου να συναντήσω απίστευτα ταλαντούχους ανθρώπους, με κάποιους από αυτούς εξακολουθώ να διατηρώ φιλία, εκπληκτικοί άνθρωποι, επιτυχημένοι ο καθένας στον τομέα του, όχι απαραίτητα στις τέχνες. Δεν χρειάζεται να μιλάμε πάντα».
Είστε κάποιος που στα βιβλία τού μέλλοντος θα υπάρχετε εσείς και η δουλειά σας. Το συνειδητοποιείτε όσο εργάζεστε, όσο υπάρχετε;
«Οχι. Δεν σκέφτομαι τέτοια πράγματα. Κάποιος άλλος θα αποφασίσει. Είμαι πολύ απασχολημένος τώρα για να σκέφτομαι τη θνητότητα. Τα τελευταία δύο χρόνια συμμετείχα σε δύοπολύ μεγάλα projects, το ένα για τον Νιζίνσκι ο οποίος γράφει ημερολόγιο καθώς οδηγείται στη σχιζοφρένεια και το άλλο για τονΜπρόντσκι».
Ομως από ένα σημείο και πέρα οι άνθρωποι φτιάχνουμε επιθυμητό σενάριο για το πώς θα θέλαμε να πεθάνουμε…
«Φυσικά το έχω κάνει. Προτιμώ να κάνω έρωτα, να κοιμηθώ και να μην ξυπνήσω ποτέ. Ομως δεν μπορώ να το διασφαλίσω. Είμαστε όλοι, όπως είπε ο Μπρόντσκι, κάτω από τη βολή ενός ελεύθερου σκοπευτή από ψηλά. Οχι από την ταράτσα, αλλάαπό το σύννεφο».
Δεν μπορείς να ξέρεις ποια είναι η τελευταία φορά που κάνεις έρωτα… Ούτε και ποια είναι η τελευταία φορά που ψηφίζεις.
«Σωστά!»
Η Αχμάτοβα, η ελευθερία και η δημιουργία
Μιας και μιλήσαμε για τον Μπρόντσκι, ποια είναι η γνώμη σας για την Αννα Αχμάτοβα; «Ηταν μια εκπληκτική γυναίκα, και ήξερε αρκετά για τον Μπρόντσκι επειδή ήταν τόσο κοντά. Ηταν ηρωική. Αυτόν τον καιρό διαβάζω τη βιογραφία του Πάστερνακ όπου περιγράφει τη γνωριμία της Αχμάτοβα με τον Μάντελσταμ και την Τσβετάγεβα, Τον κύκλο, την αλληλογραφία που είχαν όλοι αυτοί μαζί εκείνο τον καιρό, ειδικά μετά τον θάνατο της Τσβετάγεβα. Η Αχμάτοβα είχε τρομερή ιστορία. Ο άντρας της εκτελέστηκε από τον Στάλιν, ο δεύτερος συνελήφθη. Ο γιος της επίσης. Μόνο μία φορά δέχθηκε να κάνει έκκληση στον Στάλιν για την απελευθέρωση και των δύο από τη φυλακή. Και απελευθερώθηκαν τελικά».
Και έγραψε αυτόν τον υπέροχο στίχο στο τέλος της ζωής της, «Αυτή είμαι. Σας εύχομαι μίαν άλλη, καλύτερη». «Ηταν πολύ, πολύ σημαντική».
Μπορείς να είσαι ελεύθερος σε αυτήν τη ζωή χωρίς να είσαι δημιουργικός σε κάτι; Νομίζω ότι η δημιουργία είναι μέρος της αληθινής ελευθερίας.
«Δεν ξέρω. Η ζωή σπρώχνει τους ανθρώπους να γίνονται καλύτεροι και πιο ελεύθεροι. Η ζωή μετριέται με τη δημιουργία. Ομως οι άνθρωποι πολλές φορές νομίζουν ότι είναι δημιουργοί επειδή απλώς πράττουν».
Υπάρχει κάποια αδυναμία που να σας τρομάζει;
«Καμιά φορά αναρωτιέμαι, Θεέ μου, όταν ξυπνήσω και δεν ξέρω πώς να βουρτσίσω τα δόντια μου, ή όταν η γυναίκα μου συνειδητοποιήσει ότι επαναλαμβάνω τις ίδιες ερωτήσεις ξανά και ξανά. Τότε, Τι;»
Ομως δεν υπάρχει κάποια ανταμοιβή για το ότι γερνάτε;
«Η αποζημίωση που έχεις για το ότι γερνάς είναι ότι δουλεύεις με καινούργιους ανθρώπους και παίζεις μπροστά σε καινούργιο κοινό».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ