Τομπάιας Γουλφ: Ο Τραμπ είναι ανέντιμος και αηδιαστικός

Ο συγκεκριμένος συγγραφέας, εκτός από αυθεντικός γραφιάς, είναι και ένας ευγενικός άνθρωπος. Και υπήρξε όχι μόνο συνεπής αλλά και φιλικός στη συνομιλία του με «Το Βήμα». Ο 72χρονος Τομπάιας Γουλφ δεν είναι άγνωστος στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Το 2008 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις το ημιαυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του Το παλιό σχολείο - αλησμόνητο εκείνο το πορτρέτο του ποιητή Ρόμπερτ Φροστ μεταξύ των άλλων! - και έναν χρόνο αργότερα η υπέροχη νουβέλα Ο κλέφτης του στρατοπέδου με την οποία ο ίδιος είχε αποσπάσει, το 1985, το σημαντικό βραβείο Pen/Faulkner.

Tobias Wolff
Η χαρά του πολεμιστή και άλλα διηγήματα

Μετάφραση: Τάσος Αναστασίου, Γιάννης Παλαβός.
Εκδόσεις Ικαρος, 2017, σελ. 188, τιμή 14,50 ευρώ

Στο πρώτο του ηλεκτρονικό μήνυμα –το απαντητικό –μας έγραψε: «Ασφαλώς και θα κάνουμε τη συνέντευξη! Εχουμε, βέβαια, λίγη δουλίτσα τούτες τις ημέρες: ο δεύτερος γιος μου παντρεύεται εδώ στο σπίτι μας, αυτό το Σάββατο. Αλλά νομίζω ότι οι ερωτήσεις σας θα είναι ένα ευχάριστο διάλειμμα για μένα».

Στο δεύτερο ηλεκτρονικό του μήνυμα –ας το πούμε απολογητικό –μερικά εικοσιτετράωρα αργότερα, μας έγραψε: «Να με συγχωρείτε! Επρεπε, αμέσως μετά τον γάμο, να ταξιδέψω με την οικογένειά μου στο Μεξικό, με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί και ο χρόνος και η συγκέντρωσή μου».

Ηταν όμως για καλό και άξιζε τον κόπο. Γιατί ο συγκεκριμένος συγγραφέας, εκτός από αυθεντικός γραφιάς, είναι και ένας ευγενικός άνθρωπος. Και υπήρξε όχι μόνο συνεπής αλλά και φιλικός στη συνομιλία του με «Το Βήμα». Ο 72χρονος Τομπάιας Γουλφ δεν είναι άγνωστος στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Το 2008 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις το ημιαυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του Το παλιό σχολείο –αλησμόνητο εκείνο το πορτρέτο του ποιητή Ρόμπερτ Φροστ μεταξύ των άλλων! –και έναν χρόνο αργότερα η υπέροχη νουβέλα Ο κλέφτης του στρατοπέδου με την οποία ο ίδιος είχε αποσπάσει, το 1985, το σημαντικό βραβείο Pen/Faulkner.

Ωστόσο η κυκλοφορία από τις εκδόσεις Ικαρος της εξαίρετης συλλογής του H χαρά του πολεμιστή και άλλα διηγήματα ήλθε ως ένα απαραίτητο συμπλήρωμα. Επειδή ακριβώς ο Τομπάιας Γουλφ, καθηγητής σήμερα στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, θεωρείται ένας από τους κορυφαίους διηγηματογράφους των ΗΠΑ, είναι ένας δωρικός μάστορας της μικρής φόρμας, η οποία αποδεικνύεται larger than life όταν την υπηρετούν τα κατάλληλα χέρια.

Η πρόσφατη ελληνική έκδοση είναι μια ισορροπημένη ανθολογία δέκα διηγημάτων του η οποία περιλαμβάνει ιστορίες από την πρώτη του συλλογή Στον κήπο των Βορειοαμερικανών μαρτύρων (1981) μέχρι ένα κείμενο που δημοσιεύτηκε πριν από μερικά χρόνια στο περιοδικό The New Yorker. Διηγήματα όπως οι «Κυνηγοί στο χιόνι», το «Ενα επεισόδιο από τη ζωή του καθηγητή Μπρουκ», «Ο ψεύτης» αλλά και η μεταγενέστερη «Σφαίρα στο κεφάλι» –τι κείμενο αλήθεια, σε μία και μόνη πυκνή παράγραφο βλέπουμε τι συμβαίνει στον νου ενός ανθρώπου όταν μια σφαίρα διαπερνά πρακτικά τον εγκέφαλό του! –δεν είναι μονάχα τεχνικά άψογα αλλά δημιουργούν και ένα αφηγηματικό βάθος που θα ζήλευαν ακόμα και ογκώδη μυθιστορήματα.

Αν όμως σκεφτούμε την περίπτωση του Τομπάιας Γουλφ με όρους πεζογραφικής αντιπροσωπευτικότητας στην εγχώρια βιβλιογραφία, διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν εκκρεμότητες που αξίζει να διευθετηθούν, τα δύο αυτοβιογραφικά του έργα: το This Boy’s Life (1989) όπου ο ίδιος περιγράφει την περιπετειώδη ενηλικίωση του «Τόμπι» –το βιβλίο αυτό μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Μάικλ Κέιτον-Τζόουνς με πρωταγωνιστές τον Ρόμπερτ ντε Νίρο, τον Λεονάρντο ντι Κάπριο και την Ελεν Μπίρκιν –και το In Pharaoh’s Army: Memories of the Lost War (1994) όπου ο συγγραφέας καταγράφει συγκλονιστικά τη συμμετοχή του στον τραυματικό για τις ΗΠΑ πόλεμο του Βιετνάμ.



Κύριε Γουλφ, επειδή είστε μάλλον ολιγογράφος, αξίζει να σας ρωτήσω: γράφετε κάτι αυτή την περίοδο;
«Πράγματι, τούτη την περίοδο γράφω ένα καινούργιο βιβλίο, ένα μυθιστόρημα. Το δουλεύω εδώ και μερικά χρόνια και ευελπιστώ να το ολοκληρώσω μέσα στη χρονιά, ως τα Χριστούγεννα –αλλά για τους συγγραφείς, οι προθεσμίες (όπως είχε πει και ο Λένιν για τις υποσχέσεις εν γένει) είναι σαν τις πίτες, οι κρούστες τους είναι φτιαγμένες για να σπάνε».
Γνωρίζω ότι δεν σας αρέσει που σας έχουν κατατάξει στο λογοτεχνικό ρεύμα του «βρώμικου ρεαλισμού». Ομως τι νομίζετε ότι εννοούν, ειδικά με τη λέξη «βρώμικος»;
«Ειλικρινά, δεν ξέρω. Ανέκαθεν ο ρεαλισμός ως λογοτεχνικός τρόπος –για να μην πούμε εξ ορισμού σχεδόν –ασχολιόταν με τις πλέον δύσκολες, άγριες και σκοτεινές όψεις της ανθρώπινης φύσης και εμπειρίας. Οι σύγχρονοι συγγραφείς που κατηγοριοποιήθηκαν έτσι, που τους έβαλαν –μας έβαλαν –αυτήν τη μυστηριώδη ταμπέλα, ότι ανήκουμε σε ένα τέτοιο ρεύμα, δεν έκαναν –και δεν κάνουμε –κάτι πιο εντυπωσιακά «βρώμικο» σε σχέση με τους προκατόχους μας. Τι να πω, φαίνεται ότι χρησιμοποιείται ακόμα επειδή είναι απλώς πιασάρικο».
Μπορούμε να διακρίνουμε τις προσωπικές εμπειρίες στη μυθοπλασία σας, αλλά και τα σταθερά μοτίβα στο έργο σας. Αναρωτιέμαι όμως για τα δύο memoirs, τα αυτοβιογραφικά κείμενα: τα γράψατε επειδή πιστεύετε ότι είναι ξεχωριστές εμπειρίες ή επειδή θεωρείτε ότι καλύπτουν ευρύτερα ένα σημαντικό κομμάτι της αμερικανικής εμπειρίας στον 20ό αιώνα;
«Το σχήμα, η ίδια η μορφή της εμπειρίας μου –ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώθηκε η ζωή μου και έτσι όπως περιγράφεται σε αυτά τα δύο αυτοβιογραφικά αφηγήματα –πάντοτε μού φαινόταν από μόνη της μυθιστορηματική, ότι δεν χρειαζόταν καθόλου τις επινοήσεις της μυθοπλασίας, ότι δεν είχε ανάγκη ούτε την ανακατασκευή της πραγματικότητας, ούτε τον οποιονδήποτε καλλωπισμό. Και σκέφτηκα, όντως, πως θα είχε αξία να τα εκφράσω και να τα αποτυπώσω όλα αυτά, να περιγράψω τα γεγονότα που συνθέτουν την ενηλικίωση ενός νεαρού Αμερικανού και, εν συνεχεία, να παρακολουθήσω τον ίδιο άνθρωπο στο μέτωπο ενός πολέμου. Αλλα έργα μου –και αυτά που υπονοείτε -, μολονότι επίσης βασίζονται σε ορισμένες προσωπικές μου εμπειρίες, απαίτησαν από εμένα, τον συγγραφέα, να τα αντιμετωπίσω περισσότερο με τη φαντασία μου. Και αυτό, οφείλω να σας πω, είναι ένα ένστικτο που αναπτύσσει κάποιος όταν γράφει».

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μεγάλη παράδοση στο διήγημα, από τον 19ο αιώνα ακόμα. Πού να οφείλεται άραγε αυτό περισσότερο; Στους ίδιους τους συγγραφείς ή στους αναγνώστες;
«Στην πραγματικότητα, είναι πολύ λίγοι οι Αμερικανοί που διαβάζουν διηγήματα. Ακόμα και σήμερα, τα πιο δημοφιλή αναγνώσματα εδώ είναι αυτά τα πολυσέλιδα «τούβλα», τα πολύ συναισθηματικά και εξόχως κακογραμμένα βιβλία που επιπλέον έχουν και επιτηδευμένους, στομφώδεις τίτλους, τα λεγόμενα και βιβλία «blockbuster». Πού και πού ξεμυτίζει κάτι καλό, ξεχωρίζει κάποιο λογοτεχνικό έργο της προκοπής αλλά συνήθως είναι ένα μυθιστόρημα. Τα διηγήματα –όπως και η ποίηση –είναι ελκυστικά μόνο στα μειοψηφικά γούστα».


Κάτι που ισχύει παντού, νομίζω…
«Ναι, και είναι κρίμα γιατί το διήγημα είναι πολύ συναρπαστικό ως είδος και ανταμείβει πολλαπλώς τον αναγνώστη. Το διήγημα είναι μια υψηλή, ευγενής φόρμα. Εκτός αυτού είναι και μια φόρμα πολυποίκιλη, υπάρχουν τόσα διαφορετικά είδη διηγήματος –από τον Ιταλο Καλβίνο ως τον Ρέιμοντ Κάρβερ, από τον Ερνεστ Χέμινγουεϊ ως τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες και την Αλις Μονρό –που μόνο ένας αδαής θα έθετε προαπαιτούμενα και κανόνες ως προς τη συγγραφή τους. Πάντως το καλύτερο που μπορεί να πει κανείς για τα διηγήματα είναι ότι πρέπει να είναι ενδιαφέροντα, και να κλωθογυρίζουν στο μυαλό του αναγνώστη για αρκετό καιρό αφότου έχει κλείσει ένα βιβλίο».


Στο διήγημά σας «Ο ψεύτης» διαβάζουμε ότι «σολιψιστής είναι κάποιος που πιστεύει ότι αυτός δημιουργεί τα πάντα γύρω του». Ενας καλός συγγραφέας είναι σολιψιστής;
«Κάθε άλλο, ένας καλός συγγραφέας είναι το αντίθετο του σολιψιστή, το βλέμμα του είναι αταλάντευτα στραμμένο προς έναν κόσμο ο οποίος είναι αδιάκοπα γοητευτικός και σαγηνευτικός από την ίδια του τη σύσταση, και ο καλός συγγραφέας τιμά με το έργο του την πολυπλοκότητα αλλά και το σκληρό υπόστρωμα που υπάρχει στην πραγματικότητα αυτού του κόσμου. Επιπροσθέτως, ο καλός συγγραφέας είναι το αντίθετο του ψεύτη. Είναι αυτός που αναζητεί την αλήθεια, αυτός που καταλαβαίνει ότι πρέπει να διευρύνουμε και να χρησιμοποιούμε τη φαντασία μας ώστε να διακρίνουμε και να αντικρίζουμε την αλήθεια, όσο μας επιτρέπεται».

Στο ίδιο διήγημα, ο δόκτωρ Μέρφι λέει κάτι παράξενο, πως «ίσως τα δυσάρεστα πράγματα να είναι πιο ενδιαφέροντα». Και το ερώτημα είναι: μπορεί να υπάρξει λογοτεχνία χωρίς προβληματικές καταστάσεις;
«Είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε τη λογοτεχνία χωρίς προβληματικές καταστάσεις. Τα προβλήματα είναι που κάνουν τη λογοτεχνία να συμβαίνει, επειδή ακριβώς αναγκάζουν τους ανθρώπους να κάνουν τις επιλογές τους, είτε για το καλό είτε για το κακό. Με αυτόν τον τρόπο, σε κάθε περίπτωση, οι άνθρωποι αποκαλύπτουν τον εαυτό τους ή γίνονται ο εαυτός τους. Τα προβλήματα είναι οι ιστορίες. Φανταστείτε λίγο μια «Ιλιάδα» όπου ο Αγαμέμνονας πλέει με μεγάλη άνεση και φθάνει γρήγορα στην Τροία –στο Ιλιον εν πάση περιπτώσει -, τα τείχη της πόλης πέφτουν σαν τραπουλόχαρτα, γίνεται αμέσως μια υπέροχη ειρήνη με τον Πρίαμο, ο Εκτορας και ο Αχιλλέας γίνονται τα καλύτερα φιλαράκια, και ο Μενέλαος απλώς μπατσίζει χαϊδευτικά τον Πάρι και επιστρέφει με την ωραία Ελένη στο σπίτι τους, όπου, κατόπιν, έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Τι βαρετό! Πού είναι η στιγμή που, λίγο πριν από τη μονομαχία με τον Αχιλλέα, το ανήλικο παιδί του Εκτορα τρομάζει με την περικεφαλαία του πατέρα του, πού είναι ο Πάτροκλος που σκοτώνεται από τον Εκτορα έχοντας φορέσει τα άρματα του Αχιλλέα, πού είναι ο Πρίαμος που ικετεύει για το ατιμασμένο σώμα του νεκρού του γιου, πού είναι ο Δούρειος Ιππος, πού είναι η πόλη ζωσμένη στις φλόγες; Μα πόσο αγαπάμε αυτές τις τραγωδίες εν τέλει –αυτά τα προβλήματα!».
Στο διήγημα «Αγρυπνος» ο Ρίτσαρντ διαβάζει την «Οδύσσεια» και βαριέται. Συνέβη και σε σας;
«Οχι! Μου αρέσει πολύ η «Οδύσσεια» αλλά η «Ιλιάδα» είναι ίσως το λογοτεχνικό κείμενο που αγαπώ περισσότερο απ’ όλα τα είδη του λόγου, απ’ όλες τις εποχές, διαχρονικά. Μια φορά έκανα τη διαδρομή με το αυτοκίνητο από την Αθήνα στις Μυκήνες, μέσα σ’ έναν απίστευτο καύσωνα, μόνο και μόνο για να δείξω στην κόρη μου, η οποία είχε παθιαστεί επίσης με την «Ιλιάδα», την περίφημη Πύλη των Λεόντων. Η ίδια θεωρεί πως η φωτογραφία που την τράβηξα τη στιγμή που στεκόταν κοντά στην Πύλη είναι από τα πολυτιμότερα δώρα που της έχω κάνει ποτέ, και είναι περήφανη γι’ αυτή. Αγαπώ πάρα πολύ το αρχαίο ελληνικό δράμα, το δίδασκα μάλιστα στο πανεπιστήμιο, κυρίως την τριλογία της «Ορέστειας» του Αισχύλου. Και για να έρθουμε λίγο στους σύγχρονους: ο Ελύτης, ο Καβάφης, ο Καζαντζάκης, ο Γιώργος Σεφέρης και ο Γιάννης Ρίτσος είναι μερικοί από τους έλληνες λογοτέχνες που βρήκαν πιο πρόσφατα από μια θέση στη βιβλιοθήκη μου».

Σε αυτήν τη φάση της ζωής σας επιστρέφετε σε κάποιους συγγραφείς, τους ξαναδιαβάζετε;
«Παλαιότερα επέστρεφα όλο και πιο πολύ σε συγκεκριμένους συγγραφείς –στον Ντίκενς, στον Μέλβιλ, στον Χέμινγουεϊ, στην Κάθριν Αν Πόρτερ, την οποία προσωπικά θεωρώ μια εξέχουσα περίπτωση στην αμερικανική λογοτεχνία. Ομως τα τελευταία χρόνια διαβάζω πιο πολύ βιβλία Ιστορίας, δεν επανέρχομαι στα λογοτεχνικά κείμενα, αντιθέτως, ψάχνω να βρω μια άλλη εκδοχή των πραγμάτων για την ίδια ιστορική περίοδο που με ενδιαφέρει, προσπαθώ να δω πώς ένας άλλος ιστορικός ερμηνεύει το ίδιο πλέγμα γεγονότων».

Η τεχνολογία, η λεγόμενη ψηφιακή εποχή, μπορεί να επηρεάσει ουσιαστικά τη λογοτεχνία, τον τρόπο που γράφουμε και διαβάζουμε;
«Λέω να μην απαντήσω σε αυτό, δεν έχω ιδέα από αυτό που λέμε ψηφιακή εποχή, δηλώνω άσχετος».

Το 2015 λάβατε το Εθνικό Μετάλλιο Τεχνών από τον τότε πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα. Πώς ήταν;
«Ηταν μια υπέροχη ημέρα για εμένα και τη σύζυγό μου αλλά και για τους φίλους που μας συνόδευσαν στην τελετή, επειδή τρέφαμε ήδη μεγάλο θαυμασμό τόσο για τον πρόεδρο Ομπάμα όσο και για τη σύζυγό του Μισέλ. Στο τέλος εκείνης της ημέρας, θυμάμαι, ότι είχαμε κατακλυστεί από μια γλυκύτητα, μια τρυφερότητα».

Οι συμπατριώτες σας ενδιαφέρονται για τις απόψεις των συγγραφέων; Εχει κάποια επίδραση ο δημόσιος λόγος που αρθρώνουν οι λογοτέχνες στις ΗΠΑ;
«Το ελπίζω! Γιατί η λογοτεχνία μάς επιτρέπει να μπούμε σε άλλες ζωές από τις δικές μας, να εισχωρήσουμε σε άλλες ψυχές. Οταν καταφέρνουμε να φανταστούμε τον εαυτό μας ως έναν άλλον, γινόμαστε πιο επιφυλακτικοί στο να κατακρίνουμε και να καταδικάζουμε τους άλλους. Γιατί βλέπουμε σε αυτούς την αντανάκλαση της δική μας ανθρώπινης υπόστασης, και αυτό βαθαίνει την αντίληψη που έχουμε για την ίδια την ανθρωπότητα εν γένει, τη βλέπουμε σαν μια κοινότητα περισσότερο παρά σαν έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων».

Σκέφτομαι τώρα ότι πολλοί από τους ήρωές σας –καθημερινοί άνθρωποι που δοκιμάζουν τα όριά τους –θα μπορούσαν να έχουν ψηφίσει τον Ντόναλντ Τραμπ, εάν ήταν αληθινοί. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα ήταν αναγκαστικά όλοι τους κακοί άνθρωποι. Θα το έκαναν όμως… Γιατί;
«Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ συνιστά μια καταστροφή για τη χώρα μας. Ακόμα προσπαθώ να το χωνέψω και να το αποδεχθώ. Πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι αυτό που θα μπορούσε να ωθήσει κάποιον να ψηφίσει έναν αποδεδειγμένα μισαλλόδοξο τύπο, έναν άνδρα που –κατά δική του ομολογία –κακομεταχειρίζεται τις γυναίκες, κάποιον που κοροϊδεύει τον κόσμο με το «πανεπιστήμιό» του, έναν κοινό κλέφτη όχι μόνο του εργατικού μόχθου των υπαλλήλων του αλλά και αντικειμένων που τους ανήκαν, έναν παθολογικό ψεύτη, έναν λάτρη των πλέον αιμοσταγών τυράννων, έναν αδαή που πιστεύει ότι η κλιματική αλλαγή είναι μια υποκινούμενη εξαπάτηση από την Κίνα, και τόσα άλλα… Ολα αυτά όμως ήταν γνωστά την ημέρα των εκλογών. Θέλω να πω, αυτός είναι ο Ντόναλντ Τραμπ. Και είναι συνεπής με αυτό που είναι –αυτό το αναγνωρίζω, είναι ανέντιμος και αηδιαστικός με συνέπεια. Εχει καταφέρει να εκτραχύνει απολύτως την καθημερινότητά μας στις Ηνωμένες Πολιτείες και μας έχει μετατρέψει στον περίγελο του υπόλοιπου πλανήτη. Νιώθω βαθύτατα αμήχανος και ντροπιασμένος για αυτό».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.