Επιμέλεια είναι μια δημιουργική διαδικασία η οποία παράγει έννοιες, συσχετισμούς και ανοίγει πεδία ανάγνωσης σε πολλαπλά επίπεδα. Σημαίνει ότι έχεις πρωτότυπες ιδέες, προτείνεις concepts, τοποθετείσαι απέναντι στα πράγματα, ότι ψάχνεις και είσαι πάντα περίεργος για τους καλλιτέχνες, ότι έχεις πάντα τα μάτια σου ανοιχτά» διευκρινίζει.
Αυτήν τη χρονιά, επιστρέφοντας στο Art Space Pythagorion του Ιδρύματος Schwarz, καταπιάνεται με την αγάπη. Οχι και τόσο απρόσμενα, καθώς υπάρχει μια εξαιρετική αφορμή φέτος που συμπληρώνονται 50 χρόνια από το περίφημο «Summer of Love» του ’67. Οταν δηλαδή 100.000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στην περιοχή Χέιτ – Ασμπουρι στο Σαν Φρανσίσκο φορώντας λουλούδια στα μαλλιά και την αμφισβήτηση στο μανίκι.
Για την εξουσία και τον πόλεμο στο Βιετνάμ, για τον καταναλωτισμό, για τον συμβατικό τρόπο ζωής που εξελισσόταν μακριά από την κοινοκτημοσύνη.
Για να ενισχύσει το υπόβαθρο της ιδέας της ανατρέχει στις αντιλήψεις του 57χρονου θεωρητικού της λογοτεχνίας και πολιτικού φιλοσόφου Μάικλ Χαρντ, o οποίος «μιλάει για το πώς η αγάπη μπορεί να λειτουργήσει μέσα στο κοινωνικό σύνολο μεταμορφωτικά, ως μια πράξη που αλλάζει τους ανθρώπους και ως αποτέλεσμα μπορεί να μεταμορφώσει και πολιτικές καταστάσεις». Ξεπεράστε την αγάπη του ζευγαριού και της πυρηνικής οικογένειας, προτρέπει ο Χαρντ, δείτε την αγάπη ως μια δημιουργία αστερισμών από κοινωνικές διαφορές οι οποίες συνήθως μας απομακρύνουν και μας διχάζουν. Αυτό κι αν είναι «επείγον».
«Για εμένα έχει χαθεί η αγάπη –εκείνο το «αγαπάω αυτό που κάνω» –στην πολιτική. Οι πολιτικοί έχουν καταλήξει να είναι περισσότερο τεχνοκράτες, να εξασκούν την πολιτική διαδικαστικά, χωρίς να έχουν καμία ενσυναίσθηση, είναι αποκομμένοι από το κοινωνικό σύνολο και οι περισσότεροι ασχολούνται με τα κοινά για κάθε άλλο λόγο εκτός από την αγάπη ή το συμφέρον του συνόλου. Βρίσκω αρκετά ριζοσπαστική ιδέα το ότι πρέπει να εισαγάγουμε την αγάπη στην πρακτική της πολιτικής, κοινοβουλευτικής και όχι μόνο. Από αυτούς που κατέχουν πολιτικές θέσεις, ποιος αγαπάει πραγματικά αυτό που κάνει; Εάν μιλήσεις με τη γενιά των γονιών ή των παππούδων μας, υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι καταπιάνονταν με την πολιτική και είχαν το κοινό συμφέρον και το δημόσιο καλό κατά νου. Υποθέτω όχι όλοι, αλλά έχοντας μιλήσει με ανθρώπους παλαιότερης γενιάς, κάτι που με ενδιαφέρει πάντα, καταλαβαίνω πως δεν υπήρχαν ο σημερινός κυνισμός και η σύγχρονη υποβάθμιση της πολιτικής. Στην Ελλάδα, η πολιτική έχει φτάσει στο χαμηλότερο επίπεδο που βρέθηκε ποτέ και αυτό δεν είναι υπαινιγμός προς το κόμμα που βρίσκεται αυτήν τη στιγμή στην κυβέρνηση, μιλάω γενικά».
«Καλύτερα θα ήταν να το δούμε σαν ένα ανολοκλήρωτο έργο. Μέσα από την έκθεση θα ήθελα ο θεατής να μπορεί να αναλογιστεί αυτό το φαινόμενο και τα παράγωγά του. Το «μοιράζομαι», την ανοιχτή κοινωνία, τη συλλογικότητα, που είναι αυτά τα οποία νομίζω ότι με τον άκρατο καταναλωτισμό και με τον ανταγωνισμό τείνουν να εκλείψουν σήμερα. Θεωρώ πως είναι οι μόνες αξίες που –μαζί με τη γενναιοδωρία –μπορούν να κρατήσουν μια κοινωνία δεμένη» εξηγεί η Γρέγου.
Αλλωστε, «Καλοκαίρι της αγάπης» δεν νοείται χωρίς την ψυχεδέλεια των χίπηδων και τα τραγούδια πολιτικής διαμαρτυρίας. μΟπως εξάλλου και χωρίς αναφορές στη σεξουαλική απελευθέρωση, οι οποίες είναι παρούσες στην έκθεση, με έργα όπως αυτό της Ολλανδής Μέλανι Μπονάγιο, η οποία παρουσιάζει προσωπικές αφηγήσεις επαγγελματιών του σεξ που θεωρούν εαυτόν θεραπευτή και δείχνουν τον δρόμο για την αναθεώρηση του τρόπου αντιμετώπισής τους.
Νομίζω αν έχει έναν ρόλο να παίξει η τέχνη, εκτός από την κριτική της διάσταση, είναι να μας κάνει να οραματιστούμε τα πράγματα λίγο διαφορετικά» τονίζει η Γρέγου, με τη ζωτικότητα που τη χαρακτηρίζει αναπόφευκτα και ως άνθρωπο εκτός από επαγγελματία.
Αρκεί να την ακούσεις να μιλάει με το πάθος που τη χαρακτηρίζει, με μια γλώσσα ραφιναρισμένη, αλλά πάντα λιτή, προσιτή, απότοκο μιας προσωπικότητας που επιθυμεί να επικοινωνήσει τη δουλειά της σε όποιον έχει τη διάθεση:
«Δεν με ενδιαφέρει να εντυπωσιάσω τους άλλους επιμελητές ή τους συναδέλφους μου. Κάνω εκθέσεις για να προσεγγίσω και να διευρύνω το κοινό και να το εισαγάγω σε μια γλώσσα η οποία μπορεί να του απελευθερώσει τη φαντασία και τα πράγματα που ξέρει να τα δει από διαφορετική οπτική γωνία. Αυτό που με ενδιαφέρει πάρα πολύ είναι το λεγόμενο «audience engagement» και ένας λόγος για τον οποίο η Σάμος ήταν μια πρόκληση για εμένα ήταν ακριβώς αυτός, ότι έπρεπε να μιλήσω σε ένα κοινό που δεν είναι πολύ εξοικειωμένο με την τέχνη. Ηταν μια τεράστια ικανοποίηση ότι ήρθαν άνθρωποι που δεν έχουν ξαναδεί σύγχρονη τέχνη και βρέθηκαν αντιμέτωποι με καινούργιες εικόνες, με καινούργια ερεθίσματα, όχι μόνο όσον αφορά την τέχνη, αλλά και σε σχέση με το πώς αντιλαμβάνονται τον κόσμο. Θεωρώ ότι το Ιδρυμα έχει κάνει ένα τεράστιο έργο και η Κατερίνα Ζαχαροπούλου ένα εξαιρετικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Για εμένα αυτή ήταν η επιτυχία της έκθεσης και όχι το ότι είχαμε μια ολόκληρη σελίδα στους «Financial Times», στο κυριακάτικο φύλλο».
«Αυτήν τη στιγμή δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα γυρίσω στην Ελλάδα. Mελλοντικά, πολύ μελλοντικά, θα δεχόμουν έναν θεσμικό ρόλο, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά οπουδήποτε θα μου επιτρεπόταν να κάνω τα πράγματα που κάνω χωρίς εκπτώσεις, όπως έχω μάθει μέχρι στιγμής. Αυτό είναι το προτέρημα του να είσαι ανεξάρτητος επιμελητής και ο λόγος για τον οποίο έχω παραμείνει μέχρι στιγμής ηθελημένα ανεξάρτητη επιμελήτρια είναι ότι γενικώς οι θεσμικοί ρόλοι έρχονται… «with strings attached». Δεν έχεις την ίδια ελευθερία κινήσεων. Στην Ελλάδα, αν είσαι σε κάποιο δημόσιο ίδρυμα, η τροχοπέδη θα είναι πάντα το ελληνικό δημόσιο και η πολιτεία. Στην Αμερική ή στην Αγγλία, αν είσαι σε κάποιο ιδιωτικό ίδρυμα, η τροχοπέδη θα είναι τα εμπορικά κριτήρια. Δεν είμαι αρνητική σε συνεργασίες ιδιωτικής φύσης, αρκεί να μπορούμε να τα βρούμε στο περιεχόμενο. Γιατί για να μπορέσεις να λειτουργήσεις σε οποιοδήποτε πλαίσιο πρέπει να σου δίνουν τα εργαλεία, και τα εργαλεία δεν είναι μόνο οικονομικά».
«Η φιλοδοξία μου είναι να εξακολουθήσω να είμαι δημιουργική. Δεν θέλω ούτε σύνταξη να πάρω, ούτε να με πετάξει η κοινωνία στην άκρη, θέλω να προσφέρω για όσο μπορώ» εξομολογείται. «Αυτήν τη στιγμή με ενδιαφέρει ιδιαίτερα πώς οι καλλιτέχνες μπορούν να φωτίσουν με τη γλώσσα της τέχνης πράγματα που είναι πολύ σκοτεινά στη γλώσσα της επιστήμης και της τεχνολογίας. Συμβαίνουν τόσο πολλά κάτω από τη μύτη μας και εμείς στον χώρο της τέχνης κοιτάμε πολλές φορές μόνο στο παρελθόν και στις περασμένες αβανγκάρντ. Υπάρχει μια τρομερή παρελθοντολαγνεία και μια νοσταλγία σε πολλές από τις μεγάλες εκθέσεις που έχουν γίνει πρόσφατα, μια εμμονή να ανακαλούμε τα φαντάσματα του παρελθόντος. Δεν είναι κακό πράγμα, γιατί το παρελθόν πάντα κάτι μας μαθαίνει, αλλά υπάρχει μια έλλειψη σύνδεσης με το παρόν. Αν παρατηρήσει κάποιος τι συνέβαινε, στην επιστήμη, στην τεχνολογία, στη βιοτεχνολογία, θα τρελαθεί. Είναι πράγματα που δεν τα συζητάμε και θεωρώ ότι είναι σημαντικό να έχουμε γνώση τους». l
Το μακρύ, καυτό καλοκαίρι της αγάπης
Ασμπουρι στο Σαν Φρανσίσκο. Κήρυτταν την πολιτική ανυπακοή αλλά και εναλλακτικούς τρόπους διαβίωσης, οι οποίοι περιελάμβαναν την κοινοβιακή ζωή και τη σεξουαλική ελευθερία. Στην ουσία, η συσπείρωσή τους ήταν η συλλογική έκφραση μιας νεανικής αντικουλτούρας που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται στις αρχές της δεκαετίας του ’60, υπό την «επήρεια» του πνεύματος των μπίτνικ, και είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της εξαιτίας της οργής για τον συνεχιζόμενο πόλεμο στο Βιετνάμ.
Οι νέοι φορούσαν λουλούδια στα μαλλιά και είχαν ύμνο τους το τραγούδι «San Francisco (Be Sure to Wear Flowers in Your Hair)» του Σκοτ Μακένζι, που τους προέτρεψε να το πράξουν καθώς είχε γραφτεί για να προωθήσει το Monterey International Pop Music Festival τον Ιούνιο του ίδιου καλοκαιριού, ένα μεγάλο υπαίθριο φεστιβάλ στο Μοντερέι, το κοινό του οποίου, γύρω στα 50.000 άτομα, συνέρρευσε στο Χέιτ – Ασμπουρι και τα παιδιά των λουλουδιών έζησαν τρεις μήνες γεμάτους έρωτα, αλλά και ελπίδα. Την ίδια εποχή είχαμε τον Πόλεμο των Εξι Ημερών που άλλαξε το τοπίο στη Μέση Ανατολή και βεβαίως την απαρχή της επταετίας στην Ελλάδα.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 30 Ιουλίου 2017.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ