Πέθανε η θρυλική γαλλίδα ηθοποιός Ζαν Μορό

Η ηθοποιός Ζαν Μορό, ίνδαλμα του γαλλικού κινηματογράφου, πέθανε στο Παρίσι σε ηλικία 89 ετών, ανακοίνωσε η εκπρόσωπός της.

Η ηθοποιός Ζαν Μορό, ίνδαλμα του γαλλικού κινηματογράφου, πέθανε στο Παρίσι σε ηλικία 89 ετών, ανακοίνωσε η εκπρόσωπός της.

Η ηθοποιός με την αισθησιακή ομορφιά και την απαράμιλλη επιβλητική φωνή, που γοήτευσε τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες στα 65 χρόνια της καριέρας της, απεβίωσε στο διαμέρισμα της, διευκρίνισε η Ζαν Οτεσέρ, δήμαρχος του 8ου διαμερίσματος της γαλλικής πρωτεύουσας.

Σύμφωνα με πληροφορία του περιοδικού Closer, η οικιακή της βοηθός βρήκε την Ζαν Μορό νεκρή όταν πήγε στις 7.30 το πρωί στο σπίτι της οδού Φομπούρ Σεντ-Ονορέ για να αρχίσει τη δουλειά της.

Η ζωή υπήρξε γενναιόδωρη στην Ζαν Μορό, κόρη εστιάτορα της Μονμάρτης και αγγλίδας χορεύτριας των φολί μπερζέ. Το όνομα Ζαν Μορό συνδέθηκε με τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες του κινηματογράφου και το πρόσωπό της φιγουράρισε σε σπουδαίες ταινίες της 7ης Τέχνης, ταινίες που έχουν κερδίσει θέση στην Ιστορία.

Αν και ουσιαστικό ξεκίνημα της κινηματογραφικής καριέρας της θεωρείται το «Ασανσέρ για δολοφόνους», εμβληματικό γαλλικό φιλμ νουάρ του Λουί Μαλ, η Μορό, παιδί της Comedie Francaise, είχε ήδη εμφανιστεί σε πολλές γαλλικές ταινίες, κυρίως αστυνομικές από το 1949 μέχρι το 1958, χρονιά παραγωγής του «Ασανσέρ». Στο σύνολό τους οι δουλειές της στο σινεμά και την τηλεόραση φτάνουν τους 145 τίτλους.

Υπήρξε μούσα του Μικελάντζελο Αντονιόνι («Η νύχτα»), του Φρανσουά Τριφό («Ζιλ και Ζιμ», «Η νύφη φορούσε μαύρα» κ.α.), του Ορσον Γουέλς («Η δίκη» κ.α.), του Πίτερ Μπρούκ («Μοντεράτο Καντάμπιλε»), του Λουίς Μπουνιουέλ («Το ημερολόγιο μιας καμαριέρας»), του Τζόζεφ Λόουζι («Εύα» κ.α.), του Θόδωρου Αγγελόπουλου («Το μετέωρο βήμα του πελαργού»), του Τζον Φρανκενχάιμερ («Το τρένο») και πολλών ακόμη δημιουργών.

Ηταν πανέμορφη με ένα γήινο τρόπο, αγέρωχη και ακούραστη, γεγονός που αποδεικνύεται από το ότι εργαζόταν μέχρι το τέλος: τελευταία ταινία της είναι η κομεντί «Le talent de mes amis» (2015) που δεν είδαμε ποτέ στην Ελλάδα. Για το «Moντεράτο Καντάμπιλε» η Μορό απέσπασε το βραβείο γυναικείας ερμηνείας στο φεστιβάλ των Καννών το 1960 που τηρουμένων των αναλογιών είναι το σημαντικότερο βραβείο που κέρδισε ποτέ.

Αδίκως, η Μορό δεν υπήρξε ποτέ υποψήφια για το Οσκαρ, ενώ ανάμεσα στα βραβεία που είχε επίσης κερδίσει ήταν το Σεζάρ για το «La vieille qui marchait dans la mer» (1991), το BAFTA για το «Βίβα Μαρία» του Λουί Μαλ και τον Αργυρό Λέοντα καλύτερης γυναικείας ερμηνείας για τους «Εραστές» στο φεστιβάλ Βενετίας.

Το 1995 η Μορό υπήρξε πρόεδρος του φεστιβάλ των Καννών και ήταν η δεύτερη χρονιά που κράτησε αυτά τα καθήκοντα (η μοναδική γυναίκα με την οποία έχει συμβεί κάτι τέτοιο). Εκείνη την χρονιά η Μορό έδωσε τον Χρυσό Φοίνικα στον Εμίρ Κουστουρίτσα για το «Underground» και το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στον Θόδωρο Αγγελόπουλο για το «Βλέμμα του Οδυσσέα».

Μεγάλο όνομα και στο θέατρο, η Μορό το 1988 απέσπασε το βραβείο Μολιέρ για την δουλειά της στο «Le récit de la servante Zerline» του Χέρμαν Μπροχ.

Η προσωπική ζωή της Μορό υπήρξε θυελλώδης. Παντρεύτηκε και χώρισε τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Ζαν Λουίς Ρισάρ αλλά και τον Αμερικανό σκηνοθέτη Γουίλιαμ Φρίντκιν. Ανάμεσα στους διασήμους με τους οποίους συνδέθηκε αισθηματικά είναι ο Αμερικανός ηθοποιός Λι Μάρβιν, ο Γάλλος σχεδιαστής μόδας Πιέρ Καρντέν και ο Λουί Μαλ ενώ η Βανέσα Ρεντγκρέιβ την είχε κατηγορήσει ως υπαίτιο για τον χωρισμό της από τον Βρετανό σκηνοθέτη και σύζυγό της Τόνι Ρίτσαρντσον που σκηνοθέτησε την Μορό στην «Mademoiselle».

Μετά το ντεμπούτο της στην σκηνοθεσία με την ταινία «Lumiere» το 1976, η Μορό σκηνοθέτησε άλλες δύο ταινίες, τo «L’ adolescente» (1979) και το ντοκιμαντέρ για την Λίλιαν Γκις «Lillian Gish» (1983) στο οποίο μάλιστα ο θρύλος του βωβού κινηματογράφου εμφανίζεται. Ωστόσο, η σκηνοθεσία δεν φάνηκε να ενδιαφέρει ιδιαίτερα την Μορό, ή τουλάχιστον δεν ασχολήθηκε άλλο μαζί της.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.