Αφετηρία κάθε νομοθέτησης θα πρέπει να είναι η κατανόηση του προβλήματος που αυτή επιδιώκει να επιλύσει, καθώς και το όραμα που υπηρετεί η υποτιθέμενη λύση που προτείνει.

Με αφορμή λοιπόν το υπό συζήτηση σχέδιο νόμου (σ/v) για την ανώτατη εκπαίδευση και τις έντονες αμφισβητήσεις που δέχεται η κυβερνητική πρόταση, θα ήταν χρήσιμο να κατανοήσουμε «γιατί τόσος θόρυβος».

Αντιγράφω λοιπόν από την αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου όπως κατατέθηκε στη Βουλή: «Από τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα τα ΑΕΙ είναι οι πολλές ταχύτητες ανάπτυξής τους, γεγονός που δημιουργεί προβλήματα ως προς την εφαρμογή ενιαίων πολιτικών στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης και αναπαράγει τις περιφερειακές ανισότητες» και «Το παρόν σχέδιο νόμου συντάχθηκε με όραμα ένα πρότυπο ανώτατης εκπαίδευσης που υπερβαίνει τις χρόνιες δυσλειτουργίες που έχουν εντοπισθεί, καθώς και τα οξέα προβλήματα που προέκυψαν λόγω της οικονομικής κρίσης τα τελευταία επτά χρόνια».
Αν κανείς αποδεχτεί ότι το πρόβλημα και το όραμα, παρά την ασάφειά του, για την ανώτατη εκπαίδευση περικλείεται στα προαναφερθέντα, τότε είναι πιθανόν οι περιλαμβανόμενες στο σχέδιο νόμου διατάξεις να αποτελούν μια κάποια λύση.
Φανταστείτε όμως πόσο διαφορετικές θα ήταν οι διατάξεις αυτές, αν συμφωνήσουμε ότι όραμά μας θεωρούμε «Κάθε Ελληνικό Πανεπιστήμιο να αναγνωρίζεται διεθνώς ως κέντρο αριστείας στις επιστήμες που θεραπεύει και να συμβάλει με τη δράση του και την προσφορά του στις προκλήσεις της επιστήμης και της κοινωνίας».

Καθώς επίσης, αν, αντίθετα με τους συντάκτες του σχεδίου νόμου, θεωρήσουμε ότι το πρόβλημα είναι ότι «ο μη σεβασμός στην επιστημονική και Ιδρυματική διαφορετικότητα κάθε Πανεπιστημίου και η μη ενθάρρυνση της ποικιλομορφίας των ΑΕΙ αποτελούν παράγοντες ανάσχεσης της προόδου και ανάδειξης των ιδιαίτερων δυνατοτήτων κάθε Πανεπιστημίου».

Θεωρώ ότι ο συλλογισμός αυτός είναι εργαλειακός και ταυτόχρονα αναγκαίος για να κατανοήσουμε γιατί η υπό εξέλιξη συζήτηση στη Βουλή για το εν λόγω σχέδιο νόμου εγείρει τόσο πολλές ενστάσεις και διαφωνίες.
Το ζητούμενο σήμερα δεν είναι να απαντήσουμε στη μεταρρύθμιση του 2011 «σαν να μην πέρασε μια μέρα» ή να νομοθετήσουμε με μια ανέξοδη κοινωνική πολιτική που φαινομενικά δεν έχει κόστος.

Το ζητούμενο είναι να αντιμετωπίσουμε τη σκληρή πραγματικότητα του υποστελεχωμένου, στελεχικά γερασμένου και υποχρηματοδοτούμενου ελληνικού πανεπιστημίου που καλείται σε συνθήκες περιορισμένων πόρων –οικονομικών και ανθρωπίνων –να σταθεί ενεργό στις επιστημονικές εξελίξεις, να συμμετάσχει στον ευρωπαϊκό χώρο ανώτατης εκπαίδευσης, να διαφυλάξει την αξιοπιστία των πτυχίων του, γιατί έτσι μόνο θα αποτελέσει βασικό πυλώνα προσφοράς στη χώρα και στη νεολαία της.

Σε κάθε περίπτωση η συζήτηση περί ανώτατης εκπαίδευσης οφείλει να λαμβάνει ως δεδομένα τα ακόλουθα:
Α. Η συστηματική επένδυση στην ποιοτική εκπαίδευση αποτελεί έναν από τους βασικότερους παράγοντες που εξασφαλίζουν μακροχρόνια οικονομική μεγέθυνση και ευημερία σε μια κοινωνία.
Β. Η ποιοτική δημόσια εκπαίδευση σχετίζεται αρνητικά με τις οικονομικές ανισότητες.
Γ. Ο χώρος της ανώτατης εκπαίδευσης, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και των τεχνολογικών δυνατοτήτων της εξ αποστάσεως μάθησης, χρόνο τον χρόνο διεθνοποιείται και τα ΑΕΙ δέχονται σκληρό ανταγωνισμό από ομοταγή Ιδρύματα που λειτουργούν με όρους διοικητικής, διαχειριστικής και οικονομικής ευελιξίας.
Δ. Τις τελευταίες δεκαετίες έχει αναδειχτεί η ιδιαίτερη σημασία της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης. Η μεταπτυχιακή εκπαίδευση αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής πολιτικής καθώς όχι μόνο συνδέει μια κοινωνία με τις τρέχουσες και πιο επίκαιρες εξελίξεις σε επιστημονικό και ερευνητικό επίπεδο, αλλά συμβάλλει καθοριστικά στη σύνδεση της επιστημονικής έρευνας με την παραγωγική δραστηριότητα.
Ε. Στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία, που οι δημόσιοι πόροι είναι περιορισμένοι, αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία η διαμόρφωση του θεσμικού πλαισίου που θα διέπει την οργάνωση και λειτουργία της ανώτατης εκπαίδευσης. Το θεσμικό αυτό πλαίσιο πρέπει να είναι ευέλικτο, να αξιοποιεί κάθε αναγνωρισμένη καλή διεθνή πρακτική, και να συμβάλλει: α) Στην ενίσχυση της ποιοτικής διάστασης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, β) Στην ανάπτυξη της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης, γ) Στην εξωστρέφεια των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, δ) Στην επίτευξη αριστείας, διδακτικής και ερευνητικής, ε) Στη διαμόρφωση των σωστών –από επιστημονική άποψη –κινήτρων για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, δηλαδή φοιτητές και διδακτικό προσωπικό.
ΣΤ. Ο ρόλος των υπουργείων Παιδείας στη λειτουργία των Πανεπιστημίων έχει μεταβληθεί ριζικά στις χώρες-παραδείγματα. Τα υπουργεία Παιδείας δεν παρεμβαίνουν στη λειτουργία των ΑΕΙ, θέτουν το ρυθμιστικό πλαίσιο για τη διασφάλιση της ποιότητας, την αξιολόγηση, τη διαφάνεια και τη δημόσια λογοδοσία.
Είναι μάλλον προφανές ότι το υπό συζήτηση σχέδιο νόμου αγνοεί τα παραπάνω και αυτό το καθιστά απλώς άλλο ένα σχέδιο νόμου.


Ο κ. Εμμανουήλ Γιακουμάκης είναι πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ