Νοέμβριος 2015. Στο διοικητικό συμβούλιο μεγάλης τράπεζας τα χαμόγελα… περισσεύουν. Υστερα από 10 εφιαλτικούς για τον κλάδο μήνες, που σημαδεύτηκαν από την απώλεια του 25% της καταθετικής του βάσης, την αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, την επιβολή των capital controls, τη διενέργεια νέων stress tests και την εξαέρωση των χρηματιστηριακών αξιών, επικρατεί ξανά αισιοδοξία.

Η διοίκηση του συστημικού ομίλου έχει μόλις ολοκληρώσει με επιτυχία την τρίτη από το 2012 ανακεφαλαιοποίηση, αποφεύγοντας τον κίνδυνο της κρατικοποίησής του, που θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμα και στην πώλησή του κομμάτι-κομμάτι.

Στο περιθώριο εκείνης της συνάντησης, η συζήτηση για τις πολιτικές εξελίξεις κυριαρχεί. «Η κυβέρνηση, παρά τις τρέλες της πρώτης περιόδου, απέδειξε ότι μπορεί να υλοποιήσει το Μνημόνιο. Ας κάνει λοιπόν τη βρώμικη δουλειά χωρίς κοινωνικές εντάσεις και, αφού αντέξαμε ως εδώ, η χώρα θα γυρίσει» λέει στους συνομιλητές του κορυφαίο στέλεχος της τράπεζας. Η ομήγυρη δεν δείχνει να διαφωνεί.

Το σενάριο αυτό άλλωστε έχουν μόλις «αγοράσει» οι επενδυτές, ξένοι κυρίως, αλλά και εγχώριοι, που εν μέσω capital controls αψήφησαν τους κινδύνους και τοποθέτησαν στο ελληνικό banking περισσότερα από 7,5 δισ. ευρώ, με την προσδοκία της ταχείας ολοκλήρωσης των αξιολογήσεων και της γρήγορης αποκατάστασης της εμπιστοσύνης.

Διάψευση προσδοκιών
Οι εκτιμήσεις αυτές ωστόσο διαψεύδονται σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το φθινόπωρο του 2015 η αγορά ανέμενε ότι η πρώτη αξιολόγηση του τρίτου Μνημονίου θα τελείωνε το αργότερο στις αρχές του 2016. Οσο περνούσε ο καιρός και δεν έκλεινε η συμφωνία, τόσο εντείνονταν οι ρευστοποιήσεις στο Χρηματιστήριο. Οι τραπεζικές μετοχές έφτασαν να διακινούνται ως και 50% χαμηλότερα από τις τιμές των αυξήσεων κεφαλαίου. Δηλαδή μέσα σε λίγους μήνες οι νέοι μέτοχοι είδαν τη μισή τους επένδυση να χάνεται!

Τελικά οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές ολοκληρώθηκαν τον Μάιο του 2016, ανακουφίζοντας τις αγορές και οδηγώντας τις κεφαλαιοποιήσεις υψηλότερα. Το θετικό διάλειμμα όμως ήταν προσωρινό. Η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης ξεπέρασε τους 12 μήνες, δοκιμάζοντας αρκετές φορές τις αντοχές του συστήματος.

Τα χειρότερα σενάρια ωστόσο δεν επαληθεύτηκαν, μετά τη συμφωνία του περασμένου μήνα και την εκταμίευση των δόσεων προς την Ελλάδα. Οπως επισημαίνει τραπεζική πηγή, «η κυβέρνηση, παρά τις κωλυσιεργίες που αναμφίβολα στοίχισαν στην οικονομία, έδειξε ότι βαδίζει στον δρόμο του ρεαλισμού και ότι δεν πρόκειται να διακινδυνεύσει τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας ή ένα πιστωτικό γεγονός».


Το ράλι του 2017
Η προσδοκία αυτή αποτυπώθηκε στο ταμπλό του Χρηματιστηρίου. Από τα χαμηλά έτους στο τέλος του περασμένου Μαρτίου, ο τραπεζικός δείκτης καταγράφει κέρδη 54%, ενώ από την αρχή του 2017 η άνοδος φτάνει το 25%. Το ράλι τιμών ανακόπηκε την περασμένη εβδομάδα μετά την επιτυχημένη έξοδο του Δημοσίου στις αγορές, καθώς αρκετοί επενδυτές θέλησαν να κατοχυρώσουν τα κέρδη τους. Πλέον αναζητούν νέους καταλύτες.
Σε σχέση με τις τιμές των αυξήσεων κεφαλαίου του 2015, η μετοχή της Εθνικής Τράπεζας σημειώνει κέρδη 17%, της Alpha Bank άνοδο 5,50%, της Eurobank υποχωρεί κατά 6,40%, ενώ ο τίτλος της Τράπεζας Πειραιώς εμφανίζει απώλειες 29%, πιεζόμενος τις προηγούμενες ημέρες κυρίως λόγω της επικείμενης μείωσης του αριθμού των μετοχών της (reverse split).

Οπως επισημαίνει αναλυτής που παρακολουθεί τον κλάδο, ο πολιτικός κίνδυνος βρίσκεται αυτή τη στιγμή στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας τριετίας.

Οι επενδυτές εστιάζουν στα θεμελιώδη μεγέθη, με βασική πηγή ανησυχίας το πιστωτικό ρίσκο, από το οποίο θα εξαρτηθεί η επιστροφή του κλάδου σε βιώσιμη κερδοφορία. «Οι τράπεζες καλούνται να διαχειριστούν ένα… βουνό από «κόκκινα» δάνεια, τα οποία θα πρέπει να μειωθούν κατά 40% ές και το τέλος του 2019, βάσει των δεσμεύσεων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ)» τονίζει η ίδια πηγή. Και προσθέτει πως για να συνεχιστεί η άνοδος στο Χρηματιστήριο για τις μετοχές των τραπεζών, θα πρέπει οι διοικήσεις τους να πείσουν ότι μπορούν να τα καταφέρουν, χωρίς μια νέα, τέταρτη ανακεφαλαιοποίηση.

Σε κάθε περίπτωση, αναγκαία συνθήκη είναι η βελτίωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος. Σύμφωνα με γενικό διευθυντή συστημικού ομίλου, «αν δεν επιστρέψει η οικονομία σε ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 2% τα επόμενα τρίμηνα, όσο καλά εκτελεσμένη κι αν είναι η στρατηγική μας, οι στόχοι για τους οποίους έχουμε δεσμευθεί στην ΕΚΤ πολύ δύσκολα θα επιτευχθούν».


Η σύγκριση με την Ευρώπη
Η σύγκριση των αποτιμήσεων με τον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο είναι ενδεικτική των δυσκολιών αυτών. Σε όρους τιμή προς λογιστική αξία οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών διακινούνται σήμερα με discount 60% σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Η απόκλιση αυτή αντανακλά, σύμφωνα με αναλυτές, το ρίσκο από τον υψηλό όγκο «κόκκινων» δανείων στην Ελλάδα.

Ωστόσο εκτιμούν ότι εφόσον καταγραφεί πρόοδος στη διαχείρισή τους και διαφανεί ότι η ελληνική οικονομία επιστρέφει δυναμικά στην ανάπτυξη, οι τίτλοι των 4 συστημικών ομίλων θα μπορούσαν να καταγράψουν άνοδο μεγαλύτερη του 50% μέσα στο επόμενο 12μηνο.

Υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν θα επιστρέψει ο… εφιάλτης των καθυστερήσεων στην τρίτη αξιολόγηση του Μνημονίου, που ξεκινά το φθινόπωρο.

Επόμενος στόχος η «καθαρή» έξοδος στις αγορές

Τα επόμενα βήματα για την αποκατάσταση της πρόσβασής τους στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και την απεξάρτησή τους από τη στήριξη του Ευρωσυστήματος σχεδιάζουν οι τραπεζικές διοικήσεις μετά την έξοδο του Δημοσίου στις αγορές.

Ο νέος πενταετής κρατικός τίτλος ανοίγει τον δρόμο για νέες εκδόσεις χρέους από τους τέσσερις συστημικούς ομίλους, όπως είχε συμβεί και την άνοιξη του 2014. Στο πλαίσιο αυτό, έχουν ήδη γίνει οι πρώτες διερευνητικές επαφές με ξένους επενδυτές και μεγάλους οίκους του εξωτερικού για να εξεταστεί το ενδιαφέρον τους.

Πιο καθαρό τοπίο για να προχωρήσουν οι τράπεζες σε εκδόσεις ομολόγων θα υπάρχει αναμφίβολα στις αρχές του 2018, καθώς ως τότε θα διαφανούν οι προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας.

Πρόοδος

Η πρόοδος πάντως που έχει συντελεστεί την τελευταία διετία στο μέτωπο της ρευστότητας δεν είναι αμελητέα, παρά το γεγονός ότι τα υπόλοιπα των καταθέσεων παραμένουν στάσιμα. Από τα τέλη του 2015 ο δανεισμός από το Ευρωσύστημα μειώθηκε από 107,50 δισ. ευρώ σε 54,36 δισ. ευρώ πριν από έναν μήνα, με το «άνοιγμα» στον ELA να περιορίζεται από 69 δισ. σε 38 δισ. ευρώ το ίδιο διάστημα.

Η μείωση αυτή αντανακλά την απομείωση των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών, λόγω μείωσης των δανειακών υπολοίπων και ρευστοποιήσεων λοιπών περιουσιακών στοιχείων, π.χ. θυγατρικές εξωτερικού, αλλά και την αυξανόμενη πρόσβαση στη διατραπεζική αγορά.

Στο τέλος του περασμένου Μαΐου οι ελληνικές τράπεζες είχαν δανειστεί με ενέχυρο χρεόγραφα του EFSF που έλαβαν στο πλαίσιο της τελευταίας ανακεφαλαιοποίησής τους, 16,3 δισ. ευρώ. Ακόμη πάντως δεν είναι δυνατή η άντληση ρευστότητας χωρίς εξασφαλίσεις, που αποτελεί και τον μεγάλο στόχο.

Οι καταθέσεις

Μεγάλο στοίχημα για τον κλάδο αποτελεί αναμφίβολα και η επιστροφή των καταθέσεων. Υστερα από έναν πολύ καλό Ιούνιο (καθαρές εισροές 1,63 δισ. ευρώ από νοικοκυριά και επιχειρήσεις), το καλό κλίμα διατηρήθηκε και τον Ιούλιο, καθώς συνεχίστηκαν η επαναφορά χαρτονομισμάτων και η ρευστοποίηση αμοιβαίων κεφαλαίων ξένων οίκων, ενώ φρέσκο χρήμα εισήλθε στο σύστημα και από τον τουρισμό.

Αν δεν υπάρξουν σημαντικές εκροές αύριο λόγω της πληρωμής της πρώτης δόσης του φόρου εισοδήματος, δεν αποκλείεται ο Ιούλιος να κλείσει με ακόμα πιο καλά νούμερα και οι καταθέσεις να εμφανίσουν για πρώτη φορά από την αρχή του χρόνου θετικό πρόσημο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ